Προκειμένου νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἀβίαστη γοητεία ποὺ ἀσκοῦν τὰ διηγήματα ποὺ δημοσιεύονται στὴ συλλογὴ Ὁ θησαυρὸς τῶν ἀηδονιῶν, θὰ ξεκινήσω ἀνάποδα, ἀπὸ τὸ τί δέν κάνει ὁ συγγραφέας τους. Κάθε ἀναγνώστης ἔχει τὰ χούγια του, τὰ παράπονά του καὶ τὶς προτιμήσεις του ἀπὸ τὴ λογοτεχνία ποὺ διαβάζει. Τὸ δικό μου παράπονο εἶναι ὅτι μοῦ φαίνεται πὼς συχνὰ κινούμαστε ἀνάμεσα στὶς συμπληγάδες μιᾶς ὑπερήφανης ἀμάθειας, ὅπου πρωτεύει τὸ βίωμα, λὲς καὶ μᾶς ἐνδιαφέρει τί τοῦ ἔλαχε τοῦ καθενός, καὶ μιᾶς βλοσυρῆς πολυμάθειας, ὅπου καταπλακωμένος κάτω ἀπὸ τόμους ὁ συγγραφέας πασχίζει νὰ ἀρθρώσει ἕναν λόγο ποὺ νὰ ἀκούγεται σὰν νὰ βγαίνει ἀπὸ δόντια, χείλια καὶ στομάχι, ἐνῶ βγαίνει πάντα ἀπὸ σεμινάριο. Χειρότερος σύμβουλος αὐτῆς τῆς γραφῆς εἶναι ἡ ἀγωνία τῆς λογοτεχνικότητας, τὸ ἱδρωμένο μέτωπο τοῦ συγγραφέα ποὺ πολεμάει νὰ ἐκφραστεῖ «λογοτεχνικά».