Ξεκινώ με το «τι πίστευαν οι αρχαίοι», ανασύροντας από τη σκονισμένη αρχαιογνωσία μου τις μελέτες της Edith Hall (π.χ. Inventing the Barbarian, Greek Self-Definition through Tragedy, O.U.P.), που έχει υποστηρίξει ότι η αρχαία δημοκρατία μας ήταν ξενοφοβική, πατριαρχική και αποικιοκρατική, και στηριζόταν σε ιδέες που θεωρούσαν δεδομένη την κατωτερότητα των γυναικών, των ξένων και των δούλων. Εκκινεί από μια ανάγνωση των Περσών του Αισχύλου και ισχυρίζεται πως γενικώς οι πρόγονοί μας είχαν την τάση να αποδίδουν όλα τα συμμετρικώς αντίθετα κουσούρια προς τα ιδεώδη της πόλης τους στους βαρβάρους. Αυτή η άποψη δεν κολακεύει τα αρχαιολατρικά μας στερεότυπα, αλλά είναι η τεκμηριωμένη μισή αλήθεια. Συνεπώς δεν είναι μόνο ο Άδωνις Γεωργιάδης που βρίσκει ξενοφοβικά ερείσματα στην αρχαιότητα, ούτε αρκεί να αναλάβει να τον επαναφέρει στην τάξη ο Ν. Σαραντάκος. Δεν εννοώ ότι δεν υπάρχει αντίλογος: Τον βρίσκει κανείς για παράδειγμα στο κείμενο που έχει δημοσιεύσει η Nicole Loraux ως απάντηση στο «Εθνικό Μέτωπο» στη Γαλλία, για τους μετοίκους στην αρχαιότητα, δημοσιευμένη στα πρακτικά του συνεδρίου Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς, Η επικαιρότητα του αρχαίου κόσμου, (εκδ. Αλεξάνδρεια). Χονδρικά η άποψή της είναι πως, παρά τη χρονική απόσταση, ήταν τελικά καλύτερα να είσαι μέτοικος στην Αθήνα του 5ου αιώνα, παρά μετανάστης στο Παρίσι τη δεκαετία του ’90. Εξάλλου, όπως επισήμαινε και ο Καστοριάδης, ούτε για την κατάργηση της δουλείας ούτε για την ψήφο στις γυναίκες μπορούμε να είμαστε πολύ αυστηροί με τους αρχαίους, με δεδομένο ότι και τα δύο βήματα είναι σχετικά πρόσφατες κατακτήσεις της ανθρωπότητας, του 19ου και 20ου αιώνα. Ο καλόπιστος αναγνώστης θα επικαλεστεί την υποδοχή του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων ή το γεγονός ότι η παραβίαση της ξενίας από τον Κύκλωπα - όταν λέει πως το δώρο φιλοξενίας που θα κάνει στον Οδυσσέα είναι ότι θα τον φάει τελευταίο (551) – στοχεύει στο να καταλάβουμε ότι είναι τέρας και να απολαύσουμε την τιμωρία του.
Αλλά και αυτό, τι σημασία έχει; Αυτά τα επιχειρήματα ή που θα κινητοποιούν το θυμικό της εν θερμώ αρχαιολατρείας των ανελλήνιστων υπερελλήνων της Χρυσής Αυγής ή που θα ικανοποιούν «επαΐοντες και λεπτογεύστες του περιθωρίου». Η μελέτη της αρχαιότητας είναι ένα χόμπι που κι εγώ βρίσκω πολύ χαριτωμένο, και το είχα ασκήσει για μια περίοδο με πάθος. Όμως στο τέλος κάθε τέτοιας συζήτησης για τον ξένο (για την ακρίβεια τον ξένο που πέφτει στην ανάγκη μας, γιατί η ελληνική κοινωνία ουσιαστικά δεν ενοχλείται από τις ορδές των αγγλοσαξόνων βαρβάρων του Λαγανά Ζακύνθου), παραμονεύει η στιγμή κατά την οποία θα χρειαστεί απλώς να πούμε τη γνώμη μας: να αφήσουμε κατά μέρος τι πρέσβευαν οι αρχαίοι και να εξηγήσουμε τι τέλος πάντων θέλουμε εμείς. Είναι γνωστό από τη θεωρία της πρόσληψης πως η αρχαιότητα δεν υπάρχει ποτέ ξέχωρα από τη θέση μας στο παρόν. Η ίδια η σύλληψη και διατύπωση ενός ερωτήματος έχει πάντα ως σημείο αφετηρίας το βλέμμα του παρατηρητή, όχι το αντικείμενο της έρευνας. Ερωτήματα θέτουν οι αναγνώστες, όχι τα κείμενα. Αυτό ισχύει προφανώς για όλες τις ιδεολογικές οικειοποιήσεις της αρχαιότητας, δεξιές και αριστερές.
Η Ιλιάδα π.χ. είναι ένα ποίημα γεμάτο ξεκοιλιάσματα και σφαγές, που φωτίζεται από ελάχιστες σκηνές, σαν την περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα, την Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία, τη συνάντηση του Πριάμου με τον Αχιλλέα στην τελευταία ραψωδία, τις λιγοστές στιγμές δηλαδή που κατ’ εξαίρεσιν οι άνθρωποι δεν σφάζονται αλλά συνυπάρχουν. Αυτό το εμβληματικό έργο, θέλω να πω, περιέχει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας. Τι θα διαλέξει ο καθένας για να προβάλει ή να ταυτιστεί είναι δικός του λογαριασμός. Εξ ου και όταν ένας σημερινός πολιτικός σαν τον Ά. Γεωργιάδη αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τα φιλολογικά δίκια μιας ξενοφοβικής πολιτικής με αναφορές στην ξενοφοβία των αρχαίων, απλώς γαρνίρει τις απόψεις του με αρχαιομάθεια, περίπου όπως παλιότερα οι μαθητές διδάσκονταν να γαρνίρουν τις εκθέσεις τους με αναφορές στους εθνικούς ευεργέτες.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα αρχαιογνωστικά χόμπι στους αρμόδιους (επαγγελματίες μελετητές ή ευγενείς αναγνώστες του Σαββατοκύριακου) και ας πούμε ευθαρσώς τι επιθυμούμε. Το γεγονός ότι η αστυνομία μας μπουζούριασε κοντά 15.000 μετανάστες δεν είναι δική μου πολιτική πρόταση, δεν έχω αυτή την άποψη για την επίλυση του προβλήματος της εγκληματικότητας ούτε της φτώχειας. Συνεπώς η σκούπα στους μετανάστες δεν με βρίσκει σύμφωνο, είτε Ξένιο Δία την ονομάσει η κυβέρνηση είτε Μίκυ Μάους - το ίδιο μου κάνει. Μπορεί να θεωρώ πως η ονομασία «Ξένιος Ζευς» περιέχει μια ακατανόητη ειρωνεία, αλλά θα θεωρούσα λάθος να εστιάσουμε τη συζήτηση στο τι όντως πρέσβευαν οι αρχαίοι για την ξενία. Ορθότερη επιχειρηματολογική στρατηγική μού φαίνεται η ευθεία: δεν θέλουμε τέτοια κοινωνία. Προσπαθούν να μας μπερδέψουν, να μην ξέρουμε να αποφασίσουμε αν είναι χειρότερη η εξαθλίωση ή ο εκφασισμός της κοινωνίας. Αυτό δεν λύνεται με αναγωγή στη σοφία των αρχαίων, γιατί οι αρχαίοι, όπως και οι νέοι, έχουν καλή και ανάποδη, δεν είναι ένα πράγμα.
Όταν ο Δένδιας υπερασπίζεται την ονομασία της επιχείρησης λέγοντας ότι πρόκειται για πράξη φιλανθρωπίας προς τους μετανάστες, ενώ ο Γεωργιάδης εξηγεί ότι οι σκηνές των άγριων συλλήψεων μας συμφέρουν εθνικώς διότι δίνουν το μήνυμα ότι η χώρα μας δεν είναι φιλικός προορισμός για τους μετανάστες, ώστε να μη μας κουβαληθούν κι άλλοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο: και φύσα και ρούφα δεν γίνεται. Ή φιλόξενοι είμαστε ή αφιλόξενοι. Αντιλαμβανόμαστε το βαθύτερο νόημα των δηλώσεων Δένδια όταν γαρνίρει κι αυτός με τη σειρά του την ανακοίνωση της επιχείρησης με ολίγη από 29η Μαΐου του 1453 ή από κάθοδο των Δωριέων, χαϊδεύοντας τις καλογυμνασμένες ιδεοληψίες των χρυσαυγιτών. Με το καλό να εντρυφήσουν στο παρελθόν οι πολιτικοί μας, έχει το γούστο του. Εις ό,τι με αφορά, θα ήθελα απλώς η κυβέρνησή μας να πάψει να παίζει το ξενοφοβικό χαρτί για να μας αποσπάσει την προσοχή από την οικονομική ερήμωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου