Στο Ανοιχτήρι του Βικτόρ Λανού οι δύο ήρωες επιβιώνουν σε καταφύγιο μετά από μια μεγάλη καταστροφή, με ένα σωρό κονσέρβες αλλά χωρίς ανοιχτήρι. Ο ένας είναι (με το συμπάθιο) διανοούμενος, ο άλλος άξεστος. Η κωμική κορύφωση του έργου είναι η απόφασή τους να ενωθούν πια σε μία ψυχή και μία καρδιά. Δεν θα λένε «καταλαβαίνω» αλλά «καταλαβαίνουμε», «μας πέφτει το παντελόνι», «ας βάλουμε τιράντες», «νονά μας» θα είναι η νονά του ενός, που θα είναι στο εξής κοινή. Το πράγμα δυσκολεύει όταν η πείνα γίνεται η «πείνα μας» και το στομάχι «στομάχι μας», την ώρα που μόνο ο ένας έχει φάει. Διότι ως γνωστόν μία ψυχή μπορούμε να τη συμφωνήσουμε, αν είμαστε πολύ αγαπημένοι. Ένα στομάχι όμως;
Η κυρίαρχη αφήγηση για την κρίση μάς θέλει όλους ενωμένους. Πολύ σύντομα μετά τις κατηγορίες για τους «άπληστους τραπεζίτες» το 2008, περάσαμε στους «σπάταλους λαούς που ζουν πάνω από τις δυνάμεις τους». Κι έτσι, μπήκαμε όλοι στο ίδιο τσουβάλι. Έχουμε την ίδια νονά, μαζί μάς πέφτει το παντελόνι, μαζί τα φάγαμε, μαζί βάζουμε πλάτη για να βγει η χώρα από την κρίση. Κι αφού μαζί πρέπει να πολεμήσουμε για να βγούμε από την κρίση, μαζί θα πληρώσουμε φόρους, ώστε να μη χρεοκοπήσουμε. Ένα μέτρο που κατεβάζει το αφορολόγητο στα 5.000€ είναι μέτρο που υπολογίζει πως όλοι μαζί κλέβουμε την εφορία, αφού αποκλείεται τόσα εκατομμύρια φορολογούμενοι να κερδίζουν όντως λιγότερα από 5.000€, κι έτσι όλοι μαζί πρέπει να δεχτούμε ότι η φορολόγηση είναι αναγκαία. Όμως υπάρχουν και κάποιοι που όντως ζουν με 700, 600, 500 ευρώ τον μήνα, και η φορολογία τούς τσακίζει τα κόκαλα. Εκεί λοιπόν τελειώνει το «όλοι μαζί». Κάποιος έχει και κάποιος δεν έχει. Μία ψυχή μπορεί να αποκτήσουμε, ένα στομάχι όχι.
Η διάρρηξη του γενικού «όλοι μαζί» δεν συμβαίνει διότι ξαφνικά οι μάζες ξυπνούν ένα πρωί με ταξική συνείδηση, συμβαίνει διότι ακριβώς κάπου στην πορεία κάποιος έχει γεμάτο στομάχι και κάποιος άδειο. Αυτό που άλλαξε με το κίνημα των διοδίων δεν είναι ότι υπήρξε μια επιφοίτηση που άνοιξε τα μάτια των πολιτών απέναντι στις αδικίες των ληστρικών συμβάσεων: δεν είχαν να πληρώσουν. Παρομοίως στο Σύνταγμα. Οι κατά παράδοση πολιτικοποιημένοι πήγαν και ξαναπήγαν στις εθιμοτυπικές τελετές ανατροπής του καπιταλισμού. Κάποια στιγμή όμως μαζεύτηκαν άνθρωποι που απλώς κάποιος τους τράβηξε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, ξέμαθαν αυτά που ήξεραν για το ποια θα είναι η ζωή τους. Η άρνηση ξαναπληρωμής του νέου ξαναφόρου για τα ακίνητα δεν προκύπτει από απότομη συνειδητοποίηση της πολιτικοοικονομικής αλητείας που συμβαίνει σε βάρος της κοινωνίας. Αυτή συνέβαινε καιρό. Αυτό που άλλαξε είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να πληρώσουν. Και καλά, η κυβέρνηση ήξερε να αντιμετωπίζει τις ιδέες. Διότι η μεγάλη ιδεολογική νίκη του καπιταλισμού είναι ότι, εδώ και καιρό, ο χαμένος νιώθει πως δεν τα κατάφερε, όχι πως τον αδικεί το σύστημα. Την ώρα όμως που ο χαμένος αρχίζει να μην έχει τα χρήματα για την καινούργια έκτακτη εισφορά (τρακοσάρα του φτωχού, ας την ονομάσουμε), εκεί τι κάνεις;
Ψευδαισθήσεις στη φάση που διανύουμε τώρα δεν υπάρχουν. Ο διάλογος που γίνεται μεταξύ πολιτικών είναι αδιάφορος για όλους. Ακούει κανείς τον Σαμαρά και καταλαβαίνει το βαθύ νόημα του στίχου «σαν να μην πέρασε μια μέρα». Το μόνο που έχει πια σημασία είναι ότι καθώς κατακρημνίζεται καθημερινά η εικόνα της κοινωνίας που είχε χτιστεί τα τελευταία χρόνια, μένει ένα δίλημμα πολύ ωμό: η ιδεολογία του «όλοι μαζί» δεν έχει πια απήχηση, τα χρήματα που λείπουν τώρα ή που θα τα πάρει κανείς από τους πλούσιους ή που θα τα πάρει από τους φτωχούς.
Ότι η κοινωνία διχάζεται από συγκρουόμενα συμφέροντα δεν είναι καμιά καινούργια ανακάλυψη, είναι μαθήματα μαρξισμού για αρχάριους. Θέλω να πω ότι είναι πράγματα γνωστά για όσους διατηρούν μια επαφή με την παράδοση της αριστερής κριτικής σκέψης (με αυτό δεν εννοώ τον Τσίπρα που φωτογραφίζεται χαμογελαστός με τον Φωτόπουλο ως υπερασπιστή των λαϊκών δικαίων, κάπως αλλιώς το έχω στο μυαλό μου). Αυτό όμως που καθιστά τέτοιες διαπιστώσεις επίκαιρες και ενδιαφέρουσες, είναι η στιγμή που γίνονται πια από ανθρώπους που δεν ανήκουν στην Αριστερά. Τότε καταλαβαίνουμε πως εμφανίζεται επιτέλους μια αληθινότερη κατανόηση της κατάστασής μας, και αυτό είναι απαρχή μιας άλλης πολιτικής.
Δημοσιεύτηκε στο The Press Project.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου