Στο απόγειο της δόξας του ο Όσκαρ Ουάιλντ εμπλέκεται σε μια δικαστική διαμάχη με τον πατέρα του εραστή του και καταδικάζεται σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα με την κατηγορία της «gross indecency», με βάση δηλ. τον νόμο με τον οποίο δικάζονταν οι ομοφυλόφιλοι. Ο εκκεντρικός εστέτ βρέθηκε να γυρίζει τον μύλο των φυλακών για έξι ώρες την ημέρα, να μαζεύει στουπιά και να ράβει ταχυδρομικούς σάκους, που ήταν τότε οι κύριες απασχολήσεις των κρατουμένων. Στις δύο επιστολές που ακολουθούν, ο Ουάιλντ μιλά για τους κρατούμενους όχι πια γενικά, όπως είχε μιλήσει στην Ανθρώπινη ψυχή στον σοσιαλισμό, αλλά τώρα, υπό το βάρος μιας συντριπτικής εμπειρίας, μιλά εντελώς συγκεκριμένα: για την αϋπνία, την πείνα και τη διάρροια. Μιλά ακόμη για τρία παιδιά που γνώρισε στις φυλακές, τα οποία είχαν συλληφθεί επειδή κυνηγούσαν λαγούς και δεν μπορούσαν να πληρώσουν το πρόστιμο, και για έναν στρατιώτη που ενώ είχε ουσιαστικά παραφρονήσει, τον τιμωρούσαν σαν να προσποιούνταν. Η φυλακή άλλαξε τον Ουάιλντ οριστικά. Όταν μπήκε στη φυλακή, ζήτησε να του φέρουν να διαβάσει Τένισον, Τσώσερ, τη Βίβλο κ.λπ. Πριν να αποφυλακιστεί ζήτησε να του φέρουν βιβλία όπως Το έγκλημα και τα αίτιά του, Ανήλικοι παραβάτες, και έφυγε αποφασισμένος, όπως έλεγε, να γράψει εφεξής μόνο για τον πόνο. Είναι ένα παράδοξο της ζωής, ότι ο θιασώτης της «τέχνης για την τέχνη» έμελλε να επηρεάσει τις αποφάσεις της Βουλής των Κοινοτήτων για την αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος, με αυτές τις επιστολές.
ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗΝ DAILY CHRONICLE
Η παρακάτω επιστολή δημοσιεύτηκε στις 28 Μαΐου 1897, στην εφημερίδα «Daily Chronicle», με τίτλο Η περίπτωση του φύλακα Μάρτιν, βαρβαρότητες της ζωής στη φυλακή, αλλά μάλλον γράφτηκε στις 24 Μαΐου ή λίγο αργότερα, όταν η «Daily Chronicle» δημοσίευσε ένα γράμμα του φύλακα Μάρτιν όπου παρουσιάζονταν οι συνθήκες της απόλυσής του, μαζί με ένα σχόλιο του εκδότη: «Δεν είμαστε, βεβαίως, σε θέση να επαληθεύσουμε όσα λέει ο συντάκτης της επιστολής, ωστόσο τη δημοσιεύουμε».
Στις 28 Μαΐου η επιστολή του Ουάιλντ συνοδευόταν από δύο εκτενή άρθρα και μία ακόμη επιστολή του Μάρτιν, που σχολίαζαν την αμφισβήτηση του υπουργού Εσωτερικών (σε απάντησή του σε ερώτηση του Μάικλ Ντάβιτ) ότι τα γεγονότα είχαν συμβεί όπως τα παρουσίαζε ο Μάρτιν.
Προς τον εκδότη της Daily Chronicle [Δημοσιεύτηκε στις 28 Μαΐου 1897]
Αγαπητέ κύριε, με μεγάλη μου λύπη μαθαίνω, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας σας, ότι ο φύλακας Μάρτιν, της φυλακής του Ρέντιγκ, απολύθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο των Φυλακών διότι έδωσε μερικά μπισκότα σε ένα πεινασμένο παιδί. Είδα με τα μάτια μου αυτά τα τρία παιδιά τη Δευτέρα πριν την αποφυλάκισή μου. Μόλις είχαν καταδικαστεί και στέκονταν στη σειρά στην κεντρική αίθουσα με τα ρούχα της φυλακής, κρατώντας τα σεντόνια κάτω από τη μασχάλη τους, πριν τα στείλουν στα κελιά τους. Έτυχε να περνάω από έναν από τους διαδρόμους πηγαίνοντας στην αίθουσα υποδοχής, όπου επρόκειτο να συναντήσω έναν φίλο. Ήταν πολύ μικρά παιδιά, ο μικρότερος -αυτός στον οποίον ο φύλακας έδωσε τα μπισκότα- ήταν ένας πιτσιρικάκος, που έβλεπες ότι ήταν αδύνατο να του βρουν ρούχα τόσο μικρά που να του κάνουν. Φυσικά, είχα δει πολλά παιδιά στη φυλακή, στα δύο χρόνια που ήμουν κι εγώ έγκλειστος. Η φυλακή του Ουάντσγουρθ ιδίως είχε πολλά παιδιά. Όμως αυτός ο μικρός που είδα εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας στις 17, στο Ρέντινγκ, ήταν ο πιο μικρός από όλους. Δεν χρειάζεται να περιγράψω πόσο πονούσα βλέποντας αυτά τα παιδιά στο Ρέντινγκ, διότι ήξερα τη μεταχείριση που τους περίμενε. Η σκληρότητα που επιδεικνύεται μέρα και νύχτα στα παιδιά στις αγγλικές φυλακές είναι αδιανόητη, εκτός μόνο για όσους την έχουν δει και γνωρίζουν την απανθρωπιά του συστήματος.
Οι άνθρωποι σήμερα δεν ξέρουν τι θα πει βαρβαρότητα. Πιστεύουν ότι είναι κάποιο τρομερό μεσαιωνικό πάθος και τη συνδέουν με ανθρώπους σαν τον Eccelino da Romano και άλλους για τους οποίους η ηθελημένη πρόκληση πόνου δημιουργούσε παραφορά απόλαυσης. Όμως οι άνθρωποι με τον χαρακτήρα του Eccelino πολύ σπάνια είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι, δείγματα κάποιας διεστραμμένης ατομικότητας. Η συνηθισμένη βαρβαρότητα είναι απλώς ηλιθιότητα. Είναι η πλήρης έλλειψη φαντασίας. Είναι το αποτέλεσμα στην εποχή μας των παγιωμένων συστημάτων, των άκαμπτων κανόνων και της ηλιθιότητας. Όπου υπάρχει συγκεντρωτισμός, υπάρχει ηλιθιότητα. Αυτό που είναι απάνθρωπο στη σύγχρονη ζωή είναι η τυπολατρία. Η εξουσία είναι εξίσου καταστροφική γι’ αυτούς που την εκπροσωπούν, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται. Η πρωταρχική πηγή της σκληρότητας που επιδεικνύεται στα παιδιά στη φυλακή είναι το Κεντρικό Συμβούλιο των Φυλακών και το σύστημα που ενσαρκώνει. Εκείνοι που στηρίζουν το σύστημα έχουν εξαίρετες προθέσεις. Εκείνοι που του δίνουν σάρκα και οστά επίσης έχουν ανθρώπινες προθέσεις. Η ευθύνη βαραίνει τους πειθαρχικούς κανονισμούς. Θεωρείται ότι επειδή κάτι είναι κανόνας, είναι και σωστό.
Η μεταχείριση των παιδιών σήμερα είναι φρικτή, ιδίως από ανθρώπους οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη ψυχολογία του παιδιού. Το παιδί μπορεί να αντιληφθεί μια τιμωρία που του επιβάλλεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως είναι ο πατέρας ή ο κηδεμόνας του, και να την υπομείνει αδιαμαρτύρητα. Αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει είναι μια τιμωρία που επιβάλλεται από την κοινωνία. Δεν καταλαβαίνει τι είναι η κοινωνία. Με τους ενήλικες ισχύει, φυσικά, το αντίθετο. Όσοι βρισκόμαστε στη φυλακή ή έχουμε βρεθεί στη φυλακή μπορούμε να αντιληφθούμε, και αντιλαμβανόμαστε, τι σημαίνει η συλλογική δύναμη που ονομάζεται κοινωνία, και ό,τι και αν σκεφτόμαστε για τις μεθόδους της ή τους ισχυρισμούς της, μπορούμε να αναγκάσουμε τον εαυτό μας να τους δεχτεί. Όμως, αντιθέτως, η τιμωρία που επιβάλλεται από ένα άτομο είναι κάτι που κανείς ενήλικας δεν μπορεί να υπομείνει, ούτε μπορούμε να πιστεύουμε ότι θα υπομείνει.
Έτσι, το παιδί, καθώς το παίρνουν μακριά από τους γονείς του άνθρωποι που δεν τους έχει ξαναδεί, για τους οποίους δεν γνωρίζει τίποτε, και βρίσκεται μόνο του σε ένα μοναχικό και αφιλόξενο κελί, όπου το παρακολουθούν περίεργες φυσιογνωμίες και το διατάζουν και το τιμωρούν αντιπρόσωποι ενός συστήματος που δεν κατανοεί, γίνεται αμέσως θύμα του πρώτου και κυριότερου συναισθήματος που δημιουργεί η σημερινή ζωή στη φυλακή: του συναισθήματος του τρόμου. Ο τρόμος ενός παιδιού στη φυλακή δεν έχει όρια. Θυμάμαι μια φορά στο Ρέντινγκ, καθώς έβγαινα έξω για τις ασκήσεις, είδα μέσα στο αχνό φως ενός κελιού που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό μου ένα μικρό παιδί. Δύο δεσμοφύλακες -που δεν ήταν κακοί άνθρωποι- του μιλούσαν, μάλλον με αυστηρότητα, ή μάλλον του έδιναν κάποια χρήσιμη συμβουλή για τη συμπεριφορά του. Ο ένας ήταν μαζί του στο κελί, ο άλλος στεκόταν απ’ έξω. Το πρόσωπό του ήταν πανιασμένο, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια του. Τα μάτια του ήταν φοβισμένα σαν ζωάκι που το κυνηγούν. Την άλλη μέρα το πρωί το άκουσα στο πρωινό να κλαίει και να ζητάει να το αφήσουν. Φώναζε τους γονείς του. Άκουγα που και που τη βαθιά φωνή του φύλακα που είχε υπηρεσία, να του λέει να ησυχάσει. Κι όμως το παιδί δεν είχε καν καταδικαστεί, για όποιο μικροπαράπτωμα το κατηγορούσαν. Ήταν απλώς προφυλακισμένο. Αυτό το καταλάβαινα διότι φορούσε τα ρούχα του, αυτά που ήταν σε καλή κατάσταση. Φορούσε, ωστόσο, τις κάλτσες και τα παπούτσια της φυλακής. Αυτό έδειχνε ότι ήταν ένα πολύ φτωχό παιδί, που τα παπούτσια του, αν είχε παπούτσια, ήταν υπερβολικά φθαρμένα. Οι δικαστές και οι ειρηνοδίκες, σε γενικές γραμμές μια τάξη ανθρώπων τελείως αμόρφωτων, συχνά προφυλακίζουν τα παιδιά για μία εβδομάδα, και μετά ενδεχομένως τα απαλλάσσουν από την ποινή που έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν. Αυτό το αποκαλούν «να μη στέλνεις ένα παιδί στη φυλακή». Είναι φυσικά ανοησία από την πλευρά τους. Για ένα μικρό παιδί, το αν βρίσκεται στη φυλακή προφυλακισμένο ή μετά από καταδίκη, είναι μια λεπτή κοινωνική διαφορά που του είναι ακατανόητη. Για το παιδί, τρομερό είναι ότι βρίσκεται εκεί. Στα μάτια της ανθρωπότητας θα έπρεπε επίσης να είναι τρομερό το ότι βρίσκεται εκεί.
Αυτός ο τρόμος που καταλαμβάνει και κυριεύει το παιδί, όπως κυριεύει και τον ενήλικα, επιτείνεται πέρα από ό,τι μπορεί άνθρωπος να περιγράψει, από το σύστημα της απομόνωσης στα κελιά των φυλακών μας. Όλα τα παιδιά είναι περιορισμένα στο κελί τους για εικοσιτρείς ώρες το εικοσιτετράωρο. Αυτό είναι φρικτό. Να κλείνεις ένα παιδί σε ένα υποφωτισμένο κελί, για εικοσιτρείς ώρες το εικοσιτετράωρο, είναι ένα παράδειγμα της σκληρότητας της ανοησίας. Αν κάποιος, πατέρας ή κηδεμόνας, το έκανε αυτό σε ένα παιδί, θα τιμωρούνταν αυστηρά. Η Εταιρεία για την Αποτροπή της Βίας κατά των Παιδιών θα ασχολούνταν αμέσως με το ζήτημα. Θα ένιωθαν όλοι τον μεγαλύτερο αποτροπιασμό για όποιον θα αποδεικνυόταν ένοχος τέτοιας σκληρότητας. Την καταδίκη θα ακολουθούσε, δίχως άλλο, μια αυστηρή ποινή. Όμως η ίδια κοινωνία κάνει κάτι ακόμη χειρότερο, και για το παιδί να του φέρεται έτσι μια περίεργη, αφηρημένη εξουσία, για την οποία δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα λέει, είναι πολύ χειρότερο απ’ ό,τι να υφίστατο την ίδια μεταχείριση από τον πατέρα ή τη μητέρα του, ή κάποιον που ξέρει. Η απάνθρωπη μεταχείριση ενός παιδιού παραμένει απάνθρωπη, όποιος κι αν είναι αυτός που την επιβάλλει. Όμως η απάνθρωπη μεταχείριση από την κοινωνία είναι για το παιδί η πιο τρομακτική, διότι είναι αμετάκλητη. Ένας γονιός ή κηδεμόνας μπορεί να συγκινηθεί και να αφήσει το παιδί να βγει από το μοναχικό, σκοτεινό δωμάτιο που είναι κλεισμένο. Ο φύλακας όμως δεν μπορεί. Οι περισσότεροι δεσμοφύλακες αγαπούν τα παιδιά. Όμως το σύστημα τους απαγορεύει να τα βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Αν τα βοηθήσουν, όπως ο φύλακας Μάρτιν, απολύονται.
