Οἱ Θρυλικὲς ἱστορίες ἔχουν ὡς ἀντικείμενο τὸ ποδόσφαιρο, γιὰ τὴν ἀκρίβεια τὸν Ὀλυμπιακό. Μιὰ ποὺ δὲν ἔχω δεῖ κανέναν ἀγώνα μετὰ τὴν Τετάρτη Δημοτικοῦ (ἀνήκω στοὺς λιγοστοὺς Ἕλληνες ποὺ δὲν παρακολούθησαν οὔτε τὴν ἐποποιία τοῦ «Euro 2004») εἶμαι μᾶλλον ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ νὰ κρίνει αὐτὸ τὸ βιβλίο, νὰ ἐφαρμόσει δηλαδὴ κριτήρια λογοτεχνικά, χωρὶς τὴν παρεμβολὴ ἐξωλογοτεχνικῶν, ποδοσφαιρικῶν ἐν προκειμένῳ, παθῶν.
Τὸ πρῶτο διήγημα τῆς συλλογῆς μεταφέρει τὴ συγκινητικὴ ἱστορία τοῦ Νίκου Γόδα, τοῦ ἐλασίτη ποδοσφαιριστῆ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ποὺ ὁδηγεῖται στὸ ἀπόσπασμα καὶ ἐπιλέγει νὰ ἐκτελεστεῖ φορώντας τὴ φανέλα τῆς ὁμάδας του. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πολλὰ ὑποσχόμενο ξεκίνημα, ποὺ δὲν ἔχει καμία συνέχεια. Οἱ Θρυλικὲς ἱστορίες θυμίζουν περισσότερο ἁπλοϊκὴ καταγραφὴ ποδοσφαιρικῆς ἀντροκουβέντας, δηλαδὴ ἂν ὁ ἀναγνώστης δὲν εἶναι ὁρκισμένος φίλαθλος, μπορεῖ νὰ ἀποβιώσει ἀπὸ βαρεμάρα. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κανεὶς τί θέλω καὶ τὰ διαβάζω αὐτά, ἀφοῦ δὲ μὲ ἐνδιαφέρει τὸ θέμα, ἀλλὰ ὑποθέτω ὅτι, ὅπως ἡ ἀνάγνωση τοῦ Πινδάρου δὲν προϋποθέτει ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἀρχαῖες ἁρματοδρομίες, λογοτεχνικὰ δικαιώματα διεκδικεῖ μιὰ ἱστορία ὅταν ξεπερνᾶ τὴν ἀφορμή της, ὄχι ὅταν ἀπευθύνεται σὲ ὁμάδες εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος. Ὁ νεαρὸς ἀθλητὴς ποὺ προτιμᾶ νὰ χάσει στοὺς κολυμβητικοὺς ἀγῶνες παρὰ νὰ κερδίσει ἀγωνιζόμενος μὲ τὰ χρώματα τοῦ Παναθηναϊκοῦ εἶναι τὸ θέμα τοῦ ἀμέσως ἑπόμενου διηγήματος, μὲ τὸν ἀμετροεπὴ τίτλο Πράξη ἀπόλυτης ὀλυμπιακῆς λατρείας. Συνεχίζω διατρέχοντας ἐν συντομίᾳ τὸ βιβλίο: Πῶς ὁ Τσάρλυ Νίκολας δέν πῆγε στὸν Ὀλυμπιακό, μιὰ μεθυσμένη συνάντηση μὲ ἕναν ποδοσφαιρικὸ ἀστέρα ποὺ θὰ μεταγραφόταν στὸν Ὀλυμπιακὸ μὲ μεσολάβηση τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ δὲ μετεγράφη διότι ξεμέθυσε• ἡ Ἱστορία ἐρυθρόλευκης ψύχωσης, γιὰ ἕναν φίλαθλο ποὺ καταστρέφει τὴ ζωή του καὶ χάνει τὴ γυναίκα του ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θρύλο, ἀλλὰ ἐπισκέπτεται ψυχίατρο