Στο Ανοιχτήρι του Βικτόρ Λανού οι δύο ήρωες επιβιώνουν σε καταφύγιο μετά από μια μεγάλη καταστροφή, με ένα σωρό κονσέρβες αλλά χωρίς ανοιχτήρι. Ο ένας είναι (με το συμπάθιο) διανοούμενος, ο άλλος άξεστος. Η κωμική κορύφωση του έργου είναι η απόφασή τους να ενωθούν πια σε μία ψυχή και μία καρδιά. Δεν θα λένε «καταλαβαίνω» αλλά «καταλαβαίνουμε», «μας πέφτει το παντελόνι», «ας βάλουμε τιράντες», «νονά μας» θα είναι η νονά του ενός, που θα είναι στο εξής κοινή. Το πράγμα δυσκολεύει όταν η πείνα γίνεται η «πείνα μας» και το στομάχι «στομάχι μας», την ώρα που μόνο ο ένας έχει φάει. Διότι ως γνωστόν μία ψυχή μπορούμε να τη συμφωνήσουμε, αν είμαστε πολύ αγαπημένοι. Ένα στομάχι όμως;