Η δεύτερη ταλαιπωρία από την οποία υποφέρει ένα παιδί στη φυλακή είναι η πείνα. Το φαγητό που του δίνουν αποτελείται από ένα κομμάτι κακοψημένο ψωμί φυλακής και μια κούπα νερό για πρωινό στις επτά και μισή. Στις δώδεκα του δίνουν μεσημεριανό, που αποτελείται από μια γαβάθα από απαίσιο ινδικό χυλό• και στις πέντε και μισή ένα κομμάτι ξερό ψωμί και μια κούπα νερό για δείπνο. Αυτή η διατροφή σε έναν γερό ενήλικα πάντοτε προκαλεί αρρώστιες, ιδίως βέβαια διάρροια, με την επακόλουθη αδυναμία. Στην πράξη, τα στυπτικά φάρμακα παρέχονται καθημερινά από τους φύλακες, σαν κάτι συνηθισμένο. Όταν πρόκειται για παιδιά, το παιδί είναι κανονικά τελείως αδύνατο να φάει αυτό το φαγητό. Όποιος ξέρει λίγο από παιδιά ξέρει πόσο εύκολα αναστατώνεται η πέψη τους με λίγο κλάμα, ή από διάφορες ανησυχίες και αγωνίες. Ένα παιδί που κλαίει μέρα νύχτα, σε ένα μοναχικό σκοτεινό κελί, που το κυριεύει ο φόβος, απλώς δεν μπορεί φάει αυτό το απαίσιο, φρικτό φαγητό. Το παιδί στο οποίο έδωσε ο φύλακας Μάρτιν τα μπισκότα, έκλαιγε από την πείνα την Τρίτη το πρωί, ήταν εντελώς αδύνατο να φάει το ψωμί και το νερό που του σέρβιραν για πρωινό. Ο Μάρτιν βγήκε αφού είχε σερβιριστεί το πρωινό και του αγόρασε μερικά μπισκότα, για να μην το βλέπει να πεινάει. Ήταν μια ωραία χειρονομία εκ μέρους του, και έτσι την προσέλαβε και το παιδί, που έχοντας πλήρη άγνοια του κανονισμού του Συμβουλίου των Φυλακών, είπε σε έναν από τους φύλακες πόσο καλός ήταν μαζί του ο φύλακας. Το αποτέλεσμα ήταν βεβαίως η αναφορά και απόλυση.
Γνωρίζω πάρα πολύ καλά τον Μάρτιν, ήμουν υπό τη φύλαξή του τις τελευταίες επτά εβδομάδες της ποινής μου. Όταν ανέλαβε καθήκοντα στο Ρέντινγκ ήταν υπεύθυνος για τη Γ΄ Πτέρυγα, στην οποία βρισκόμουν κι εγώ, λοιπόν τον έβλεπα συνέχεια. Εντυπωσιάστηκα από τη μοναδική καλοσύνη και ανθρωπιά με την οποία απευθυνόταν σε μένα και τους άλλους κρατούμενους. Ένας καλός λόγος είναι σημαντικός στη φυλακή, και ένα ευγενικό «καλημέρα» ή «καλησπέρα» μπορεί να σε κάνει τόσο ευτυχισμένο, όσο μπορεί να είναι κανείς όταν είναι έγκλειστος. Ήταν πάντοτε ευγενικός και νοιαζόταν τους φυλακισμένους. Τυχαίνει να γνωρίζω άλλη μία περίπτωση στην οποία επέδειξε μεγάλη καλοσύνη σε έναν φυλακισμένο, και δεν διστάζω να την αναφέρω. Ένα από τα χειρότερα πράγματα στη φυλακή είναι η ποιότητα των συνθηκών υγιεινής. Κανείς δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να βγει από το κελί του μετά τις πέντε και μισή το απόγευμα. Αν, συνεπώς, υποφέρει από διάρροια, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το κελί του σαν τουαλέτα, και να περάσει όλη νύχτα σε μια δυσώδη και ανθυγιεινή ατμόσφαιρα. Λίγες μέρες πριν από την αποφυλάκισή μου, ο Μάρτιν γύριζε στα κελιά στις επτά και μισή με έναν από τους φύλακες προκειμένου να συλλέγει τα στουπιά και τα εργαλεία των κρατουμένων. Κάποιος που είχε μόλις καταδικαστεί, που υπέφερε από έντονη διάρροια λόγω του φαγητού, όπως συμβαίνει πάντοτε, ζήτησε από τον φύλακα να του επιτρέψει να αδειάσει τα βρωμόνερα από το κελί του λόγω της φρικτής μυρωδιάς και της πιθανότητας να αρρωστήσει ξανά τη νύχτα. Ο φύλακας αρνήθηκε χωρίς κουβέντα. Ήταν αντικανονικό. Ο κρατούμενος έπρεπε να περάσει όλη νύχτα μέσα σε αυτές τις φρικτές συνθήκες. Ο Μάρτιν όμως, αντί να παρακολουθεί αυτόν τον δυστυχή να περνάει τη νύχτα σε τέτοια άθλια κατάσταση, είπε ότι θα αδειάσει ο ίδιος τα βρωμόνερα, και το έκανε. Το να αδειάζει ένας φύλακας τα βρωμόνερα του κρατούμενου συνιστά βεβαίως παραβίαση του κανονισμού, όμως ο Μάρτιν έκανε αυτή την καλή πράξη λόγω της ανθρωπιάς του, και ο κρατούμενος ήταν φυσικά ευγνώμων.
Όσον αφορά τα παιδιά, πολλά έχουν γραφτεί και συζητηθεί τελευταία για τη μολυσματική επίδραση που έχει η φυλακή στα μικρά παιδιά. Αυτό αληθεύει. Ένα παιδί όντως μολύνεται από τη ζωή στη φυλακή. Όμως ο μολυσματικός παράγοντας δεν είναι οι κρατούμενοι. Είναι όλο το σωφρονιστικό σύστημα: ο διευθυντής, ο ιερέας, οι φύλακες, το μοναχικό κελί, η απομόνωση, το απαίσιο φαγητό, ο κανονισμός του Κεντρικού Συμβουλίου των Φυλακών, η ιδιαίτερη πειθαρχία, όπως την ονομάζουν, της ζωής της φυλακής. Καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να γίνει το παιδί αθέατο ακόμα και από όλους τους κρατούμενους άνω των δεκαέξι. Τα παιδιά κάθονται πίσω από μια κουρτίνα στην εκκλησία, και στέλνονται για να ασκηθούν σε μικρές ανήλιαγες αυλές -κάποιες φορές ένα λιθόστρωτο, άλλοτε μια αυλή πίσω από τους μύλους- ώστε να μη δουν τους μεγαλύτερους φυλακισμένους στην άσκηση. Κι όμως η μόνη επιρροή που εξανθρωπίζει στη φυλακή είναι η επιρροή των κρατουμένων. Η ευθυμία κάτω από τρομερές συνθήκες, η συμπόνια που έχουν ο ένας για τον άλλον, η ταπεινότητα, η ευγένεια, τα ευγενικά χαμόγελα όταν συναντιούνται, η στωικότητα με την οποία αποδέχονται την τιμωρία τους, είναι όλα θαυμαστά, και εγώ έμαθα πολλά σημαντικά πράγματα απ’ τους κρατούμενους. Δεν προτείνω να σταματήσουν να κάθονται πίσω από κουρτίνα στην εκκλησία ή να ασκούνται σε μια γωνία στην κοινή αυλή. Απλώς επισημαίνω ότι η κακή επιρροή στα παιδιά δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι αυτή των κρατουμένων, αλλά είναι, και θα είναι πάντα, αυτή του ίδιου του σωφρονιστικού συστήματος. Δεν υπάρχει ούτε ένας στη φυλακή του Ρέντιγκ που δεν θα δεχόταν με χαρά να υποστεί ο ίδιος την τιμωρία των τριών παιδιών. Τελευταία φορά που τα είδα ήταν την Τρίτη μετά την καταδίκη τους. Ασκούμουν στις έντεκα και μισή μαζί με άλλους δώδεκα άντρες, την ώρα που πέρασαν μπροστά μας, υπό την επίβλεψη ενός φύλακα, από το υγρό και θλιβερό λιθόστρωτο όπου είχαν πάει να ασκηθούν. Είδα στα μάτια των συγκρατουμένων μου το πιο βαθύ έλεος και μεγάλη συμπόνια, καθώς κοίταζαν τα παιδιά. Οι φυλακισμένοι είναι γενικά εξαιρετικά καλοί και συμπονετικοί, ο ένας για τον άλλον. Ο πόνος, και ιδίως ο κοινός πόνος, κάνει τους ανθρώπους καλούς και, μέρα τη μέρα, καθώς περπατούσα στην αυλή ένιωθα με χαρά και ανακούφιση αυτό που κάπου ο Καρλάυλ ονομάζει «τη σιωπηλή, επαναλαμβανόμενη γοητεία της ανθρώπινης συντροφικότητας». Και σε αυτό, όπως στα πάντα, οι φιλάνθρωποι και οι όμοιοί τους έχουν αστοχήσει. Δεν χρειάζονται οι φυλακισμένοι αναμόρφωση. Αναμόρφωση χρειάζονται οι φυλακές.
