Tweets by @KonnosPoulis Follow @KonnosPoulis

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Συνάντηση τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Πουλῆ


Ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴ Συνάντηση τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Πουλῆ στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Σχολείου τὴν Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012 στὸ Πλαίσιο τοῦ Θεματικοῦ Κύκλου «Τὸ Συμβόλαιο Μεταξὺ Πομποῦ καὶ Δέκτη στὴ Λογοτεχνία»

Τὴν Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ συζητήσουμε στὴ βιβλιοθήκη τοῦ σχολείου μας μὲ τὸν ἠθοποιό, σκηνοθέτη, συγγραφέα καὶ μεταφραστὴ Κωνσταντῖνο Πουλῆ. Ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε στὸ πλαίσιο τῶν συναντήσεων τοῦ ὁμίλου τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς, ποὺ διανύουν φέτος τὸν ἕβδομο χρόνο τους, καὶ ἡ συζήτηση ἐστιάστηκε κυρίως στὸ θέατρο καὶ τὸ κοινό του, στοὺς κοινωνικοὺς ὅρους τῆς ὑπηρέτησής του καὶ βεβαίως στὴ συναφὴ κριτική.
Ἀρχικὰ ὁ κ. Πουλῆς, τοποθετούμενος σχετικὰ μὲ τὸν θεματικὸ κύκλο τοῦ «Συμβολαίου Μεταξὺ Πομποῦ καὶ Δέκτη», ἐπισήμανε τὴ βασικὴ διαφορὰ ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν μελῶν στὸ θέατρο: «Τὸ κοινὸ εἶναι παρὸν καὶ κρίνει ἄμεσα», παρατήρησε. Τὸ θέατρο εἶναι ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ δέχονται κατευθεῖαν καὶ συλλογικὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ. Στὴ λογοτεχνία, τὴ μουσικὴ ἢ τὴ ζωγραφικὴ καὶ τὴ γλυπτικὴ δὲ συμβαίνει τὸ ἴδιο, μιᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης –στὴν περίπτωση τοῦ βιβλίου–, ὁ ἀκροατής –στὴν περίπτωση τῶν ἀσμάτων ἢ τῶν ὀρχηστρικῶν κομματιῶν– καὶ ὁ θεατής –στὴν περίπτωση τῆς ζωγραφικῆς ἢ τῆς γλυπτικῆς– ἀπολαμβάνει μόνος του τὴν τέχνη. Σ’ αὐτὸ ἔχει συντελέσει καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας. Στὸ θέατρο τὸ κοινὸ παρακολουθεῖ ἀπευθείας τὰ γεγονότα νὰ διαδραματίζονται μπροστά του μὲ ἀποτέλεσμα καὶ τὸ ἴδιο νὰ ἐπηρεάζει τὸν ἠθοποιό. «Στὴν ἀρχαιότητα τὰ ἔργα ἔπρεπε νὰ ἀρέσουν στὸ κοινὸ γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν. Δὲν ὑπῆρχαν “καταραμένοι καλλιτέχνες” τότε. Αὐτὴ ἡ κατάσταση στηριζόταν θεσμικά. Ὁ Πλάτωνας διαφωνοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ καθεστώς, τὴ “θεατροκρατία”. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, ποὺ ἀσχολήθηκε βαθιὰ μὲ τὸ ζήτημα, ὑποστηρίζει ὅτι ἦταν ἕνα κοινὸ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ ἐκτιμήσει τὴν ποιότητα… Σήμερα ἡ πρωτοπορία ἰσχυρίζεται: “Αὐτὸ ποὺ κάνω δὲν τὸ καταλαβαίνετε.” Ὁ σπουδαῖος Γάλλος ἠθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητὴς καὶ θεωρητικὸς τοῦ θεάτρου Ἀντονὲν Ἀρτὸ εἶχε φτάσει νὰ λέει: “Ἅμα ἀρέσει τὸ ἔργο, τὸ κατεβάζω… Πρέπει νὰ μὲ βρίζουν οἱ κριτικοί…”. Ἔχει γενναιότητα αὐτὸ τὸ εἶδος πρωτοπορίας», συνέχισε ὁ καλεσμένος μας καλλιτέχνης. «Σκεφτεῖτε τὴν ἄρνηση στὴ “δόξα τοῦ ἠθοποιοῦ”!
Κανονικά, λοιπόν, εἶναι δύσκολο νὰ πάρεις τὴν ἀπόφαση νὰ εἶσαι “πρωτοπόρος” / “πρωτοποριακός”. Σήμερα, βέβαια, ὑπάρχουν κάτι “πρωτοπόροι” ποὺ χρηματοδοτοῦνται συστηματικὰ ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ ποὺ βρίσκουν ὅλες τὶς πόρτες ἀνοιχτές… Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὰ εἴδη ποὺ θεραπεύουμε: Στὴν ἐπιθεώρηση, λ.χ., ἐκλιπαρεῖς νὰ ἀρέσεις στὸ κοινό. Ὁ Πίτερ Μπρούκ, ἴσως ὁ μεγαλύτερος θεατράνθρωπος τοῦ καιροῦ μας, ἐγκωμιάζει τὸ κοινό, ὅποιο ἐπίπεδο κι ἂν τὸ κατηγοροῦν ὅτι ἔχει. Ἐγκρίνει τὸν σεβασμὸ τοῦ κοινοῦ. Εἶναι μιὰ συνθήκη ἀνάλογη τῆς Δημοκρατίας. Ἡ Δημοκρατία εἶναι ἀναμφίβολα ἄριστο πολίτευμα. Κι ἐντούτοις, οἱ ἄνθρωποι, ὅσο κι ἂν ἀποφασίζουν δημοκρατικά, ἔχουν πολὺ συχνὰ ἄδικο.» Τί θὰ πρότεινε ὁ κ. Πουλῆς; «Ταυτοχρόνως νὰ σεβαστοῦμε τὴ γνώμη τοῦ κοινοῦ (κι ἂς ἀποθεώνει τοὺς τηλεοπτικοὺς ἀστέρες) καὶ νὰ μὴν τοῦ χαριστοῦμε – νὰ διατηρήσουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς φωνῆς μας… Ἕνας καλλιτέχνης δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γκρινιάζει γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἑνὸς ἀτάλαντου συναδέλφου του. Νὰ τὴν καταγγέλλει, ἀλλὰ νὰ μὴ γκρινιάζει.»
Ἀναφέρθηκε στὴν ἐμπειρία του ἀπὸ τὴ συνεργασία μὲ τοὺς «Τσιριτσάντσουλες»: «Ἕνα “ἡρωικὸ σχῆμα”… Αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ τὸ κοινὸ χωρὶς νὰ τὸ κολακεύεις. Βεβαίως, ὅταν κάνεις “θέατρο δρόμου”, εἰσπράττεις πολλὲς δυσάρεστες ἐμπειρίες», ὁμολόγησε. «Ὁ κόσμος ἀναλογίζεται: “Ἅμα ἦταν καλός, κάπου ἀλλοῦ θὰ βρισκόταν τώρα…” – κι ὄχι στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ νὰ ξελαρυγγιάζεσαι γιὰ ν’ ἀκουστοῦν οἱ ἀτάκες σου. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ἐσὺ ἔκανες νὰ γελάσουν μὲ ἀστεῖα χιλιάδων ἐτῶν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐνδεχομένως πατήσει σὲ θέατρο ποτέ… Τρόποι, δέ, γιὰ νὰ παίξεις ὑπάρχουν πολλοί. Δὲν συνοψίζονται: εἶναι ὅσοι κι οἱ καλλιτέχνες.»
Στὴ συνέχεια μᾶς ρώτησε ἂν γράφουμε ποιήματα, ἂν ἔχουμε συμμετάσχει σὲ κάποια θεατρικὴ παράσταση καὶ ἂν κρατᾶμε ἡμερολόγιο. Πρότεινε τουλάχιστον νὰ κρατᾶμε ἡμερολόγιο. «Ἡ γραφή, ἀκόμα κι ἂν δὲν δείχνεις τὰ γραπτά σου, εἶναι ὑπέρβαση τῆς μοναξιᾶς καὶ ἄμυνα κατὰ τῆς δυσάρεστης πραγματικότητας.» Θυμήθηκε τὸν Σεφέρη. Παρατηρήθηκε ὅτι ὁ Σεφέρης κρατοῦσε ἡμερολόγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸ δημοσιεύσει. Συμφώνησε. Καὶ προσέθεσε ὅτι, παραδόξως, ὅσο πιὸ νέος ἦταν ὁ ποιητὴς αὐτός, τόσο μεγαλύτερη ἀγωνία εἶχε.
«Ἡ πραγματικότητα ἔχει μιὰ σταθερὴ ἀδικία ποὺ δὲν μπορεῖς ν’ ἀμφισβητήσεις», εἶπε ἐνισχύοντας τὴν ὑπόδειξή του. «Σὲ μιὰ τάξη ὑπάρχει ὁ πιὸ ὡραῖος ἢ ἡ πιὸ ὡραία, ὁ καλύτερος μπαλαδόρος, ὁ χαρισματικὸς μὲ τὰ ροῦχα κ.ο.κ. Εἰκόνες ἱεραρχίας. Γράφοντας, ὅμως, ἔχεις μιὰ γωνιὰ ὅπου ἡ ἱεραρχία δὲν ἰσχύει. Δίνοντας τὸ κείμενό σου μάλιστα, ἔστω στὴν “κολλητή” σου, ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀδικία. Ἐλπίζω νὰ μὴ φτάσουμε ποτὲ στὴν κατάσταση τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου σὲ ρωτᾶνε χωρὶς συστολὴ “Πόσα βγάζεις ἐσύ;”, μὲ τὴν ἔννοια “Πόσο ἀξίζεις;”… Ἡ Lady Gaga “εἶναι καλὴ” ἐπειδὴ “βγάζει τόσα”· δὲν “βγάζει τόσα” ἐπειδὴ “εἶναι καλή”!»
Μνημόνευσε τὸν βιολιστὴ στὸ διήγημα τοῦ Μιχαὴλ Μητσάκη «Ἐν τῷ Ξενοδοχείῳ». «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ διαλύει τὴν ἱεραρχία;» κατέληξε: «Ἡ ἀγάπη. Ὅσο ὡραία κι ἂν ἀναγνωρίζει ἕνα παιδάκι ὅτι εἶναι ἡ μητέρα τοῦ φίλου του, μὲ τὴ μητέρα τὴ δική του δὲν τὴ συγκρίνει. Ὁ ἐρωτευμένος ἄνθρωπος δὲν συγκρίνει τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου του μὲ κανένα ἄλλο. Δὲ σκέφτεται ἂν κάποια ἄλλη γυναίκα ἢ κάποιος ἄλλος ἄνδρας εἶναι καλύτερη ἢ καλύτερος ἀπὸ αὐτὴν ἢ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς τέχνης… Ὁ Καβάφης ἀφομοίωσε, λένε, ὑλικὸ “δευτεροκλασάτο”. Ναί, ἀλλὰ παρήγαγε τὸ “πρωτοκλασάτο” δικό του. Ἡ σχέση πομποῦ-δέκτη εἶναι πολὺ προσωπική· εἶναι σὰν ἠλεκτρικὴ ἐκκένωση… Ἀκοῦμε κάθε λογῆς μουσική, διαβάζουμε κάθε λογῆς βιβλία. Τὸ κοινὸ δὲν εἶναι ἑνιαῖο. Ἀλλὰ ὑπάρχουν μηχανισμοὶ διαμόρφωσης τάσεων…».
Ἐπήνεσε τὸν Γιάννη Κιουρτσάκη γιὰ τὶς παρατηρήσεις του σχετικὰ μὲ τὸ ἑλληνικὸ θέατρο σκιῶν. «Κατασκευάστηκαν φιγοῦρες», εἶπε, «ποὺ ἐξαφανίστηκαν ἐξαιτίας τοῦ κοινοῦ ὑποδοχῆς. Ὁ Καραγκιόζης διαμορφωνόταν ἐξ ὁλοκλήρου “προφορικά”, “ζωντανά”. Ἡ τυπογραφία σταμάτησε τὴν ἐξέλιξή του. Διαφορὰ μὲ τὸ ρεμπέτικο, ποὺ ἡ ἠχογράφηση τὸ εὐνόησε.»
Μιλώντας γιὰ πρόσωπα τῆς ἐπικαιρότητας, διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ διερώτηση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶναι ἠθικῆς τάξεως: «Τί θὲς νὰ κάνεις μὲ τὸ ταλέντο σου; ποῦ τὸ πᾶς; “Τὸ ταλέντο εἶναι μίγμα ἱκανότητας καὶ χαρακτήρα”, ἔλεγε ὁ Μπαλζάκ. Ἀκόμα καὶ οἱ ὑπερβολικὲς ἀμοιβὲς ἐνοχοποιοῦν τὶς προθέσεις. Δὲν ἔρχονται ἐκ τῶν ὑστέρων, ὡς ἐπιβράβευση τῆς ἀκεραιότητας. Χορηγοῦνται προγραμματικὰ στὴν πρόσμιξη τοῦ λαϊκισμοῦ. Δυστυχῶς, οἱ μηχανισμοὶ ἐπηρεάζουν τὸ συμβόλαιο. Καὶ χωρὶς νὰ “πουλήσεις τὴν ψυχή σου στὸν διάβολο”, πῶς μπορεῖς νὰ προσπεράσεις τοὺς μηχανισμούς; Προκειμένου γιὰ τοὺς σκηνοθέτες, τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιὸ ξεκάθαρα. “Θύμα περίστασης ἠθοποιὸς μπορεῖ νὰ ὑπάρξει”, ἔλεγε ὁ Πίτερ Μπρούκ, “σκηνοθέτης ὄχι”. Τὸ πάθος καὶ ἡ ἠθικὴ ἐπιλογὴ σὲ καθοδηγοῦν. Τὰ καπρίτσια περνοῦν· τὸ πάθος ὄχι. Δὲν σὲ σταματᾶ κανείς. Ἡ ἐποχή μας εἶναι γεμάτη δικαιολογίες, ἀλλά, καὶ μέσα στὴ “μουρμούρα” της, τὸ οὐσιῶδες δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ στερήσει κανείς».
Ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὸ πῶς ἐπεμβαίνει στὶς διαθέσεις μας, παρατήρησε ὅτι «Ἡ τέχνη δὲν φαίνεται νὰ συνδέεται μὲ τὴ δυστυχία. Δὲν ὑπάρχει ἐξήγηση. Εἶναι πάντως δεῖγμα τῆς ἀμηχανίας μας ἀπέναντι στὴν κρίση τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχει ἀκόμα βρεθεῖ ἡ μουσική της. Λογικό, ὅταν ὑπάρχουν καλλιτέχνες μὲ χαρακτήρα ὑπουργοῦ – μερικοὶ ἔχουν πάρει καὶ ὑπουργεῖα… Κάθε ἠθικολόγος ὀφείλει νὰ λέει ὅτι οἱ “κακοὶ” τὴν πατᾶνε. Οὔτε στὴν τέχνη, ὅμως, οὔτε στὴ ζωὴ ἰσχύει πάντοτε αὐτό. Εἶναι ἔτσι, συμβαίνει καὶ τὸ ἀνάποδο. Μολαταῦτα, στὴν τέχνη μένουν σημάδια τοῦ χαρακτήρα. Μπορεῖ νὰ μὴ βγεῖ στὸ ἔργο ἡ ἀναισθησία σου; Ὄχι, δὲ μπορεῖ!»
Ἐρωτήθηκε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπηρεάσουμε τὰ κριτήρια τοῦ κοινοῦ. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐπηρεάσουμε. «Ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ ἔργα ἐκπαιδεύουν τὸ κοινό.» Κι ἀνέφερε ἕνα ἀπὸ τὰ Παράδοξα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ: «“Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀξίζει νὰ ξέρει κανεὶς δὲν διδάσκεται τίποτα.” Ἐλπίζει κανεὶς ὅτι θὰ γίνει κάποτε τὸ “σόκ”: ἀπέναντι σὲ ἀριστουργήματα δὲν μένουν γιὰ πολὺ ἀσυγκίνητοι οἱ ἄνθρωποι.»
Τέλος, τοῦ τέθηκε τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Μήπως μὲ τέτοιες προθέσεις “χαλᾶμε” τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων;» – μήπως δηλαδὴ ἐπεμβαίνουμε στὶς ἐπιλογές τους, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι προσανατολισμένες ἀντίθετα πρὸς ὅ,τι θεωρεῖται ποιοτικό, ἀλλὰ τοὺς ἐξασφαλίζουν τὸ εἶδος εὐτυχίας ποὺ αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν; Ἀπάντησε μὲ τὰ λόγια τοῦ Σεφέρη: «Ἀρνούμενος τὴν καλὴ τέχνη, δὲν ξεφεύγεις· πᾶς στὴν κακὴ τέχνη. Ἡ ἀληθινὴ τέχνη κακῶς ταυτίζεται μὲ τὴν ταλαιπωρία στὰ μάτια καὶ στ’ ἀφτιὰ τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἔτσι “πλασάρεται”. Εἶναι στρεβλὸ στερεότυπο ὅτι “τὰ καλὰ ἔργα τὰ ὑφίστασαι, δὲν τὰ ἐπιλέγεις”. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς τέχνης, ὅμως, εἶναι πηγὴ εὐτυχίας. Κι ἐπιπλέον, μιὰ ἤπια μορφὴ περηφάνιας.»
Δημοσιεύθηκε εδώ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου