Το κοινό έχει μια απεριόριστη, ακατανόητη ανοχή απέναντι στην ανοησία, όταν πρόκειται για ονομαστούς δημιουργούς. Η ταινία ξεκινά με αισθητισμό που θυμίζει διαφήμιση του Καμπάρι καθώς πεθαίνει το μικρό, και συνεχίζει με το ψυχικό σπλάτερ στο οποίο ο Τρίερ μάς έχει συνηθίσει (καταστάσεις που αν δεν είχαν το ατού της φανταχτερής παραγωγής και της υψηλής ποιότητας υποκριτικής θα ανήκαν στην κατηγορία του Βασιλάκη Καΐλα), προσθέτοντας αυτή τη φορά και οπτικό σπλάτερ.
Όλα τα υπόλοιπα πιστεύω ότι τα προσθέτει η καλή διάθεση των σχολιαστών. Συνεισφέρει σε κάτι αυτή η ταινία στην κατανόηση του κακού; Είναι αφελέστατη, διότι το θέμα της βουλιάζει σε όλες τις ευκολίες που χαρακτηρίζουν τη μυθολογία των θρίλερ. Ενδιαφέρει δηλαδή η σαδιστική εκδίπλωση του κακού, όχι η κατανόησή του. Κατανόηση δεν υπάρχει καμιά, ούτε στην ταινία ούτε στις κριτικές. Όσα λέγονται για τη φύση και τη γυναίκα είναι κούφια λόγια, αφιλοσόφητος στόμφος. Το ίδιο και οι αυτάρεσκες δηλώσεις αδιαφορίας του σκηνοθέτη για κοινό και κριτικούς, το ίδιο και τα ψυχολογικά αδιέξοδα από τα οποία τον σώζουν οι ταινίες. Οι δηλώσεις του τύπου «έχω κατάθλιψη, γι’ αυτό κάνω ταινίες» μπορεί να είναι συνηθισμένες, αλλά είναι ύβρις να λέγονται για μια ταινία που είχε το θράσος να αφιερώσει στον Ταρκόφσκι. Το να δημιουργεί για ψυχολογικούς λόγους κανείς εγώ δεν το θεωρώ καμάρι, το θεωρώ χαμηλού επιπέδου κουβέντα. Και αν δεν ενδιαφέρω εγώ, θα συμφωνούσε μάλλον ο Ταρκόφσκι, που συνέδεσε τον κινηματογράφο του με ερωτήματα θεμελιώδη. Είναι δυνατόν να συγκρίνεται αυτή η ταινία με τον Στάλκερ; Τι μένει από τον Αντίχριστο; Το ότι «η κριτική διχάζεται» είναι η μόνιμη επωδός για να περιγράψει κανείς ταινίες που μόνο τους χάρισμα έχουν την αναίδεια. Το στοιχείο του σπλάτερ δεν το ελέγχει, τον καταπίνει, όπως καταπίνουν τον Ταραντίνο τα αφελή είδη τα οποία μιμείται. Παρομοίως και εδώ: αν δείχνεις ανοησίες, έχεις κάνει μια ανόητη ταινία. Η κατάσταση δεν σώζεται διότι είσαι ο Τρίερ. Για όσους τον υπερασπίζονται με πάθος, έχω να πω κάτι: δεν έχει κανένα νόημα να απαντούν στις ύβρεις με επαίνους. Αυτό που θα είχε νόημα θα ήταν να ειπωθεί μία έξυπνη κουβέντα που να έχει αφετηρία την ταινία του και όχι τα προσωπικά διαβάσματα των κριτικών. Αν ξεκινήσει μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για το κακό, με βάση την πραγμάτευσή του στην ταινία, τότε η πλάστιγγα γέρνει προς την άλλη, υποχρεωνόμαστε να τη συζητήσουμε. Προς το παρόν σωρεύονται απλώς κενοί έπαινοι.
Όλα τα υπόλοιπα πιστεύω ότι τα προσθέτει η καλή διάθεση των σχολιαστών. Συνεισφέρει σε κάτι αυτή η ταινία στην κατανόηση του κακού; Είναι αφελέστατη, διότι το θέμα της βουλιάζει σε όλες τις ευκολίες που χαρακτηρίζουν τη μυθολογία των θρίλερ. Ενδιαφέρει δηλαδή η σαδιστική εκδίπλωση του κακού, όχι η κατανόησή του. Κατανόηση δεν υπάρχει καμιά, ούτε στην ταινία ούτε στις κριτικές. Όσα λέγονται για τη φύση και τη γυναίκα είναι κούφια λόγια, αφιλοσόφητος στόμφος. Το ίδιο και οι αυτάρεσκες δηλώσεις αδιαφορίας του σκηνοθέτη για κοινό και κριτικούς, το ίδιο και τα ψυχολογικά αδιέξοδα από τα οποία τον σώζουν οι ταινίες. Οι δηλώσεις του τύπου «έχω κατάθλιψη, γι’ αυτό κάνω ταινίες» μπορεί να είναι συνηθισμένες, αλλά είναι ύβρις να λέγονται για μια ταινία που είχε το θράσος να αφιερώσει στον Ταρκόφσκι. Το να δημιουργεί για ψυχολογικούς λόγους κανείς εγώ δεν το θεωρώ καμάρι, το θεωρώ χαμηλού επιπέδου κουβέντα. Και αν δεν ενδιαφέρω εγώ, θα συμφωνούσε μάλλον ο Ταρκόφσκι, που συνέδεσε τον κινηματογράφο του με ερωτήματα θεμελιώδη. Είναι δυνατόν να συγκρίνεται αυτή η ταινία με τον Στάλκερ; Τι μένει από τον Αντίχριστο; Το ότι «η κριτική διχάζεται» είναι η μόνιμη επωδός για να περιγράψει κανείς ταινίες που μόνο τους χάρισμα έχουν την αναίδεια. Το στοιχείο του σπλάτερ δεν το ελέγχει, τον καταπίνει, όπως καταπίνουν τον Ταραντίνο τα αφελή είδη τα οποία μιμείται. Παρομοίως και εδώ: αν δείχνεις ανοησίες, έχεις κάνει μια ανόητη ταινία. Η κατάσταση δεν σώζεται διότι είσαι ο Τρίερ. Για όσους τον υπερασπίζονται με πάθος, έχω να πω κάτι: δεν έχει κανένα νόημα να απαντούν στις ύβρεις με επαίνους. Αυτό που θα είχε νόημα θα ήταν να ειπωθεί μία έξυπνη κουβέντα που να έχει αφετηρία την ταινία του και όχι τα προσωπικά διαβάσματα των κριτικών. Αν ξεκινήσει μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για το κακό, με βάση την πραγμάτευσή του στην ταινία, τότε η πλάστιγγα γέρνει προς την άλλη, υποχρεωνόμαστε να τη συζητήσουμε. Προς το παρόν σωρεύονται απλώς κενοί έπαινοι.
ΕΝΑ ΕΥΓΕ!!!! πιστευω πως είναι υπερ αρκετο...
ΑπάντησηΔιαγραφή:D Ααααα η παλιά ωραία συζήτηση... Εγώ στό χα πει πάντως δάσκαλε, έπρεπε να την έχουμε δει μαζί αυτή την ταινία -θα είχε πολύ γέλιο μετά ο σχολιασμός! Συμφωνούμε πάντως παραδόξως στον Ταραντίνο
ΑπάντησηΔιαγραφή-take care
(πολύ σε τσαντίζει αυτός ο άνθρωπος ρε παιδί μου όμως, ανέκαθεν)
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολο να εξηγήσω γιατί πήγα να τη δω αυτήν την ταινία. Υπάρχει κάποιος μαζοχισμός, σίγουρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά το Dogvile είπα ότι δεν θα ξαναδώ Τρίερ. Και το τηρώ. Δεν του κάνω τη χάρη να μπω σε μια φτιαχτή, όπως καλά περιγράφεις συζήτηση, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην άυξηση των κομμένων εισιτηρίων. Γιατί θα πρέπει να τρώμε στη μούρη σα γροθιά την ψυχασθένεια του καθενός στο όνομα της «Τέχνης»; Ο Ταρκόφσκι, στον οποίο ο πολύς σήμερα Τρίερ είχε τολμήσει να δείξει το πρώτο (κατά πολλούς το καλύτερο) του πόνημα το είχε απορρίψει πλήρως λέγοντας ότι αυτό δεν είναι κινηματογράφος...
ΑπάντησηΔιαγραφή