Βεβαίως κανένα παιδί κάτω από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών δεν θα έπρεπε να μπαίνει φυλακή, για κανένα λόγο. Είναι παραλογισμός και, όπως όλοι οι παραλογισμοί, έχει απολύτως τραγικά αποτελέσματα. Αν, ωστόσο, πρέπει να μπει φυλακή, στη διάρκεια της μέρας θα πρέπει να βρίσκεται σε ένα εργαστήριο ή μια αίθουσα διδασκαλίας, με έναν φύλακα. Τη νύχτα θα πρέπει να κοιμάται σε οικοτροφείο, με έναν νυχτερινό φύλακα να το προσέχει. Θα πρέπει να μπορεί να ασκηθεί, τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα. Τα σκοτεινά, βρωμερά κελιά, με τον κακό αερισμό, είναι φρικτά για τα παιδιά, στην πραγματικότητα είναι φρικτά για όλους. Στη φυλακή αναπνέει κανείς πάντα βρώμικο αέρα. Το φαγητό που δίνεται στα παιδιά θα πρέπει να περιλαμβάνει τσάι, ψωμί με βούτυρο και σούπα. Η σούπα της φυλακής είναι πολύ καλή και υγιεινή. Μια απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων θα μπορούσε να λύσει το θέμα της μεταχείρισης των παιδιών σε μισή ώρα. Ευελπιστώ ότι θα χρησιμοποιήσετε την επιρροή σας για να γίνει αυτό. Ο τρόπος με τον οποίον μεταχειρίζονται τα παιδιά σήμερα συνιστά πραγματικά έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας και της κοινής λογικής. Οφείλεται σε ηλιθιότητα.
Επιτρέψτε μου τώρα να σας επιστήσω την προσοχή σε μία ακόμη τρομακτική πρακτική που ακολουθείται στις φυλακές στην Αγγλία, για την ακρίβεια σε φυλακές σε όλον τον κόσμο, οπουδήποτε ακολουθείται η πρακτική της σιωπής και της απομόνωσης στο κελί. Αναφέρομαι στον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων που τρελαίνονται ή αποχαυνώνονται. Στις ποινικές φυλακές αυτό είναι, βεβαίως, αρκετά κοινό. Αλλά το συναντά κανείς και στις συνηθισμένες φυλακές, σαν αυτή στην οποία ήμουν έγκλειστος εγώ.
Πριν από τρεις μήνες περίπου παρατήρησα κάποιον ανάμεσα στους κρατούμενους που ασκούμασταν μαζί, έναν νεαρό που μου φαινόταν ανόητος, χαζός. Βεβαίως όλες οι φυλακές έχουν τους χαζούς θαμώνες τους, που ξαναγυρίζουν πάλι και πάλι, και μπορεί να πει κανείς ότι ζουν στη φυλακή. Αυτός ο νεαρός όμως μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν πιο χαζός από το συνηθισμένο, εξαιτίας της ηλίθιας έκφρασης του προσώπου του και του πώς γελούσε μόνος του χωρίς λόγο, καθώς και λόγω της έντονης νευρικότητάς του και των τικ που είχε πάντοτε στα χέρια του. Τον είχαν παρατηρήσει όλοι οι κρατούμενοι, εξαιτίας αυτής της περίεργης συμπεριφοράς. Πολλές φορές δεν εμφανιζόταν στις ασκήσεις στο προαύλιο, οπότε καταλάβαινα ότι είχε τιμωρηθεί με απομόνωση στο κελί του. Τελικά ανακάλυψα ότι ήταν υπό επιτήρηση και ότι τον παρακολουθούσαν φύλακες μέρα νύχτα στο κελί του. Όταν εμφανιζόταν στις ασκήσεις ήταν σαν υστερικός, γυρνούσε εδώ κι εκεί κλαίγοντας ή γελώντας. Στην εκκλησία έπρεπε να κάθεται υπό την άμεση επιτήρηση δύο φυλάκων, που τον παρακολουθούσαν από κοντά όλη την ώρα. Μερικές φορές έχωνε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, κάτι που συνιστά παραβίαση των κανονισμών της εκκλησίας, και τότε τον χτυπούσε στο κεφάλι κάποιος από τους φύλακες ώστε να κρατάει το βλέμμα του προσηλωμένο στην αγία τράπεζα. Μερικές φορές έκλαιγε -χωρίς να ενοχλεί κανέναν- αλλά τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στο πρόσωπό του και έκλαιγε με αναφιλητά. Μερικές φορές μόρφαζε μόνος του σαν κουτός και έκανε γκριμάτσες. Πολλές φορές τον έδιωχναν από την εκκλησία και τον έστελναν στο κελί του, και βέβαια συνεχώς τον τιμωρούσαν. Καθώς ο πάγκος στον οποίον συνήθως καθόμουν στην εκκλησία ήταν ακριβώς πίσω από τον πάγκο στον οποίον έβαζαν αυτόν τον δύστυχο, είχα όλη την άνεση να τον παρατηρώ. Και τον έβλεπα, φυσικά, στην άσκηση, και έβλεπα ότι σιγά-σιγά έχανε τα λογικά του, κι όμως του φέρονταν σαν να κορόιδευε.
Το περασμένο Σάββατο ήμουν στο κελί μου γύρω στη μία, καθάριζα και γυάλιζα τα σκεύη που είχα χρησιμοποιήσει στο δείπνο. Ξαφνικά τρόμαξα όταν η σιωπή της φυλακής έσπασε από τις πιο τρομακτικές και αποτρόπαιες φωνές, ή μάλλον ουρλιαχτά - γιατί στην αρχή νόμιζα ότι κάποιος σφάζει αδέξια έναν ταύρο ή μια αγελάδα έξω από τα τείχη της φυλακής. Σύντομα κατάλαβα όμως ότι οι κραυγές έρχονταν από τα υπόγεια της φυλακής και ότι μαστίγωναν κάποιον δυστυχή. Δεν χρειάζεται να πω πόσο είχα ταραχτεί και τρομάξει με αυτές τις φωνές και αναρωτιόμουν ποιος τιμωρούνταν με αυτόν τον τόσο απαίσιο τρόπο. Ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα ότι μπορεί να τιμωρούσαν τον κακομοίρη τον τρελό. Τα αισθήματά μου γι’ αυτό δεν χρειάζεται να τα καταγράψω. Δεν έχουν σχέση με το ζήτημά μας.
Την επομένη, την Κυριακή στις 16, τον είδα τον καημένο στην άσκηση, με το αδύναμο, άσχημο και κακόμοιρο πρόσωπό του πρησμένο, να έχει γίνει αγνώριστο από τα δάκρυα και τις φωνές. Περπατούσε στον κύκλο που είχε γίνει στη μέση, μαζί με τους γέρους, τους ζητιάνους και τους σακάτηδες, κι έτσι μπορούσα να τον κοιτώ συνέχεια. Ήταν η τελευταία μου Κυριακή στη φυλακή, μια τέλεια, υπέροχη μέρα, η καλύτερη μέρα που είχε κάνει όλη τη χρονιά, κι εκεί, μέσα στο όμορφο φως του ήλιου, περπατούσε αυτό το φτωχό πλάσμα -πλασμένο κάποτε κατ’ εικόνα του Θεού- που μόρφαζε σαν πίθηκος και έκανε τις πιο απίστευτες κινήσεις με τα χέρια του, σαν να έπαιζε κάποιο αόρατο έγχορδο στον αέρα, ή σαν να τακτοποιεί και να μοιράζει τις μάρκες σε κάποιο περίεργο παιχνίδι. Όλα αυτά τα τρομερά δάκρυα, που είχε πάντοτε στα μάτια του, όποτε τον βλέπαμε, έτρεχαν ποτάμι και έσκαβαν το πανιασμένο, πρησμένο πρόσωπό του. Αυτή η ανατριχιαστική και επιτηδευμένη χάρη στις κινήσεις του τον έκανε να μοιάζει με γελωτοποιό. Ήταν γκροτέσκος. Οι άλλοι κρατούμενοι τον κοιτούσαν και δεν χαμογελούσε κανείς. Όλοι ήξεραν τι του είχε συμβεί: τον τρέλαιναν, ήταν ήδη τρελός. Μετά από μισή ώρα ο φύλακας τον διέταξε να μπει μέσα, και φαντάζομαι ότι τον τιμώρησε. Πάντως δεν ήταν στην άσκηση τη Δευτέρα, αν και νομίζω ότι τον είδα λίγο στη γωνία της αυλής, να περπατά υπό την επιτήρηση ενός φύλακα.
Την Τρίτη -τελευταία μου μέρα στη φυλακή- τον είδα στην άσκηση. Είχε χειροτερέψει και τον έστειλαν πάλι μέσα. Από τότε δεν έχω ακούσει τίποτε, αλλά έμαθα από έναν κρατούμενο που ήμασταν μαζί στον περίπατο ότι του έδωσαν εικοσιτέσσερις βεργιές στα μαγειρεία το Σάββατο το απόγευμα, με διαταγή του έκτακτου δικαστικού συμβουλίου, με αφορμή την αναφορά του γιατρού. Τα ουρλιαχτά που μας είχαν τρομοκρατήσει ήταν δικά του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του. Οι γιατροί των φυλακών έχουν πλήρη άγνοια για τις ψυχικές νόσους. Είναι γενικά άνθρωποι ανίδεοι. Η παθολογία του ανθρώπινου μυαλού τούς είναι άγνωστη. Την ώρα που ένας άνθρωπος παραφρονεί, αυτοί τού φέρονται σαν να κοροϊδεύει. Τον τιμωρούν, ξανά και ξανά. Φυσικά αυτός χειροτερεύει. Όταν εξαντλούνται οι κανονικές τιμωρίες, ο γιατρός παραπέμπει την υπόθεση στους δικαστές. Το αποτέλεσμα είναι η σωματική τιμωρία. Φυσικά η σωματική τιμωρία δεν γίνεται με τη γάτα με τις εννιά ουρές. Είναι αυτό που λέγεται ραβδισμός. Τον χτυπούν με βέργα. Όμως το αποτέλεσμα σε έναν δυστυχή μισότρελο μπορεί κανείς να το φανταστεί.
Το νούμερό του είναι, ή πάντως ήταν, Α.2.11. Κατάφερα επίσης να μάθω το όνομά του. Λέγεται Πρίγκιπας. Πρέπει να γίνει κάτι άμεσα. Είναι στρατιώτης και έχει καταδικαστεί από στρατοδικείο. Η ποινή είναι έξι μήνες. Έχουν μείνει τρεις.
Μπορώ να σας ζητήσω να χρησιμοποιήσετε την επιρροή σας σε ώστε να εξεταστεί αυτή η περίπτωση και να φροντίσετε αυτός ο παράφρων κρατούμενος να τύχει της προσήκουσας μεταχείρισης;
Καμία αναφορά της Ιατρικής Επιτροπής δεν έχει αξία. Δεν είναι αξιόπιστες. Οι ιατρικοί επιθεωρητές δεν φαίνεται να μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ ιδιωτείας και ψυχασθένειας - ανάμεσα στην πλήρη απουσία μιας λειτουργίας ή ενός οργάνου και της ασθένειας μιας λειτουργίας ή ενός οργάνου. Αυτός ο άνθρωπος, ο Α.2.11, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα μπορεί να πει το όνομά του, τη φύση του αδικήματός του, τη μέρα, τη μέρα της έναρξης και λήξης της ποινής του, και να απαντήσει σε οποιαδήποτε απλή ερώτηση• όμως ότι το μυαλό του νοσεί, δεν χωρεί αμφιβολία. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ένας φοβερός αγώνας ανάμεσα στον ίδιο και τον γιατρό. Ο γιατρός μάχεται για μια θεωρία, ενώ ο κρατούμενος δίνει μάχη για τη ζωή του. Αγωνιώ, θέλω ο άνθρωπος αυτός να νικήσει. Όμως να εξεταστεί συνολικά η υπόθεση από ειδικούς που κατανοούν τις εγκεφαλικές διαταραχές, που έχουν ανθρωπιά και διαθέτουν ακόμα κοινό νου και λίγο οίκτο. Δεν υπάρχει λόγος να ζητήσουμε τη συνδρομή του συναισθηματικού. Πάντα κακό κάνει.
Αυτή η υπόθεση συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση της βαρβαρότητας που είναι αξεχώριστη από την ηλιθιότητα του συστήματος, καθώς ο τωρινός διευθυντής των φυλακών του Ρέντιγκ έχει ευγενικό χαρακτήρα και ανθρωπιά, και είναι πολύ αγαπητός και σεβαστός από όλους τους κρατουμένους. Ανέλαβε τον περασμένο Ιούλιο και, παρότι δεν μπορεί να αλλάξει τους κανονισμούς του σωφρονιστικού συστήματος, έχει αλλάξει το πνεύμα με το οποίο εφαρμόζονταν υπό τη διεύθυνση του προκατόχου του. Είναι πολύ δημοφιλής, στους κρατουμένους και τους φύλακες. Έχει πραγματικά αλλάξει όλο το κλίμα μέσα στη φυλακή. Απ’ την άλλη, το σύστημα, βέβαια, δεν περνάει από το χέρι του να το βελτιώσει, να αλλάξει τους κανόνες του. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι κάθε μέρα βλέπει πράγματα που γνωρίζει πως είναι άδικα, ανόητα και βάρβαρα. Όμως τα χέρια του είναι δεμένα. Φυσικά δεν γνωρίζω τις απόψεις του για την περίπτωση του Α.2.11 ούτε, πολύ περισσότερο, για το υπάρχον σύστημα. Τον κρίνω μόνο από την πλήρη αλλαγή κλίματος που επέφερε στις φυλακές του Ρέντιγκ. Υπό τον προκάτοχό του το σύστημα λειτουργούσε με τη μεγαλύτερη σκληρότητα και ανοησία. Πιστός υπηρέτης Σας,
ΟΣΚΑΡ ΟΥΆΙΛΝΤ
Η επιστολή που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Daily Chronicle, υπό τον τίτλο Μην το διαβάσεις αν δεν θέλεις να σου χαλάσει η μέρα στις 24 Μαρτίου, όταν η Βουλή των Κοινοτήτων ξεκίνησε τη συζήτηση κατά τη δεύτερη ανάγνωση του Νομοσχεδίου για τις Φυλακές. Το Νομοσχέδιο περιέλαβε κάποιες από τις βελτιώσεις που εισηγήθηκε ο Ουάιλντ και ψηφίστηκε τον Αύγουστο ως Νόμος περί Φυλακών.
Προς τον εκδότη της Daily Chronicle [Δημοσιευμένο στις 24 Μαρτίου 1898]
Αγαπητέ Κύριε,
Μαθαίνω πως το Νομοσχέδιο για την Αναμόρφωση των Φυλακών, του υπουργού Εσωτερικών, πρόκειται να παρουσιαστεί ή να συζητηθεί αυτή τη βδομάδα και, καθώς η εφημερίδα σας ήταν η μοναδική εφημερίδα στην Αγγλία που επέδειξε ειλικρινές και έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτό το σημαντικό ζήτημα, ελπίζω να επιτρέψετε σε έναν άνθρωπο που έχει μακρά προσωπική πείρα της ζωής σε μια αγγλική φυλακή να επισημάνει ποιες αλλαγές σ’ αυτό το ανόητο και κτηνώδες σύστημα είναι απαραίτητες και επείγουσες.
Από το κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις στήλες σας πριν από περίπου μία εβδομάδα, μαθαίνω ότι η βασική αλλαγή που προτείνεται είναι η αύξηση του αριθμού των επιθεωρητών και επίσημων επισκεπτών που θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στις φυλακές μας στην Αγγλία.
Μια τέτοια αλλαγή είναι απολύτως ανώφελη. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός. Οι επιθεωρητές και οι ειρηνοδίκες επισκέπτονται τις φυλακές προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τηρούνται οι κανονισμοί, όπως προβλέπεται από τον νόμο. Δεν έρχονται για άλλο λόγο, ούτε έχουν άλλη εξουσία, ακόμη και αν το ήθελαν, να αλλάξουν έστω και ένα άρθρο του κανονισμού. Κανένας κρατούμενος δεν έχει νιώσει την παραμικρή ανακούφιση, προσοχή ή φροντίδα από κάποιον από τους επίσημους επισκέπτες. Οι επισκέπτες δεν έρχονται για να βοηθήσουν τους κρατούμενους, αλλά για να σιγουρευτούν ότι τηρούνται οι κανονισμοί. Ο σκοπός της επίσκεψής τους είναι να βεβαιωθεί η εφαρμογή ενός ανόητου και απάνθρωπου κώδικα. Και, καθώς πρέπει κάπως να απασχολούνται, φροντίζουν πάρα πολύ καλά γι’ αυτό. Ένας κρατούμενος που του έχει παραχωρηθεί το παραμικρό προνόμιο τρέμει με τον ερχομό των επιθεωρητών. Και την ημέρα της επίσκεψης των επιθεωρητών οι φύλακες φέρονται στους κρατουμένους με σκληρότητα ακόμη μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη. Ο στόχος τους είναι, βεβαίως, να δείξουν την εξαιρετική πειθαρχία που έχουν επιβάλει.
Οι αλλαγές που είναι απαραίτητες είναι πολύ απλές. Αφορούν τις σωματικές και πνευματικές ανάγκες των δύστυχων που βρέθηκαν κρατούμενοι.
Ως προς τις πρώτες, υπάρχουν τρεις διαρκείς ποινές που επιτρέπει ο νόμος στις αγγλικές φυλακές:
1. Πείνα
2. Αϋπνία
3. Αρρώστια
Το φαγητό που παρέχεται στους κρατουμένους είναι εντελώς ανεπαρκές. Είναι συνήθως αηδιαστικό και είναι πάντα λίγο. Όλοι οι κρατούμενοι υποφέρουν μέρα-νύχτα από πείνα. Η ποσότητα του φαγητού ζυγίζεται προσεκτικά, γραμμάριο-γραμμάριο, για κάθε κρατούμενο. Επαρκεί για να τον συντηρήσει όχι για να ζει, ακριβώς, αλλά για να επιβιώνει. Όμως πάντοτε μένει κανείς εξοντωμένος από τον πόνο και την ασθένεια της πείνας.
Το αποτέλεσμα αυτής της τροφής -που τις περισσότερες φορές αποτελείται από έναν αραιό χυλό, ξύγκι και νερό- είναι η αρρώστια, με τη μορφή της ακατάσχετης διάρροιας. Αυτή η ασθένεια, που τελικά για τους περισσότερους κρατουμένους γίνεται μόνιμη νόσος, είναι ένα συνηθισμένο γεγονός σε όλες τις φυλακές. Στις φυλακές του Ουάντσγουορθ, για παράδειγμα, όπου κρατήθηκα για δύο μήνες -ώσπου χρειάστηκε να μεταφερθώ σε νοσοκομείο, όπου έμεινα για άλλους δύο μήνες- οι φύλακες περιφέρονται δύο με τρεις φορές την ημέρα παρέχοντας στυπτικά φάρμακα, τα οποία δίνουν στους κρατουμένους καθημερινά. Μετά από μία εβδομάδα που οι κρατούμενοι υποβάλλονται σε αυτή τη θεραπεία, είναι προφανές ότι το φάρμακο δεν έχει καμία απολύτως επίδραση. Ο δύσμοιρος κρατούμενος παραδίδεται τότε βορά στην πιο εξουθενωτική, καταθλιπτική και εξευτελιστική ασθένεια που μπορεί κανείς να φανταστεί: και αν, όπως συμβαίνει συχνά, αδυνατεί λόγω φυσικής εξάντλησης να ανταποκριθεί στη νόρμα των γυρισμάτων του μύλου, τον αναφέρουν για οκνηρία, και τιμωρείται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα και βαρβαρότητα. Και δεν τελειώνουμε εδώ.
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τις υγειονομικές συνθήκες στις αγγλικές φυλακές. Τον παλιό καιρό κάθε κελί είχε μια τουαλέτα. Αυτές οι τουαλέτες καταργήθηκαν. Δεν υπάρχουν πια. Αντ’ αυτού, δίνουν σε κάθε κρατούμενο ένα μικρό τενεκεδένιο δοχείο. Ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να αδειάσει εκεί τα βρωμόνερα τρεις φορές την ημέρα. Δεν του επιτρέπεται όμως η πρόσβαση στις τουαλέτες της φυλακής, εκτός από τη μία ώρα που γίνονται ασκήσεις. Και μετά τις πέντε το απόγευμα δεν επιτρέπεται να βγει από το κελί του με καμία δικαιολογία και για κανέναν λόγο. Κάποιος που υποφέρει από διάρροια βρίσκεται λοιπόν σε μια θέση τόσο απαίσια που θα ήταν ανώφελο να επιμείνουμε στην περιγραφή, θα ήταν απρεπές. Η δυστυχία και τα μαρτύρια που περνούν οι κρατούμενοι λόγω των φρικτών υγειονομικών συνθηκών στη φυλακή είναι απερίγραπτα. Ο βρώμικος αέρας της φυλακής, που χειροτερεύει λόγω ενός συστήματος εξαερισμού που είναι τελείως αναποτελεσματικό, είναι τόσο νοσηρός και ανθυγιεινός, που δεν είναι ασυνήθιστο για τους φύλακες, όταν έρχονται το πρωί από τον καθαρό αέρα και ανοίγουν τα κελιά για να επιθεωρήσουν, να κάνουν εμετό. Το έχω δει με τα μάτια μου περισσότερες από τρεις φορές, και αρκετοί φύλακες μου το έχουν αναφέρει ως ένα από τα αηδιαστικά πράγματα που τους επιβάλλει η δουλειά τους.
Το φαγητό που δίνεται στους κρατουμένους θα έπρεπε να είναι επαρκές και υγιεινό• δεν θα έπρεπε να προκαλεί ακατάσχετη διάρροια, που ξεκινά ως ασθένεια και γίνεται μόνιμη νόσος.
Οι συνθήκες υγιεινής στις αγγλικές φυλακές θα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά. Κάθε κρατούμενος θα έπρεπε να έχει πρόσβαση στις τουαλέτες, όποτε είναι αναγκαίο, και να αδειάζει τα βρωμόνερα, όποτε είναι αναγκαίο. Το σημερινό σύστημα εξαερισμού στα κελιά είναι τελείως απρόσφορο. Ο αέρας περνάει μέσα από στομωμένα φίλτρα, και μέσα από έναν μικρό εξαεριστήρα από ένα παραθυράκι με κάγκελα, που είναι πάρα πολύ μικρό και πολύ κακοφτιαγμένο, για να μπορέσει να απορροφήσει επαρκή ποσότητα καθαρού αέρα. Επιτρέπεται να βγει κανείς από το κελί του μόνο μία ώρα για κάθε εικοσιτετράωρο• το εικοσιτετράωρο από το οποίο αποτελούνται οι ατελείωτες μέρες της φυλακής, κι έτσι για τις υπόλοιπες εικοσιτρείς ώρες αναπνέει τον χειρότερο δυνατό αέρα.
Όσον αφορά την ποινή της αϋπνίας, τη συναντούμε μόνο στις κινεζικές και τις αγγλικές φυλακές. Στην Κίνα επιβάλλεται με το να τοποθετείται ο κρατούμενος σε ένα μικρό κλουβί από μπαμπού• στην Αγγλία επιβάλλεται με το σανιδένιο κρεβάτι. Ο σκοπός του σανιδένιου κρεβατιού είναι να προκαλεί αϋπνία. Δεν υπάρχει κανένας άλλος σκοπός, και αυτός επιτυγχάνεται πάντοτε. Ακόμη και αργότερα, όταν χορηγείται ένα σκληρό στρώμα, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ποινής, ο κρατούμενος υποφέρει πάλι από αϋπνία. Διότι ο ύπνος, όπως όλα τα υγιεινά πράγματα, είναι συνήθεια. Όποιος κρατούμενος έχει κοιμηθεί σε σανίδια υποφέρει από αϋπνία. Είναι επαχθής και βλακώδης τιμωρία.
Όσον αφορά τις πνευματικές ανάγκες, σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να πω κάτι:
Το σημερινό σωφρονιστικό σύστημα εμφανίζεται σχεδόν να έχει ως στόχο του το τσάκισμα και την καταστροφή όλων των πνευματικών λειτουργιών. Η παραφροσύνη είναι, αν όχι ο στόχος, οπωσδήποτε η συνέπεια αυτού του συστήματος. Αυτό είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Χωρίς βιβλία, στερημένος από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία, απομονωμένος από κάθε ανθρώπινη και κάθε εξανθρωπιστική επιρροή, καταδικασμένος σε ισόβια σιωπή, στερημένος από κάθε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, να του φέρονται σαν σε άλογο ον, με κακομεταχείριση χειρότερη από του ζώου, ο δυστυχής που βρίσκεται έγκλειστος σε μια αγγλική φυλακή δύσκολα γλιτώνει από την τρέλα. Δεν θέλω να επιμείνω σε αυτές τις τρομακτικές συνθήκες, και ακόμη λιγότερο θα ήθελα να προκαλέσω ένα στιγμιαίο συναισθηματικό ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα. Λοιπόν, με την άδειά σας, θα πω μόνο τι πρέπει να γίνει.
Κάθε κρατούμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του μια επαρκή ποσότητα καλών βιβλίων. Αυτή τη στιγμή, κατά τους πρώτους τρεις μήνες του εγκλεισμού, δεν επιτρέπεται κανένα βιβλίο, εκτός από τη Βίβλο, το προσευχητάρι και το υμνολόγιο. Μετά επιτρέπεται ένα βιβλίο την εβδομάδα. Δεν είναι μόνο ότι αυτό δεν επαρκεί, αλλά τα βιβλία που βρίσκει κανείς σε μια συνηθισμένη βιβλιοθήκη φυλακής είναι τελείως άχρηστα. Πρόκειται κυρίως για τρίτης κατηγορίας, κακογραμμένα θρησκευτικά (υποτίθεται) βιβλία, που γράφονται προφανώς για παιδιά, αλλά είναι τελείως ακατάλληλα και για τα παιδιά και για οποιονδήποτε άλλον. Οι φυλακισμένοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διαβάζουν, να έχουν στη διάθεσή τους όποιο βιβλίο θέλουν, και τα βιβλία αυτά να είναι προσεκτικά διαλεγμένα. Αυτή τη στιγμή η επιλογή γίνεται από τον ιερέα της φυλακής. Με το υπάρχον σύστημα, ο κρατούμενος μπορεί να δει τους φίλους του μόνο τέσσερις φορές τον χρόνο, είκοσι λεπτά κάθε φορά. Αυτό είναι τελείως λάθος. Ο κρατούμενος θα έπρεπε να μπορεί να δει τους φίλους του μία φορά τον μήνα, για ένα λογικό χρονικό διάστημα. Ο τρόπος με τον οποίον τώρα είθισται ο κρατούμενος να εκτίθεται στα μάτια των φίλων του θα πρέπει να αλλάξει. Υπό το παρόν σύστημα είτε είναι κλεισμένος σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί είτε σε ένα μεγάλο ξύλινο κουτί, με ένα μικρό άνοιγμα που καλύπτεται από συρμάτινο δίχτυ, απ’ όπου μπορεί με δυσκολία να δει προς τα έξω. Οι φίλοι του τοποθετούνται σε ένα παρόμοιο κλουβί, σε απόσταση περίπου ενός μέτρου, με δύο φύλακες ανάμεσά τους για να ακούνε τι λέγεται και, αν θέλουν, να επεμβαίνουν για να σταματήσουν ή να διακόψουν τη συνομιλία αν αυτό θεωρείται συνομιλία. Θεωρώ ότι ο κρατούμενος θα πρέπει να μπορεί να δει τους φίλους ή τους συγγενείς του σε ένα δωμάτιο. Οι σημερινοί κανονισμοί είναι απερίγραπτα απεχθείς και υποτιμητικοί. Μια επίσκεψη από έναν φίλο ή συγγενή (μας) είναι για τους κρατούμενους μια επιδείνωση της ταπείνωσης και της πνευματικής κακουχίας. Πολλοί κρατούμενοι, προκειμένου να μην υποστούν μια τέτοια δοκιμασία, αρνούνται τελείως να δουν τους φίλους τους. Δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι. Όταν βλέπει κανείς τον δικηγόρο του, τον βλέπει σε ένα δωμάτιο με τζαμένια πόρτα, και έξω από την πόρτα στέκει ένας φύλακας. Όταν βλέπει τη γυναίκα και τα παιδιά του ή τους γονείς του, ή τους φίλους του, θα έπρεπε να του επιτρέπεται να απολαμβάνει την ίδια μεταχείριση. Το να εκτίθεται σαν τη μαϊμού στο κλουβί, σε ανθρώπους που τον αγαπούν και τους αγαπά, είναι μια υποτίμηση περιττή και φρικτή.
Όλοι οι κρατούμενοι θα έπρεπε να μπορούν να γράφουν και να λαμβάνουν τουλάχιστον ένα γράμμα το μήνα. Αυτή τη στιγμή μπορούν να γράφουν μόνο τέσσερις φορές τον χρόνο. Αυτό δεν αρκεί. Μία από τις τραγωδίες της φυλακής είναι ότι κάνει την καρδιά του ανθρώπου πέτρα. Τα αισθήματα της φυσικής συμπάθειας, όπως όλα τα αισθήματα, πρέπει να τα τρέφει κανείς. Πεθαίνουν εύκολα από ασιτία. Ένα σύντομο γράμμα, τέσσερις φορές τον χρόνο, δεν αρκεί για να κρατήσει ζωντανά τα πιο ευγενή και ανθρώπινα αισθήματα με τα οποία τελικά η φύση διατηρείται ευαίσθητη στις καλές και ωραίες επιρροές που μπορεί να γιατρέψουν μια τσακισμένη, κατεστραμμένη ζωή.
Η συνήθεια της κατακρεούργησης και της λογοκρισίας των γραμμάτων των φυλακισμένων θα πρέπει να σταματήσει. Σήμερα, αν ένας κρατούμενος κάνει ένα παράπονο για το σωφρονιστικό σύστημα, αυτό το κομμάτι του γράμματος κόβεται με το ψαλίδι. Αν, επίσης, παραπονεθεί όταν μιλά στους φίλους του μέσα από τα κάγκελα ή το άνοιγμα του ξύλινου κουτιού, οι φύλακες τον χτυπούν και τον αναφέρουν για να τιμωρείται κάθε βδομάδα, μέχρι την επόμενη επίσκεψή του, κατά την οποία αναμένεται ότι θα έχει γίνει όχι πιο σοφός αλλά πιο πονηρός - και αυτό το μαθαίνουν όλοι. Είναι από τα λίγα πράγματα που όντως μαθαίνει κανείς στη φυλακή. Ευτυχώς, τα άλλα είναι, σε μερικές περιπτώσεις, πιο σημαντικά.
Αν μου επιτρέπετε να καταχραστώ την ευγένειά σας για λίγο, μπορώ να προσθέσω κάτι; Προτείνατε στο κύριο άρθρο της εφημερίδας σας κανένας ιερέας φυλακής να μην επιτρέπεται να έχει άλλη ευθύνη ή επαγγελματική απασχόληση εκτός φυλακής. Αυτό όμως είναι άσκοπο. Οι ιερείς των φυλακών είναι απολύτως άχρηστοι. Είναι, ως σύνολο, άνθρωποι καλών προθέσεων, αλλά ανόητοι, πραγματικά ηλίθιοι. Δεν προσφέρουν καμία βοήθεια σε κανέναν κρατούμενο. Μία φορά κάθε περίπου έξι εβδομάδες γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας του κελιού και εμφανίζεται ο ιερέας. Σηκώνεσαι όρθιος, βεβαίως, σε στάση προσοχής. Σε ρωτά αν διαβάζεις τη Βίβλο. Απαντάς «ναι» ή «όχι», ανάλογα την περίπτωση. Μετά παραθέτει ορισμένα αποσπάσματα της Βίβλου, φεύγει και κλειδώνει την πόρτα. Μερικές φορές αφήνει κάποιο φυλλάδιο.
Οι εργαζόμενοι που δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να κάνουν άλλη δουλειά εκτός φυλακής, ή να ασκούν ιδιωτικό επάγγελμα, είναι οι γιατροί της φυλακής. Αυτή τη στιγμή οι γιατροί της φυλακής τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντοτε, έχουν έντονη ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα, και κάποια θέση σε άλλα ιδρύματα. Έτσι, παραμελείται τελείως η υγεία των κρατουμένων, και δεν ασχολείται κανείς με τις συνθήκες υγιεινής στις φυλακές. Ως σύνολο, θεωρώ, και θεωρούσα πάντοτε, από τα πρώτα νεανικά μου χρόνια, ότι οι γιατροί είναι με διαφορά ένα από τα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ανθρωπιά σε όλη την κοινωνία. Πρέπει όμως να κάνω μια εξαίρεση για τους γιατρούς των φυλακών. Έχουν, τουλάχιστον αυτοί που συνάντησα, και απ’ ό,τι είδα σε νοσοκομεία και αλλού, βάρβαρους τρόπους, άξεστο χαρακτήρα, και είναι απολύτως αδιάφοροι για την υγεία ή τη διευκόλυνση των κρατουμένων. Αν οι γιατροί των φυλακών απαγορευόταν να ασκούν ιδιωτικά το επάγγελμά τους, θα ήταν υποχρεωμένοι να ενδιαφέρονται κάπως για την υγεία και τις συνθήκες υγιεινής των ανθρώπων για τους οποίους είναι υπεύθυνοι. Προσπάθησα να αναδείξω στο γράμμα μου κάποιες από τις αλλαγές που θεωρώ απαραίτητες για το σωφρονιστικό σύστημα της Αγγλίας. Είναι απλές, πρακτικές και ανθρώπινες. Είναι, φυσικά, μόνο η αρχή. Είναι όμως καιρός να γίνει μια αρχή, και μπορεί να γίνει μόνο μέσω της έντονης πίεσης της κοινής γνώμης, που θα διαμορφώνεται και θα ενθαρρύνεται από την ισχύ της εφημερίδας σας.
Όμως για να γίνουν ακόμη και αυτές οι αλλαγές αποτελεσματικές, πρέπει να γίνουν πολλά. Και το πρώτο, και ίσως το πιο δύσκολο, έργο είναι ο εξανθρωπισμός των διευθυντών των φυλακών, ο εκπολιτισμός των φυλάκων και ο εκχριστιανισμός των ιερέων.
Δικός σας κ.λπ.,
Ο συγγραφέας της Μπαλάντας της φυλακής του Ρέντιγκ
Δημοσιεύονται στο περ. Πανοπτικόν (Ιουλ. 2011) τ. 15, σ. 5-24.
Αγαπητέ μεταφραστά, θα μπορούσατε να αναρτήσετε απόσπασμα ίσως της μετάφρασης δια τους εν Εσπερία διαμένοντας, που αδυνατούν να προμηθευθούν το Πανοπτικόν;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσονούπω, αγαπητέ ανώνυμε. Είναι αυστηρός ο εκδότης, θα παραπονιέται ότι του κόβω από τις πωλήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ. Δεν φτάνει στην Εσπερία το "πανόπτικον"; Παραγγείλτε, ντε!
Επανέρχομαι λοιπόν απορώντας: το διαθέτει μήπως η Αμαζόνα; Διότι εδώ περίπτερα δεν έχει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμπλήρωσα τις δύο επιστολές, καλή ανάγνωση και χαιρετισμούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ αγαπητέ, θα εντρυφήσω.
ΑπάντησηΔιαγραφή