«Εἶχα χαρεῖ εἰλικρινὰ τὸ βραβεῖο τοῦ Διαβάζω, τὴν πρώτη χρονιὰ ποὺ ἀπονεμήθηκε. Καὶ θὰ ἦταν ὑποκριτικὸ ἂν ἔλεγα πὼς δὲν τὸ χαίρομαι καὶ σήμερα. Ὅπως θὰ ἦταν ἄδικο νὰ μὴν εὐχαριστήσω τὴν ἐπιτροπή, ποὺ μόχθησε νὰ διαβάσει τόσα βιβλία καὶ ξεχώρισε στὴν κατηγορία τοῦ δοκιμίου, τὸ μικρό μου στοχαστικὸ ἀφήγημα. Ὅμως, ἐτούτη τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ συλλογικὴ ζωή μας γνωρίζει μιὰ κατρακύλα χωρὶς προηγούμενο στὴν ὁποῖα ἔχουμε συμβάλει ὅλοι – αὐτὴ ἡ κρίση εἴμαστε ἐμεῖς – ἀναρωτιέμαι: εἶναι ἄραγε τυχαῖο ὅτι ἡ ἔξαρση τοῦ ναρκισσισμοῦ, τῆς αὐτοπροβολῆς, τῶν προσωπικῶν ἀνταγωνισμῶν, τῶν πελατειακῶν σχέσεων καὶ τῶν μικρόψυχων καβγάδων, ποὺ μαστίζουν καὶ τὸ λογοτεχνικό μας σινάφι εἰς βάρος κάθε ἔννοιας πνευματικῆς ζωῆς, συμπίπτει μ’ ἕναν πληθωρισμὸ πανηγυρικῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὸ βιβλίο, συμπεριλαμβανομένων τῶν βραβείων; Κι ἂν φαίνομαι ὑπερβολικός, τουλάχιστον ἂς ἀναρωτηθοῦμε ὅλοι: πόσο οἱ βραβεύσεις τῶν τελευταίων χρόνων μᾶς ἔχουν βοηθήσει, ἔστω ἀτομικά, “νὰ σηκωθούμε λίγο ψηλότερα”. Πόσο ἔχουν βοηθήσει τὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία καὶ τὸ μοίρασμά της μὲ τὸν ἀναγνώστη; Αὐτὲς οἱ πικρὲς ἀπορίες μὲ ἐμποδίζουν νὰ δεχτῶ μὲ ἤρεμη συνείδηση τὸ βραβεῖο.
Γιάννης Κιουρτσάκης
10 Μαΐου 2010»