καὶ σώζεται παίρνοντας θέση τεχνικοῦ συμβούλου στην ΠΑΕ• ἡ συζήτηση μὲ ἕναν ταξιτζή (Ταξιτζής), ὅπου ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἴδια ὁμάδα δημιουργεῖ μιὰ φιλία ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους πολὺ διαφορετικοὺς καὶ ὁ συγγραφέας ἀνακαλύπτει τὴ δραματικὴ ἱστορία τοῦ συνομιλητῆ του καὶ ἐντυπωσιάζεται ἀφοῦ ἀκούσει φράσεις ὅπως: «Τὸ θρυλόσημο εἶναι ταυτότητα, κοινωνικὴ ἰδιότητα, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε. Δακτυλικὸ ἀποτύπωμα» ἢ «Μπορεῖ αὐτὴ ἡ κούρσα νὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ γιὰ ἕνα πρῶτο τακίμιασμα»• Ὁ Γιῶργος στὴν ἀρένα, ὅπου ἕνας ποδοσφαιριστὴς χάνει τὴ φόρα του γιατὶ πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Κίμ, μιᾶς γυναίκας ποὺ «οὔτε στὰ πιὸ τρελά του ὄνειρα δὲ θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ»• ἡ Μάνια, γιὰ μιὰ κοπέλα ποὺ ἔχει ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ζητεῖ ὁ συγγραφέας ἀλλὰ ἔχει τατουὰζ τὸ τριφύλλι καὶ στὴν ἀρχὴ τσακώνονται ἀλλὰ μετὰ ἀγαπιοῦνται, ἀφοῦ αὐτὸς τὴν καλέσει σπίτι του λέγοντας: «μάτια μου, ἔχω μιὰ βιβλιοθήκη ποίησης ποὺ θὰ σὲ τρελάνει»• ὁ Φώτης ὁ μνήμων, ποὺ θυμᾶται ἕνα σωρὸ ἄχρηστες πληροφορίες γιὰ τὸ ποδόσφαιρο καὶ μετὰ πεθαίνει• ἡ διδακτικὴ ἱστορία γιὰ τὸν «New born» γαῦρο, ποὺ ξεκινᾶ ὡς χούλιγκαν, γιατὶ «στροφάρει στὸ ἴδιο τρὶπ μὲ τὰ παιδιά», καὶ μετὰ γνωρίζει ἕναν κοινωνικὸ λειτουργὸ καὶ γίνεται ἀγαθὸς φίλαθλος• Τὸ στοίχημα καὶ ὁ Θρύλος, ὅπου μιὰ παρέα φίλων στοιχηματίζει γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ὀλυμπιακοῦ καὶ ὁ συγγραφέας ὑπερακοντίζει τοὺς πάντες σὲ αἰσιοδοξία κοκ. Σταματῶ ἐδῶ τὴ βιαστικὴ περιήγηση, προκειμένου νὰ μὴν κουραστεῖ κι ἄλλο ὁ ἀναγνώστης, καὶ ξεχωρίζω ἀπὸ τὴ συνέχεια τὸ Σὰ δυὸ σταγόνες νερό γιὰ νὰ πῶ πὼς ἡ φαντασίωση τοῦ διανοούμενου πὼς ἀντικαθιστᾶ τὸν ποδοσφαιριστὴ δίδυμο ἀδερφό του γιὰ μία μέρα καὶ παίζει μπροστὰ σὲ 80.000 θεατὲς θὰ εἶχε τὸ ἐνδιαφέρον της, ἀρκεῖ νὰ στόχευε στὴ μελέτη ἢ τὴ διακωμώδηση τῆς ματαιοδοξίας μας, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἁπλῶς ἀπεικόνιση τῆς παιδικῆς φαντασίωσης τῆς δόξας.
Πέρα ἀπὸ τὴν περιστασιακὴ ἀδεξιότητα τῶν διατυπώσεων, τὸ βασικὸ πρόβλημα τῆς συλλογῆς εἶναι ἡ γενικευμένη ἀδυναμία τοῦ Σταμάτη νὰ διακρίνει τὸ δράμα, νὰ ἐντοπίσει τὸ λογοτεχνικὸ ἐνδιαφέρον. Διάβασα φέτος τὸ Ἡμερολόγιο ἑνὸς τιμονιέρη τοῦ Καββαδία, καὶ θαύμαζα πῶς ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν ὁ συγγραφέας ἤξερε νὰ βλέπει καὶ νὰ ξεχωρίζει τὸ γεγονὸς ποὺ ἔχει ποιητικὸ πυρήνα, ἀπὸ ὅ,τι δὲν ἔχει: τὸ καράβι ποὺ μένει εἴκοσι μέρες στὴν ἄπνοια καὶ μετά, ὅταν φυσάει, οἱ ναυτικοὶ ἀλαλάζουν σὰν ἀνθρωποφάγοι• ἡ ἱστορία μιᾶς πόρνης ποὺ εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ εἶχε ἀγαπήσει (ἡ κατοπινὴ ὑπόθεση τοῦ «Μαραμποῦ»)• οἱ θλιβεροὶ «Μπιτσκόμπερ», πρώην ναυτικοὶ ποὺ γυρνοῦν στὰ λιμάνια ἀλλὰ ποτὲ δὲν ταξιδεύουν – ὅποια πέτρα σηκώσεις μέσα στὶς νεανικὲς σημειώσεις τοῦ Καββαδία, βρίσκεις ἕτοιμα ποιήματα. Στὶς Θρυλικὲς ἱστορίες δὲν καταλαβαίνεις τὸ γιατί τῆς ἀφήγησης. Ὅλοι ξέρουμε πὼς αὐτὴ ἡ –ἀκατανόητη στὸν ἀμύητο– ἀγωνία νὰ περάσει τὸ τόπι τὴ γραμμὴ τοῦ τέρματος προκαλεῖ ἀληθινά, ἀληθινότατα πάθη, ζωντανὰ καὶ πανίσχυρα. Ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι ἔχουμε πεζὲς ἀπορίες, ὅπως γιατί χαρίζονται χρέη στὶς ΠΑΕ ἢ γιατί τόσοι καὶ τέτοιοι ἐπιχειρηματίες κόπτονται νὰ τὶς ἀποκτήσουν. «Κοινωνιολογίες», θὰ μοῦ πεῖ κανείς, ἀναλύσεις ἀσυγκίνητες. Ἔστω. Τὸν λογοτέχνη ὅμως τὸν ἀφοροῦν τουλάχιστον οἱ στιγμὲς ποὺ τὸ δράμα τοῦ στίβου διασταυρώνεται μὲ τὸ δράμα τῆς ζωῆς: Ἕνας φίλος ἔβλεπε τὸ Μουντιὰλ τοῦ 1994 σὲ ἕνα νησί, ὅπου συγκεντρωμένοι Σουηδοὶ παρακολουθοῦσαν τὸν ἀγώνα τῆς ὁμάδας τους ἐναντίον τοῦ Καμερούν. Ὁ ταπεινὸς νέγρος σερβιτόρος ἐξυπηρετεῖ τοὺς πελάτες καρτερικὰ μέχρι ποὺ ἡ ὁμάδα του πετυχαίνει γκόλ, καὶ τότε ξεσπᾶ σὲ πανηγυρισμοὺς μὲ ἄσεμνες χειρονομίες. Τὰ παραδείγματα στὰ ὁποῖα ἡ ζωὴ συμβολίζεται καὶ φορτίζεται ἀπὸ τὸ παιχνίδι εἶναι πάμπολλα καὶ ἐνδιαφέροντα. Οἱ Θρυλικὲς ἱστορίες ὅμως δὲν ἔφτασαν ἐκεῖ, διότι λείπει ἡ λογοτεχνικὴ ματιά, τὸ φίλτρο αὐτὸ ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις ἢ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ φιλάθλου ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τὸν σπινθῆρα τοῦ δράματος.
Τελειώνω μὲ ἕνα ἀθλητικὸ περιστατικὸ γιὰ τὴν ἐπιτυχία. Ἕνας παλιὸς βαλκανιονίκης τοῦ ἅλματος εἰς μῆκος, τὴν ἑπομένη τοῦ θριάμβου του παίρνει τὸ λεωφορεῖο. Ὁ εἰσπράκτορας δὲν τὸν ἀναγνωρίζει, ἐπιμένει νὰ τὸν βάλει νὰ πληρώσει. Τοῦ ἐξηγεῖ «Μὰ εἶμαι ὁ…» καὶ ὁ εἰσπράκτορας ἀπαντᾶ: «Χθές. Σήμερα μοῦ χρωστᾶς μία καὶ εἴκοσι». Νά, λέω, ποὺ πάντα κάποιος κερατὰς θὰ βρεθεῖ νὰ μὴ συμμερίζεται τὸν θρίαμβό σου.
Δημοσιεύτηκε στο περ. πλανόδιον, Δεκ. 2010, σ.201-3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου