Καθώς περπατούσα και κρατούσα στα χέρια μου τα τέσσερα χρυσά φλουριά που μου είχε δώσει ο θεατρώνης, -το γιατί και πώς δεν είναι της ώρας- εμφανίζονται μπροστά μου η Αλεπού και ο Γατος. Μου λένε πως αν τα φυτέψω εκεί που θα μου δείξουν, θα φυτρώσουν εκατοντάδες, χιλιάδες φλουριά, μέσα σε λίγη ώρα. «Μόνο οι ανόητοι ιδρώνουν για να κερδίσουν χρήματα», μου λέει η Αλεπού.
Και εκεί πετάγεται ο Γρύλος (γιατί ο Γρύλος είναι το θέμα εδώ) και λέει:
«τα καλά παιδιά δεν ακούνε τέτοιες συμβουλές. Όποιος θέλει να κερδίσει χρήματα, τα κερδίζει με τον ιδρώτα του. Αλλιώς, όποιος λέει το αντίθετο, ή κουτός είναι ή ψεύτης». Εγώ έκανα αυτό που μου έλεγε η συνείδησή μου, δηλαδή άκουσα την Αλεπού. Φυτεψα λοιπόν τα νομίσματα σε ένα χωράφι και περίμενα να φυτρώσουν. Όσην ώρα περίμενα, αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Πετάγονται τότε η Αλεπού με τον Γατο και μου κλέβουν τα νομίσματα. Καταλαβαίνετε τι έπαθα μόλις γύρισα και το κατάλαβα. Όταν τους είδα να φεύγουν, ήταν ήδη πολύ μακριά για να τους προλάβω. Και ξαφνικά σκέφτηκα κάτι. Λεω στον εαυτό μου, για κάτσε: τι μου είπε η Αλεπού; Ότι δεν χρειάζεται να ιδρώσεις για να κερδίσεις χρήματα. Η Αλεπού κουτή δεν είναι, γι' αυτό και τη λέμε «πονηρή Αλεπού», αλλά δεν είναι ούτε ψεύτρα. Διότι πράγματι κέρδισε τέσσερα χρυσά νομίσματα χωρίς να ιδρώσει καθόλου, μόνο κοροϊδεύοντας έναν κουφιοκεφαλάκη σαν κι εμένα.
Μην με κοιτάτε έτσι, γιατί τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Είμαι πια δεκατεσσάρων χρονών και ξέρω πολύ καλά τι λέω. Μπορεί να υπάρχουν άλλοι, μεγαλύτεροι από 'μένα, αλλά έχω κι εγώ δεκατέσσερα χρόνια στην πλάτη μου, και όλον αυτόν τον καιρό σκεφτόμουν μόνο ένα πράγμα- και, για κάτσε, δεκατέσσερα χρόνια σκέψης είναι δηλαδή λιγότερα από σαράντα χρόνια κουταμάρας; Και αν κάποιος σκέφτεται κάτι διαφορετικό κάθε μέρα; Πως να συγκριθεί μαζί μου που τόσα χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτα άλλο από το να σκέφτομαι το ίδιο πράγμα; Και δεν σπατάλησα ούτε ένα λεπτό σε δουλειά, σε μπάνιο ή διάβασμα. Μόνο ξύπναγα, έτρωγα και κοιμόμουν, έχοντας κατά νου μόνο μια απορία, που είναι σίγουρα η πιο σοφή που έχει ακουστεί ποτέ:
Γιατί δεν μεγάλωσε η μύτη του Γρύλου; Είπε ή όχι ψέματα; Είπε, και μάλιστα το πιο χαζό ψέμα που υπάρχει, ότι λεφτά βγάζεις μόνο με τον ιδρώτα σου. Κι η Αλεπού; Ποτε ίδρωσε;
Τοτε σκέφτηκα να κάνω μια δοκιμή. Άρχισα να λέω διάφορα πράγματα, για να δω αν θα μεγαλώσει η μύτη μου. Και ξεκίνησα: «λεφτά βγάζει κανείς κερδίζοντας το λαχείο, τις ιπποδρομίες, κληρονομώντας μια θεία, ληστεύοντας μια γριούλα και παίζοντας στο χρηματιστήριο». Η μύτη μου μπερδεύτηκε. Έκανε να κουνηθεί λίγο, μετά μπήκε μισό πόντο προς τα μέσα, μετά μεγάλωσε, μετά μίκρυνε, και τελικά έμεινε στη θέση της. Απίστευτο! Πήγα στο μπάνιο, βούτηξα το κεφάλι μου στο νερό και ξαναδοκίμασα: «λεφτά βγάζει κανείς κερδίζοντας το λαχείο, τις ιπποδρομίες, κληρονομώντας μια θεία, ληστεύοντας μια γριούλα και παίζοντας στο χρηματιστήριο»... Τιποτα. Άρα ή είχε χαλάσει η μύτη μου ή έλεγα αλήθεια. Δοκίμασα κάτι άλλο: «ο Πινόκιο κάνει μπάνιο κάθε μέρα». Τζινγκ! Μια μυτόγκα ίσα με το παπούτσι μου. «Το αγαπημένο φαγητό του Πινόκιο είναι το μπρόκολο και ο τραχανάς». Τζινγκ! Δυό φορές σαν το παπούτσι μου! Είπα τα αντίθετα και η μύτη μου ήρθε στα συγκαλά της. Λοιπόν δουλεύει. Και τότε αποφάσισα να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα. Θα έλεγα στην μύτη μου την φράση του Γρύλου. Ετοιμάζομαι, ανοίγω το στόμα μου, διψάω. Σταματάω, πάω να πιώ ένα ποτήρι νερό, παίρνω και ένα πανί, σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, παίρνω μια βαθειά ανάσα και ξεκινάω να μιλήσω, ξαναδιψάω• πίνω άλλο ένα ποτήρι νερό, σκουπίζω το μέτωπό μου, πάω να το πω, με πιάνει κατούρημα. Τι τα ήθελα τα δύο ποτήρια νερό; Γυρίζω και, τα ψέματα τέλειωσαν, θα το πω κι ας γίνει ο,τι θέλει: «Λεφτά βγάζει κανείς μόνο με τον ιδρώτα του». Τζινγκ! Έχασα το φως μου! Ήθελα να πιώ λίγο νερό για να συνέλθω, αλλά θυμήθηκα ότι θα με έπιανε πάλι κατούρημα. Μου ήρθε να ανάψω τσιγάρο, αλλά ευτυχώς θυμήθηκα ότι δεν καπνίζω. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο βλάκας ο Γρύλος είχε πετάξει την μπαρούφα του αιώνα, κι εγώ, αν δεν είχα κάνει το τέστ της μύτης, παρ' ολίγο θα το είχα χάψει.
Ξερω τι σκέφτεστε τώρα. Γιατί λοιπόν δεν κάνω αυτό ακριβώς που μου λέει η μύτη μου. Να βγάζω λεφτά έτσι, τζάμπα. Εύκολα, γρήγορα, στο πιτς φιτίλι, στο πι και φι. Ε λοιπόν δε γίνεται. Εγώ έχω μια φήμη ως τεμπέλης, έχω θαυμαστές, οπαδούς, δεν θα προδώσω τις ιδέες μου για το χρήμα. Γιατί και μια απάτη για να κάνεις, θέλει την προετοιμασία της: να σηκωθείς πρωι, να πάρεις κουστούμι μαφιόζικο, να δέσεις γραβάτα, να συναντηθείς με άλλους σκοτεινούς τύπους... Εγώ αποκλείεται να τα έκανα όλα αυτά. Ή τεμπέλης θα είναι κανείς ή θα κοροϊδεύει την κοινωνία, θα λέει ότι τεμπελιάζει και στην πραγματικότητα θα καταστρώνει μεγάλα σχέδια. Λοιπόν αυτό αποκλείεται. Τεμπέλης θα πει τεμπέλης, δεν θα φέρουμε τα πάνω-κάτω.
Μετά όμως άρχισαν να μου μπαίνουν άλλες ιδέες, ύπουλες, σκανταλιάρικες, άρχισα να διαολίζομαι. Λεω: «άρα δεν είναι όλες οι αλήθειες ίδιες». Αρχινάω λοιπόν: να πάω στην Ασπασία την φτωχή, που οι γονείς της δεν έχουν λεφτά για να της πάρουν παπούτσια και βρωμάει από την απέναντι μεριά του δρόμου και να της πω: «Καλημέρα Ασπασία, το κατάλαβα ότι έρχεσαι, γιατί μου ήρθε η μυρωδιά από την απέναντι πλευρά του δρόμου». Και τότε συνέβη κάτι εντελώς αναπάντεχο. Η μύτη μου έμεινε ακίνητη σαν βουνό, σαν ψοφίμι και σαν ντουβάρι, και σαν... τέλος πάντων, ακίνητη. Κι όμως είχα γίνει κατακόκκινος. Διάολε, εδώ το πράμα μπερδεύεται. Η μύτη μου είχε αναλάβει να μη λέω ψέματα. Καλά ως εδώ. Όμως όταν μπήκε και το κοκκίνισμα στην μέση, το κακό παράγινε. Δεν ήταν αλήθεια ότι η Ασπασία βρωμάει; Γιατί να μην της το πω; Ακόμα, μύτη στη θέση της, μούρη κατακόκκινη. Ωραία, εντάξει, δεν λέω τίποτε στην Ασπασία.
Άρα, για να καταλάβω, ο Γρύλος είχε μια μύτη που δεν μεγάλωνε παρότι έλεγε ψέματα, και η Αλεπού είχε μια μύτη που δεν μεγάλωνε διότι έλεγε αλήθεια, αλλά δεν είχε το κόλπο με το κοκκίνισμα. Γιατί, κακά τα ψέματα, ωραίο δεν ήταν αυτό που είπε.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά το μυαλό μου κόντευε να πάρει φωτιά. Εγώ με το ζόρι τα κατάφερνα να πάω στο σχολείο, πως είχα μπλέξει τώρα με τέτοιες φιλοσοφίες; Καλά, εσείς είστε μορφωμένοι, δεν εντυπωσιάζεστε, αλλά για Πινόκιο σας πληροφορώ ότι αυτές οι σκέψεις είναι πολύ βαθιές.
Άρχισα να περπατάω πάνω-κάτω και να μιλάω ασταμάτητα, σε κατάσταση παραφροσύνης, εκτός εαυτού, δεν προλάβαινα την γλώσσα μου, καθόμουν και άκουγα το στόμα μου σαν χαζός. Λεω στον εαυτό μου: ψυχραιμία Πινόκιο, τίποτε. Και ξεκινάω: όταν ένας δολοφόνος με ρωτήσει που είναι κρυμμένος ο μπαμπάς μου για να τον σκοτώσει, εγώ θα πω ότι είναι στο καφενείο, κι ας ξέρω ότι κρύβεται στο υπόγειο. Εδώ η μύτη αγριεύει. Μεγαλώνει σαν μπαστούνι, αλλά εγώ δεν κοκκινίζω. Οπότε λέω γούστο μου καπέλο μου, αφού δεν κοκκινίζω, θα κάνω ο,τι θέλω.
Και τότε μου έρχεται η μεγάλη ιδέα: θα στήσω στην μύτη μου την παγίδα του αιώνα, θα της λέω φράσεις περίεργες, αλλοπρόσαλλες. «Ένα κορίτσι μπορεί να αγαπήσει ένα αγόρι, ακόμη και αν αυτό έχει πολύ σουβλερή μύτη», «ο Θεός υπάρχει, είναι καλός, και ανησυχεί για τη μύτη μου». Επ! Φρένο, να ελέγξω. Η μύτη μου κάνει λίγο να μεγαλώσει, αλλά δεν πολυμεγαλώνει, είναι σαν να πηγαίνει μπρος-πίσω και να μην ξέρει τι να κάνει, και, το σημαντικότερο, δεν κοκκινίζω. Αυτήν την φορά δεν κάθομαι να το σκεφτώ, συνεχίζω αμέσως. «Ο ιδιοκτήτης μιας τράπεζας είναι άνθρωπος δίκαιος, διότι δεν έκλεψε κανέναν στα ρέστα». Εξακολουθώ να πιέζω, χωρίς να χάσω λεπτό. «Όποιος είναι καλός, μια μέρα ανταμείβεται». Αυτό ήταν. Η μύτη μεγάλωσε, μίκρυνε, μεγάλωσε, μίκρυνε, μεγάλωσε, μίκρυνε, και στο τέλος έμεινε στην θέση της, χαλασμένη. Από κοκκίνισμα τίποτε, αλλά η μύτη μας τελείωσε. Τερμα. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Μ' όλα αυτά θέλω να πω ότι η μύτη μου έχει πάψει πια να μου δίνει σημασία εδώ και χρόνια. Κι έτσι, ό,τι σας είπα μπορεί να είναι και ψέματα ή μπορεί ακόμη και το ότι η μύτη μου χάλασε να είναι ψέμα. Κι αυτό το τελευταίο σας το ορκίζομαι σ' ο,τι έχω πιο όσιο και πιο ιερό.
Παρουσιάστηκε την Άνοιξη του 2005 στο θέατρο "Φούρνος" σε σκηνοθεσία Δ. Κονδυλάκη, με τον Σπύρο Ανδρεόπουλο. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάροδος, (2006) 11: 1139-1141.)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό. Ιδίως που το θέμα της μύτης παραμένει ανοιχτό καθώς συνδέεται στην τελευταία πρόταση με την απουσία οιασδήποτε «πίστης», σε όσιο και ιερό, σε κάτι πέρα από το εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Πινόκιο έχει κι αυτός -όπως και ο Δον Ζουάν - γραφτεί αρχικά με ηθικοπλαστικούς σκοπούς, αλλά στο τέλος στους αναγνώστες κυριαρχεί και στις δύο περιπτώσεις ο θαυμασμός για τον ήρωα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚωνσταντίνε καλωσήρθες στον κόσμο των αφανών διαδικτυακών καλωδίων... Να συνεχίσεις να κάνεις μεγάλα post εαν γίνεται προς την Παρασκευή γιατί να τα τυπώνουμε να τα χαζεύουμε το ΣΚ (είναι ακριβά τα βιβλία, παίζει οικονομική κρίση, είμαστε και εμείς οι μικρομεσαίοι της ποσότητας)... αντε καλές δουλειές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνάδελφε ιστολόγε ευχαριστώ πολύ. Όλοι μου λένε ότι πρέπει να γράφω πιο μικρά. Θα έχω μόνο εσένα για φίλο, που λες αυτό που θέλω να ακούω.
ΑπάντησηΔιαγραφή