«Πάρ' τα ρε πούστη, πάρ' τα, θα πεθάνεις ρε μουνί, θα πεθάνεις!» Τον είχε ρίξει κάτω και τον χτυπούσε με όλην του την δύναμη στο πρόσωπο.
Τα χέρια του είχαν ματώσει και με κάθε χτύπημα ακουγόταν ένας ξερός ήχος που δεν ήξερες αν ήταν από τα κόκκαλα του κεφαλιού αυτού του φοβισμένου κυρίου με την γραβάτα ή από τα δάχτυλα του Γιώργου, που έσπαζαν πάνω στο πρόσωπο του κυρίου. Εκείνος προσπαθούσε κάτι να πει, σαν να ήθελε να τον ικετέψει να σταματήσει, και τότε ο Γιώργος άρχισε να τον χτυπά στο στόμα. «Θες κουβεντούλα; Θες κουβεντούλα ρε αρχίδι; Θα τα πούμε καλά» και του έσπαγε τα δόντια με τις γροθιές του. Και όπως τα μάτια του κυρίου είχαν βουρκώσει και ήθελαν και αυτά κάτι να πουν, ο Γιώργος σκέφτηκε ότι αυτό το κτήνος ήθελε να τον παρακαλέσει να σταματήσει, με το βλέμμα. Έβαλε λοιπόν τους αντίχειρες μέσα στα μάτια του και άρχισε να πιέζει. «Τι είναι μωρό μου; Τι είναι ματάκια μου; Χαχά, καλό ε; Ματάκια μου!» Και πίεζε ώσπου οι αντίχειρές του βυθίστηκαν και βάφτηκαν στο αίμα, μέσα στα μάτια του κυρίου με την γραβάτα, που ήταν τώρα ένας κύριος με γραβάτα αλλά χωρίς μάτια.
«Γιώργο», φώναξε η μαμά του, που στεκόταν λίγο παραδίπλα. Ο Γιώργος έβγαλε τους αντίχειρές του από τις κόγχες του κυρίου με την γραβάτα αλλά χωρίς μάτια και τσίριξε:
-Τι θες ρε μαμά, δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;
-Καλά αγόρι μου, καλά, δεν θέλω τίποτε.
-Ε λοιπόν παράτα με! Θα τα πούμε μετά.
-Γιώργο, αυτός ο κύριος...
- Άντε πάλι.
-Θυμάσαι που ψάχναμε τα χαρτιά της εταιρείας για να δούμε ποιός ήταν θυρωρός την ημέρα που δεν σε δέχτηκαν για συνέντευξη;
-Θυμάμαι.
- Ε, δεν είναι αυτός.
- Τι δεν είναι αυτός;
-Μοιάζει πολύ, και στο σουλούπι, και στο βλέμμα -στο βλέμμα δηλαδή παλιά, όχι τώρα- αλλά δεν είναι.
-Καλά, και τώρα μου το λες;
-Μα δε ρωτάς. Όλο τον έξυπνο κάνεις, όλα τα ξέρεις εσύ, μόνο την μητέρα σου δεν ξέρεις να ρωτήσεις.
-Και ποιός είναι;
-Δεν ξέρω, έχουν αλλάξει γραφεία.
-Δηλαδή τώρα αυτός... όχι ρε γαμώτο...
-Καλά αγόρι μου, μη στενοχωριέσαι. Έλα τώρα, θα με κάνεις να μετανιώσω που στο είπα. Να, εγώ φταίω, έπρεπε να στο κρύψω. Μην κάνεις έτσι, θα τον βρούμε.
-Τι θα βρούμε ρε μάνα; Και γι' αυτόν τα ίδια μου έλεγες. Θα τον βρούμε, θα τον βρούμε, να τι βρήκαμε!»
Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος δεν ξαναμίλησε στην μητέρα του. Μόνο έπλενε μανιωδώς τα χέρια του, μέχρι που ξεφλούδισαν και πονούσαν, από το σαπούνι και το καυτό νερό, κι όμως δεν μπορούσε να βγάλει την μυρωδιά του αίματος, για μέρες. Η μητέρα του δεν παραδέχτηκε ποτέ το σφάλμα της και επέμενε ότι αν το αρχείο με τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των υποψήφιων θυμάτων ήταν λίγο πιο τακτοποιημένο, τίποτε απ' όλ' αυτά δεν θα είχε συμβεί. Τελικά ξαναμίλησαν από ανάγκη, μόνο και μόνο διότι έπρεπε να σχεδιάσουν τον επόμενο φόνο και, κυρίως, να διαλέξουν προσεκτικά το θύμα, γιατί -κακά τα ψέματα- τίποτε δεν είναι πιο εξευτελιστικό για έναν δολοφόνο από το να χτυπήσει λάθος πόρτα. Από φονιάς υποβιβάζεται αμέσως σε ρεζίλη, όλος ο σεβασμός που έχουν στις φυλακές για τους βαρυποινίτες γίνεται πικρή ειρωνεία: «σκληρό καρύδι, αλλά λίγο αλλήθωρος».
Με τούτα και μ' εκείνα ήρθε η ώρα να πληρώσει το επόμενο θύμα. Και θα πλήρωνε διπλά, και για τον προηγούμενο, που ήταν εκεί από λάθος, το κοπρόσκυλο. Τον εντόπισαν λοιπόν και σχεδίασαν τα πάντα στην εντέλεια. Τον περιμένουν να μείνει μόνος στο μαγαζί πριν να κλείσει. Ο Γιώργος τον παρατηρεί, τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, ώσπου το μάτι του πέφτει στα αγυάλιστα παπούτσια του. «Που να βρει καιρό, το καθοίκι», σκέφτηκε, «με τόσα που κάνει.» Χωρίς να πει κουβέντα, μπήκε μέσα και άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο και στην κοιλιά, ώσπου ο κύριος με τα αγυάλιστα παπούτσια διπλώθηκε στα δύο και έπεσε κάτω. Ο Γιώργος τότε σήκωσε μία καρέκλα και ετοιμαζόταν να την κατεβάσει με όλην του την δύναμη στο κεφάλι του κυρίου, την ώρα που η μαμά του, που είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για ένα ακόμη τραγικό λάθος, μπήκε αιφνιδιαστικά ανάμεσα στο κεφάλι του κυρίου με τα αγυάλιστα παπούτσια και την καρέκλα, με σκοπό να τον εμποδίσει. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, λοιπόν, η καρέκλα πήγαινε ολοταχώς προς το κεφάλι της μαμάς του Γιώργου. Θεία Δίκη! Ο τύραννος των παιδικών του χρόνων, η πηγή της νόσου και της δυστυχίας του, θα πήγαινε επιτέλους στον άλλο κόσμο! Λίγα εκατοστά ακόμα, και αυτό το σιχαμερό κεφάλι με το μαλλί του φτηνού κομμωτηρίου θα θρυμματιζόταν, όπως ακριβώς του άξιζε. Και τότε πέρασε από το μυαλό του Γιώργου σαν αστραπή ότι αυτό δεν ήταν λάθος... όχι, το έκανε επίτηδες, αυτό ήθελε, να της λειώσει το κεφάλι. Έβαλε ακόμη περισσότερη δύναμη, κατέβασε την καρέκλα προς το έδαφος και... Θαύμα! Θαύμα! Ο Θεός, ο Διάβολος, κάποιος παρενέβη την τελευταία στιγμή και την γλύτωσε. Η καρέκλα πιάστηκε στην άκρη του γραφείου, αναπήδησε και προσγειώθηκε στο κεφάλι του κυρίου με τα αγυάλιστα παπούτσια. Α στο διάολο! Τζίφος! Ο κύριος ψόφησε κι αυτός όπως ο προηγούμενος: άδικα - όπως όλοι οι άνθρωποι, εδώ που τα λέμε. Μικρό το κακό, θα μου πεις, αφού κάθε θνητός πέπρωται να αποδημήσει εις Κύριον, λοιπόν τι τώρα τι αργότερα. Αυτή η αποστροφή των ανθρώπων για τον φόνο έχει μία δόση υπερβολής, σκεφτόταν ο Γιώργος. Η αποκάλυψη αυτής της περιπέτειας όμως ήταν άλλη: ήταν αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου που ονειρεύτηκε πως κατεβάζει την καρέκλα στο κεφάλι της μητέρας του. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στους ανθρώπους που γνώρισαν τις εσχατιές της ψυχής, κατέληξε να σκεφτεί μία πολύ σοφή φράση, δώρο για όλους εμάς τους ανθρώπους της ρουτίνας: πως πιο πολύ κι από τον έρωτα, το κακό δεν μπορεί παρά να ξαστοχήσει.
Πρώτη δημοσίευση Πάροδος τ. 23-24, Δεκ. 2008, σ. 2750-2752
Τα χέρια του είχαν ματώσει και με κάθε χτύπημα ακουγόταν ένας ξερός ήχος που δεν ήξερες αν ήταν από τα κόκκαλα του κεφαλιού αυτού του φοβισμένου κυρίου με την γραβάτα ή από τα δάχτυλα του Γιώργου, που έσπαζαν πάνω στο πρόσωπο του κυρίου. Εκείνος προσπαθούσε κάτι να πει, σαν να ήθελε να τον ικετέψει να σταματήσει, και τότε ο Γιώργος άρχισε να τον χτυπά στο στόμα. «Θες κουβεντούλα; Θες κουβεντούλα ρε αρχίδι; Θα τα πούμε καλά» και του έσπαγε τα δόντια με τις γροθιές του. Και όπως τα μάτια του κυρίου είχαν βουρκώσει και ήθελαν και αυτά κάτι να πουν, ο Γιώργος σκέφτηκε ότι αυτό το κτήνος ήθελε να τον παρακαλέσει να σταματήσει, με το βλέμμα. Έβαλε λοιπόν τους αντίχειρες μέσα στα μάτια του και άρχισε να πιέζει. «Τι είναι μωρό μου; Τι είναι ματάκια μου; Χαχά, καλό ε; Ματάκια μου!» Και πίεζε ώσπου οι αντίχειρές του βυθίστηκαν και βάφτηκαν στο αίμα, μέσα στα μάτια του κυρίου με την γραβάτα, που ήταν τώρα ένας κύριος με γραβάτα αλλά χωρίς μάτια.
«Γιώργο», φώναξε η μαμά του, που στεκόταν λίγο παραδίπλα. Ο Γιώργος έβγαλε τους αντίχειρές του από τις κόγχες του κυρίου με την γραβάτα αλλά χωρίς μάτια και τσίριξε:
-Τι θες ρε μαμά, δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;
-Καλά αγόρι μου, καλά, δεν θέλω τίποτε.
-Ε λοιπόν παράτα με! Θα τα πούμε μετά.
-Γιώργο, αυτός ο κύριος...
- Άντε πάλι.
-Θυμάσαι που ψάχναμε τα χαρτιά της εταιρείας για να δούμε ποιός ήταν θυρωρός την ημέρα που δεν σε δέχτηκαν για συνέντευξη;
-Θυμάμαι.
- Ε, δεν είναι αυτός.
- Τι δεν είναι αυτός;
-Μοιάζει πολύ, και στο σουλούπι, και στο βλέμμα -στο βλέμμα δηλαδή παλιά, όχι τώρα- αλλά δεν είναι.
-Καλά, και τώρα μου το λες;
-Μα δε ρωτάς. Όλο τον έξυπνο κάνεις, όλα τα ξέρεις εσύ, μόνο την μητέρα σου δεν ξέρεις να ρωτήσεις.
-Και ποιός είναι;
-Δεν ξέρω, έχουν αλλάξει γραφεία.
-Δηλαδή τώρα αυτός... όχι ρε γαμώτο...
-Καλά αγόρι μου, μη στενοχωριέσαι. Έλα τώρα, θα με κάνεις να μετανιώσω που στο είπα. Να, εγώ φταίω, έπρεπε να στο κρύψω. Μην κάνεις έτσι, θα τον βρούμε.
-Τι θα βρούμε ρε μάνα; Και γι' αυτόν τα ίδια μου έλεγες. Θα τον βρούμε, θα τον βρούμε, να τι βρήκαμε!»
Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος δεν ξαναμίλησε στην μητέρα του. Μόνο έπλενε μανιωδώς τα χέρια του, μέχρι που ξεφλούδισαν και πονούσαν, από το σαπούνι και το καυτό νερό, κι όμως δεν μπορούσε να βγάλει την μυρωδιά του αίματος, για μέρες. Η μητέρα του δεν παραδέχτηκε ποτέ το σφάλμα της και επέμενε ότι αν το αρχείο με τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των υποψήφιων θυμάτων ήταν λίγο πιο τακτοποιημένο, τίποτε απ' όλ' αυτά δεν θα είχε συμβεί. Τελικά ξαναμίλησαν από ανάγκη, μόνο και μόνο διότι έπρεπε να σχεδιάσουν τον επόμενο φόνο και, κυρίως, να διαλέξουν προσεκτικά το θύμα, γιατί -κακά τα ψέματα- τίποτε δεν είναι πιο εξευτελιστικό για έναν δολοφόνο από το να χτυπήσει λάθος πόρτα. Από φονιάς υποβιβάζεται αμέσως σε ρεζίλη, όλος ο σεβασμός που έχουν στις φυλακές για τους βαρυποινίτες γίνεται πικρή ειρωνεία: «σκληρό καρύδι, αλλά λίγο αλλήθωρος».
Με τούτα και μ' εκείνα ήρθε η ώρα να πληρώσει το επόμενο θύμα. Και θα πλήρωνε διπλά, και για τον προηγούμενο, που ήταν εκεί από λάθος, το κοπρόσκυλο. Τον εντόπισαν λοιπόν και σχεδίασαν τα πάντα στην εντέλεια. Τον περιμένουν να μείνει μόνος στο μαγαζί πριν να κλείσει. Ο Γιώργος τον παρατηρεί, τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, ώσπου το μάτι του πέφτει στα αγυάλιστα παπούτσια του. «Που να βρει καιρό, το καθοίκι», σκέφτηκε, «με τόσα που κάνει.» Χωρίς να πει κουβέντα, μπήκε μέσα και άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο και στην κοιλιά, ώσπου ο κύριος με τα αγυάλιστα παπούτσια διπλώθηκε στα δύο και έπεσε κάτω. Ο Γιώργος τότε σήκωσε μία καρέκλα και ετοιμαζόταν να την κατεβάσει με όλην του την δύναμη στο κεφάλι του κυρίου, την ώρα που η μαμά του, που είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για ένα ακόμη τραγικό λάθος, μπήκε αιφνιδιαστικά ανάμεσα στο κεφάλι του κυρίου με τα αγυάλιστα παπούτσια και την καρέκλα, με σκοπό να τον εμποδίσει. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, λοιπόν, η καρέκλα πήγαινε ολοταχώς προς το κεφάλι της μαμάς του Γιώργου. Θεία Δίκη! Ο τύραννος των παιδικών του χρόνων, η πηγή της νόσου και της δυστυχίας του, θα πήγαινε επιτέλους στον άλλο κόσμο! Λίγα εκατοστά ακόμα, και αυτό το σιχαμερό κεφάλι με το μαλλί του φτηνού κομμωτηρίου θα θρυμματιζόταν, όπως ακριβώς του άξιζε. Και τότε πέρασε από το μυαλό του Γιώργου σαν αστραπή ότι αυτό δεν ήταν λάθος... όχι, το έκανε επίτηδες, αυτό ήθελε, να της λειώσει το κεφάλι. Έβαλε ακόμη περισσότερη δύναμη, κατέβασε την καρέκλα προς το έδαφος και... Θαύμα! Θαύμα! Ο Θεός, ο Διάβολος, κάποιος παρενέβη την τελευταία στιγμή και την γλύτωσε. Η καρέκλα πιάστηκε στην άκρη του γραφείου, αναπήδησε και προσγειώθηκε στο κεφάλι του κυρίου με τα αγυάλιστα παπούτσια. Α στο διάολο! Τζίφος! Ο κύριος ψόφησε κι αυτός όπως ο προηγούμενος: άδικα - όπως όλοι οι άνθρωποι, εδώ που τα λέμε. Μικρό το κακό, θα μου πεις, αφού κάθε θνητός πέπρωται να αποδημήσει εις Κύριον, λοιπόν τι τώρα τι αργότερα. Αυτή η αποστροφή των ανθρώπων για τον φόνο έχει μία δόση υπερβολής, σκεφτόταν ο Γιώργος. Η αποκάλυψη αυτής της περιπέτειας όμως ήταν άλλη: ήταν αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου που ονειρεύτηκε πως κατεβάζει την καρέκλα στο κεφάλι της μητέρας του. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στους ανθρώπους που γνώρισαν τις εσχατιές της ψυχής, κατέληξε να σκεφτεί μία πολύ σοφή φράση, δώρο για όλους εμάς τους ανθρώπους της ρουτίνας: πως πιο πολύ κι από τον έρωτα, το κακό δεν μπορεί παρά να ξαστοχήσει.
Πρώτη δημοσίευση Πάροδος τ. 23-24, Δεκ. 2008, σ. 2750-2752
Μάλλον το κακό είναι όπως κι έρωτας, τυφλό. Και τα δυο όμως κάποια στιγμή σε βρίσκουν. Καλογραμμένο, έξυπνο και αστείο. Λίγο αδύναμο βρίσκω το σχόλιο για τον θάνατο, 'τι τώρα τι αργότερα'. Μοιάζει χιλοειπωμένο και ρηχό. Χωρίς αυτό μάλλον το διήγημα δένει καλύτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μετά από την επίλυση των τεχνικών προβλημάτων να ευχηθώ μακροημέρευση. Επίσης να εκφράσω την ελπίδα να μη σε κερδίσει ολοκληρωτικά η νέα τεχνολογία και χαθείς στα απρόσωπα κτίρια της Πολυτεχνειούπολης για νέες σπουδές. Οι τέχνες και τα γράμματα σε χρειάζονται. Το ίδιο και οι εκπομπές μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήTV5
Εγώ πάλι βρίσκω ότι το κακό, όπως και ο έρωτας, έρχεται τελικώς από κει που δεν το περιμένεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚωνσταντίνε με τρομάζεις ενίοτε!
Την πρώτη φορά που διάβασα δημόσια αυτήν την ιστορία με ρώτησαν πώς τα πάω με τη μαμά μου. Έχει κάνει πολύ κακό η ψυχανάλυση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε, μην ανησυχείς. Ό,τι πορεία και αν πάρει η ζωή μου, θα είμαι πάντα διαθέσιμος για το TV5.
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΕ ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ. ΠΑΝΤΑ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΚΡΕΣ. ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΒΕΒΑΙΑ ΜΙΑ ΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ, ΣΤΑ ΧΗΜΙΚΑ.ΠΡΟΣΕΞΕ ΤΟ ΑΥΤΟ.ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΣΕ ΑΛΛΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΛΑ.ΠΑΝΤΩΣ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΚΑΛΑ ΤΟ ΠΑΣ . ΣΥΝΕΧΙΣΕ. Υ.Γ. ΓΙΑ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΚΟ ΕΧΕ ΜΙΑ ΕΝΕΣΗ ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗΣ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ OVERDOSE.
ΑπάντησηΔιαγραφή