JONATHAN GLOVER, Ηθική Απόσταση [ένα κεφάλαιο ηθικής φιλοσοφίας], μετάφραση και επίμετρο: Κωνσταντίνος Πουλής, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 45
Το μικρό δοκίμιο που δημοσιεύεται στη γνωστή φιλοσοφική σειρά του «Έρασμου» είναι το τελευταίο κεφάλαιο από ένα βιβλίο του Γκλόβερ το οποίο εκδόθηκε το 1991. Με ύφος που δεν αναπαράγει τις «τεχνικές» συζητήσεις της σύγχρονης αναλυτικής ηθικής φιλοσοφίας, ο Γκλόβερ ασκεί κριτική στις ηθικές του συναισθήματος, στην πολυφόρετη στις μέρες μας ηθική που στηρίζεται στις αυθόρμητες αντιδράσεις.
Η κριτική του ωστόσο έχει ως σημείο αφετηρίας μια κατανόηση των ψυχολογικών μηχανισμών και των γνωστικών περιορισμών που ευνοούν την εκδήλωση μιας a la carte ηθικής, μιας ηθικής που καμώνεται πως αγνοεί ή και αδιαφορεί για το ευρύτερο πλαίσιο και τις «απομακρυσμένες αιτίες» των αποδοκιμαστέων δεινών. Η επιχειρηματολογία την οποία αποτολμά ο συγγραφέας έχει καίρια σημασία. Τόσο για την πολιτική στιγμή στην οποία καταγράφηκε όσο και για τη συζήτηση την οποία ακόμα μπορεί να εμπνεύσει. Έρχεται πιστεύω να προστεθεί στις πολύ βάσιμες αμφιβολίες που εγείρονται, εδώ και πολλά χρόνια, για τη λεγόμενη επιστροφή της ηθικής ευαισθησίας στους μεταμοντέρνους καιρούς. Θέτει επίσης γόνιμα ερωτήματα για τις «αξιακές» δικαιολογήσεις πολιτικών, στρατιωτικών, επιστημονικών αποφάσεων που στιγμάτισαν τα τελευταία χρόνια. Στη ρίζα και αυτής της προσέγγισης βρίσκεται αυτή η διάσταση την οποία ο Ζιλ Λιποβετσκί έχει αποκαλέσει «ανώδυνη ηθική των σύγχρονων καιρών». Αυτή η ευσυγκίνητη και ρηχή ηθική είναι μονόπλευρη και άνισα μοιρασμένη, σε δεινά που ελκύουν όλη την προσοχή και εγκλήματα που δεν ενδιαφέρουν και δεν κινητοποιούν παρά ελάχιστους. Ένα παιδί που έπεσε θύμα κακοποίησης θα συγκεντρώσει κύματα αγανάκτησης και συγκίνησης, την ίδια στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες συνομήλικοί του δεν μπορούν να θεραπευτούν από ιάσιμες ασθένειες εξαιτίας του κόστους των φαρμάκων. Ένα θύμα της ατομικής τρομοκρατίας μετρά απείρως περισσότερο από εκατοντάδες νεκρούς μιας νομιμοποιημένης στρατιωτικής επιχείρησης. Και αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί να γεμίσουν σελίδες ολόκληρες.
Γιατί αυτό το παράδοξο αμάλγαμα υπερευαισθησίας και αδιαφορίας, ομόθυμων αποτροπιασμών και σκανδαλωδών παραλείψεων; Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι διαρκώς σε επαγρύπνηση. Η ίδια η ατομική συνείδηση, έλεγε ο Νίτσε, χρειάζεται μια ορισμένη ποσότητα λησμονιάς και « ασυνέπειας» για να λειτουργήσει η πρακτική μας ζωή. Η πλήρης ενημέρωση για τις συνέπειες των επιλογών μας ή για το βαθμό αλληλεξάρτησης των πιο αθώων συμπεριφορών μας θα ήταν παραλυτική και αφόρητη για την ίδια τη δομή μιας ομαλής καθημερινότητας. Το ερώτημα είναι έτσι μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε πράξεις ή παραλείψεις που επειδή φαντάζουν «μακρινές» δεν μας κινητοποιούν ηθικά; Αυτό το ερώτημα έχει ιδιαίτερη αξία όταν βεβαίως οδηγεί σε μια θετική διέξοδο: σε μια αλλαγή της ηθικής μας θεώρησης ή όπως το εκφράζει ο Γκλόβερ στο να «αποσύρουμε την πνευματική στήριξή μας από κάποιες από τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις και έτσι να συντείνουμε στην αποδυνάμωση της εξουσίας που έχουν πάνω μας» (σ.24).
Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να απαξιώσει πλήρως τις αυθόρμητες αντιδράσεις που συμφωνούν με πολλές από τις υπάρχουσες πεποιθήσεις και κεκτημένες αξιολογήσεις. Τονίζει απλώς την ανάγκη κριτικής σε αυτές τις πεποιθήσεις και στο είδος της ατομικής ευαισθησίας που συμβιβάζεται με την πολιτική απάθεια και την αδιαφορία για τις μακρινές υποθέσεις. Ο Γκλόβερ δεν πιστεύει στη δυνατότητα μεγάλων και απότομων αλλαγών στις ηθικές πεποιθήσεις των ατόμων. Αναγνωρίζει ρεαλιστικά την ισχύ της παράδοσης, τη σημασία της εκάστοτε ρουτίνας, την τάση των υποκειμένων να επιζητούν την ασφάλεια των επικυρωμένων εξηγήσεων και περιγραφών του κόσμου. Οι κοινότητες συναισθήματος που δημιουργούνται στη βάση της μιας ή άλλης μαζικής ηθικής σταυροφορίας δεν αναπληρώνονται εύκολα από την κριτική μοναξιά της θεωρίας. Όλα αυτά ωστόσο δεν σημαίνουν ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τον έλεγχο εκείνων των συμπεριφορών που εμφανίζονται ως φυσικές, αυθόρμητες και σχεδόν επιβεβλημένες. Η ηθική δεν μπορεί να παραγνωρίζει τις πραγματικότητες που κινούνται «εκτός της εμβέλειας των συναισθηματικών μας αντιδράσεων» (σ.22). Και εάν ένας ισχυρός ηθικός ορθολογισμός φαίνεται να ζητά υπερβολικά πράγματα από τον εμπειρικό άνθρωπο, η ανώδυνη ηθική των μελοδραματικών εφέ περιορίζει ασφυκτικά το πεδίο της πρακτικής ελευθερίας του πολίτη.
Το κείμενο του Γκλόβερ συνοδεύεται από ένα πολύ ερεθιστικό επίμετρο του Κωνσταντίνου Πουλή με θέμα τη σύγχρονη τρομοκρατία και τις σχετικές με την τρομοκρατία ηθικές κρίσεις. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερο παράδειγμα για να αναπτύξει κανείς μια συνομιλία με τις θέσεις του Γκλόβερ από αυτό προς το οποίο στράφηκε ο συγγραφέας του επιμέτρου. Δικαιολογείται άραγε να αποκόπτουμε το εκάστοτε τρομοκρατικό συμβάν από κάθε κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο; Ο αποτροπιασμός μπροστά στην ωμότητα της τρομοκρατίας αρκεί για την ηθικοπολιτική κρίση της πολιτικής ή της θρησκευτικής βίας και των υποκειμένων της; Στην αιχμή της προβληματικής έρχεται εδώ το πρόβλημα της «απομακρυσμένης βίας». Ζήτημα που ασφαλώς αξίζει όλη την προσοχή μας καθόσον και αυτό με τη σειρά του προσκρούει στις δυο ομογάλακτες τάσεις του ηθικισμού των καιρών μας: στη φορμαλιστική ή νομικίστικη προσέγγιση της πολιτικής εγκληματικότητας και στη «συναισθηματική» συρρίκνωση της ηθικής εμπειρίας.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η κατάθεση, τόσο με το επιχείρημα του Γκλόβερ όσο και με το πολιτικό επίμετρο του μεταφραστή του συμβάλει σε μια ψύχραιμη διερεύνηση κεντρικών ηθικοπολιτικών διλημμάτων που αντιμετωπίζουμε εδώ και δυο δεκαετίες τουλάχιστον. Είναι για αυτό μια φιλική χειρονομία προς την κριτική σκέψη και πάνω από όλα ένα μικρό αντίδοτο στους κομφορμισμούς που απειλούν με παράλυση τα ηθικά και πολιτικά μας αισθητήρια.
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο ΑΠΘ
1. Jonathan Glover, Causing death and saving lives. The moral problems of abortion, infanticide, suicide, euthanasia, capital punishiment, war and other life-or-death choices, Penguin books.
Αυγή της Κυριακής, Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/12/2009
Το μικρό δοκίμιο που δημοσιεύεται στη γνωστή φιλοσοφική σειρά του «Έρασμου» είναι το τελευταίο κεφάλαιο από ένα βιβλίο του Γκλόβερ το οποίο εκδόθηκε το 1991. Με ύφος που δεν αναπαράγει τις «τεχνικές» συζητήσεις της σύγχρονης αναλυτικής ηθικής φιλοσοφίας, ο Γκλόβερ ασκεί κριτική στις ηθικές του συναισθήματος, στην πολυφόρετη στις μέρες μας ηθική που στηρίζεται στις αυθόρμητες αντιδράσεις.
Η κριτική του ωστόσο έχει ως σημείο αφετηρίας μια κατανόηση των ψυχολογικών μηχανισμών και των γνωστικών περιορισμών που ευνοούν την εκδήλωση μιας a la carte ηθικής, μιας ηθικής που καμώνεται πως αγνοεί ή και αδιαφορεί για το ευρύτερο πλαίσιο και τις «απομακρυσμένες αιτίες» των αποδοκιμαστέων δεινών. Η επιχειρηματολογία την οποία αποτολμά ο συγγραφέας έχει καίρια σημασία. Τόσο για την πολιτική στιγμή στην οποία καταγράφηκε όσο και για τη συζήτηση την οποία ακόμα μπορεί να εμπνεύσει. Έρχεται πιστεύω να προστεθεί στις πολύ βάσιμες αμφιβολίες που εγείρονται, εδώ και πολλά χρόνια, για τη λεγόμενη επιστροφή της ηθικής ευαισθησίας στους μεταμοντέρνους καιρούς. Θέτει επίσης γόνιμα ερωτήματα για τις «αξιακές» δικαιολογήσεις πολιτικών, στρατιωτικών, επιστημονικών αποφάσεων που στιγμάτισαν τα τελευταία χρόνια. Στη ρίζα και αυτής της προσέγγισης βρίσκεται αυτή η διάσταση την οποία ο Ζιλ Λιποβετσκί έχει αποκαλέσει «ανώδυνη ηθική των σύγχρονων καιρών». Αυτή η ευσυγκίνητη και ρηχή ηθική είναι μονόπλευρη και άνισα μοιρασμένη, σε δεινά που ελκύουν όλη την προσοχή και εγκλήματα που δεν ενδιαφέρουν και δεν κινητοποιούν παρά ελάχιστους. Ένα παιδί που έπεσε θύμα κακοποίησης θα συγκεντρώσει κύματα αγανάκτησης και συγκίνησης, την ίδια στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες συνομήλικοί του δεν μπορούν να θεραπευτούν από ιάσιμες ασθένειες εξαιτίας του κόστους των φαρμάκων. Ένα θύμα της ατομικής τρομοκρατίας μετρά απείρως περισσότερο από εκατοντάδες νεκρούς μιας νομιμοποιημένης στρατιωτικής επιχείρησης. Και αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί να γεμίσουν σελίδες ολόκληρες.
Γιατί αυτό το παράδοξο αμάλγαμα υπερευαισθησίας και αδιαφορίας, ομόθυμων αποτροπιασμών και σκανδαλωδών παραλείψεων; Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι διαρκώς σε επαγρύπνηση. Η ίδια η ατομική συνείδηση, έλεγε ο Νίτσε, χρειάζεται μια ορισμένη ποσότητα λησμονιάς και « ασυνέπειας» για να λειτουργήσει η πρακτική μας ζωή. Η πλήρης ενημέρωση για τις συνέπειες των επιλογών μας ή για το βαθμό αλληλεξάρτησης των πιο αθώων συμπεριφορών μας θα ήταν παραλυτική και αφόρητη για την ίδια τη δομή μιας ομαλής καθημερινότητας. Το ερώτημα είναι έτσι μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε πράξεις ή παραλείψεις που επειδή φαντάζουν «μακρινές» δεν μας κινητοποιούν ηθικά; Αυτό το ερώτημα έχει ιδιαίτερη αξία όταν βεβαίως οδηγεί σε μια θετική διέξοδο: σε μια αλλαγή της ηθικής μας θεώρησης ή όπως το εκφράζει ο Γκλόβερ στο να «αποσύρουμε την πνευματική στήριξή μας από κάποιες από τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις και έτσι να συντείνουμε στην αποδυνάμωση της εξουσίας που έχουν πάνω μας» (σ.24).
Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να απαξιώσει πλήρως τις αυθόρμητες αντιδράσεις που συμφωνούν με πολλές από τις υπάρχουσες πεποιθήσεις και κεκτημένες αξιολογήσεις. Τονίζει απλώς την ανάγκη κριτικής σε αυτές τις πεποιθήσεις και στο είδος της ατομικής ευαισθησίας που συμβιβάζεται με την πολιτική απάθεια και την αδιαφορία για τις μακρινές υποθέσεις. Ο Γκλόβερ δεν πιστεύει στη δυνατότητα μεγάλων και απότομων αλλαγών στις ηθικές πεποιθήσεις των ατόμων. Αναγνωρίζει ρεαλιστικά την ισχύ της παράδοσης, τη σημασία της εκάστοτε ρουτίνας, την τάση των υποκειμένων να επιζητούν την ασφάλεια των επικυρωμένων εξηγήσεων και περιγραφών του κόσμου. Οι κοινότητες συναισθήματος που δημιουργούνται στη βάση της μιας ή άλλης μαζικής ηθικής σταυροφορίας δεν αναπληρώνονται εύκολα από την κριτική μοναξιά της θεωρίας. Όλα αυτά ωστόσο δεν σημαίνουν ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τον έλεγχο εκείνων των συμπεριφορών που εμφανίζονται ως φυσικές, αυθόρμητες και σχεδόν επιβεβλημένες. Η ηθική δεν μπορεί να παραγνωρίζει τις πραγματικότητες που κινούνται «εκτός της εμβέλειας των συναισθηματικών μας αντιδράσεων» (σ.22). Και εάν ένας ισχυρός ηθικός ορθολογισμός φαίνεται να ζητά υπερβολικά πράγματα από τον εμπειρικό άνθρωπο, η ανώδυνη ηθική των μελοδραματικών εφέ περιορίζει ασφυκτικά το πεδίο της πρακτικής ελευθερίας του πολίτη.
Το κείμενο του Γκλόβερ συνοδεύεται από ένα πολύ ερεθιστικό επίμετρο του Κωνσταντίνου Πουλή με θέμα τη σύγχρονη τρομοκρατία και τις σχετικές με την τρομοκρατία ηθικές κρίσεις. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερο παράδειγμα για να αναπτύξει κανείς μια συνομιλία με τις θέσεις του Γκλόβερ από αυτό προς το οποίο στράφηκε ο συγγραφέας του επιμέτρου. Δικαιολογείται άραγε να αποκόπτουμε το εκάστοτε τρομοκρατικό συμβάν από κάθε κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο; Ο αποτροπιασμός μπροστά στην ωμότητα της τρομοκρατίας αρκεί για την ηθικοπολιτική κρίση της πολιτικής ή της θρησκευτικής βίας και των υποκειμένων της; Στην αιχμή της προβληματικής έρχεται εδώ το πρόβλημα της «απομακρυσμένης βίας». Ζήτημα που ασφαλώς αξίζει όλη την προσοχή μας καθόσον και αυτό με τη σειρά του προσκρούει στις δυο ομογάλακτες τάσεις του ηθικισμού των καιρών μας: στη φορμαλιστική ή νομικίστικη προσέγγιση της πολιτικής εγκληματικότητας και στη «συναισθηματική» συρρίκνωση της ηθικής εμπειρίας.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η κατάθεση, τόσο με το επιχείρημα του Γκλόβερ όσο και με το πολιτικό επίμετρο του μεταφραστή του συμβάλει σε μια ψύχραιμη διερεύνηση κεντρικών ηθικοπολιτικών διλημμάτων που αντιμετωπίζουμε εδώ και δυο δεκαετίες τουλάχιστον. Είναι για αυτό μια φιλική χειρονομία προς την κριτική σκέψη και πάνω από όλα ένα μικρό αντίδοτο στους κομφορμισμούς που απειλούν με παράλυση τα ηθικά και πολιτικά μας αισθητήρια.
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο ΑΠΘ
1. Jonathan Glover, Causing death and saving lives. The moral problems of abortion, infanticide, suicide, euthanasia, capital punishiment, war and other life-or-death choices, Penguin books.
Αυγή της Κυριακής, Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/12/2009
Συνωνυμία, ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος με ποιον;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός ο Πουλής...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι τον έχεις;
Τίποτε. Είναι γνωστό ότι εγώ είμαι λαϊκός τραγουδιστής, δεν θα ήταν λογικό να πλακώσω ξαφνικά τις φιλοσοφίες.
ΑπάντησηΔιαγραφή