Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1952 ὁ Γ. Θεοτοκᾶς πραγματοποιεῖ μιὰ πεντάμηνη ἐπίσκεψη στὶς ΗΠΑ, προσκεκλημένος τοῦ Στέητ Ντηπάρτμεντ, ὡς διευθυντὴς τότε τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου. Ἐπιστρέφοντας γράφει μιὰ σειρὰ κειμένων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημοσιεύονται στὴν Καθημερινή, καὶ ἀργότερα, τὸ 1954, συγκεντρώνονται μαζὶ μὲ ἄλλα ἀδημοσίευτα σὲ ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο Δοκίμιο γιὰ τὴν Ἀμερική, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἴκαρος.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ξανακυκλοφορεῖ τώρα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἑστίας, μὲ εἰσαγωγὴ Ν. Ἀλιβιζάτου καὶ ἐπίμετρα Ἰ. Λαλιώτου καὶ Β. Λαμπρόπουλου. Τὸ Δοκίμιο γιὰ τὴν Ἀμερική ἀποτελεῖ μιὰ εὐτυχὴ συνάντηση τοῦ προσωπικοῦ ἀφηγηματικοῦ τόνου, ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὸ γλαφυρὸ πεζογραφικὸ ὕφος τοῦ Θεοτοκᾶ καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό του, μὲ μιὰ ἐκτεταμένη ἔρευνα στὴ βιβλιογραφία.
Περνώντας στὰ ἐπιμέρους, ὁ Θεοτοκᾶς βλέπει κάτι ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μύθο τῆς Ἀμερικῆς ὣς σήμερα: τὴν Ἀμερικὴ ὡς γῆ τῆς εὐκαιρίας, τὴ χώρα ὅπου «ὁ κλητήρας γίνεται πρέσβυς ἢ οἰκονομικὸς ἠγέτης», ὅπου μετράει μόνο ἡ ἀτομικὴ ἀξία, «ἡ ἀξίνα καὶ τὸ τουφέκι», καὶ ὅπου ἂν ἀξίζεις θὰ προκόψεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σκέλος ἑνὸς συλλογισμοῦ τοῦ ὁποίου ἡ φυσικὴ προέκταση εἶναι πὼς ὅποιος δὲν τὰ καταφέρει, δὲν εἶναι ἀδικημένος ἀλλὰ ἀποτυχημένος, «failure», ἄνθρωπος ποὺ «φέρει τὸ στίγμα αὐτοῦ ποὺ δὲν τὰ κατάφερε» (ὅπως γράφει μὲ ἀναφορὰ στὴν Mάργκαρετ Μῆντ) –ἄνθρωπος ποὺ εἶναι, ὅπως λέμε σήμερα στὰ Ἑλληνικά μας, «λοῦζερ». Ἀναφέρει λοιπὸν τὴν πουριτανικὴ ἠθική, ποὺ θεωρεῖ τὸν πλοῦτο δείγμα τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀποτυχία ὡς ἔνδειξη τῆς ἀποδοκιμασίας του, καὶ ἀντιγράφει στὸ περιθώριο μιᾶς σελίδας τοῦ ἡμερολογίου του τῆς περιόδου ἕνα ἀπόσπασμα ἄρθρου τῶν New York Times, ὅπου λέγεται πὼς ἡ ἀνοσία τῶν Ἀμερικανῶν ἐργατῶν στὸν Κομμουνισμὸ ὀφείλεται στὶς «εὐκαιρίες ποὺ προσφέρει ἡ Ἀμερικὴ σὲ κάθε ἄνδρα καὶ γυναίκα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν τάξη τους». Διέβλεπε ἐπίσης ὅτι κοιτώντας τὴν Ἀμερικὴ κανεὶς καὶ παρατηρώντας αὐτὲς τὶς στάσεις «ταξιδεύει στὸ μέλλον», στὶς «προεκβολὲς τῆς δικῆς μας πραγματικότητας». Καὶ ἐδῶ εἶχε δίκιο. Σὲ σχέση μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀποτυχημένου, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα ζωντανὸ λαϊκὸ τραγούδι καὶ λαϊκὸς κινηματογράφος ποὺ ὑμνοῦν τὴν ὑπερήφανη φτώχεια, τὸ καθαρὸ κούτελο τοῦ βιοπαλαιστῆ. Ὅμως ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζῆ ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸ τῆς ἐργασιακῆς ἠθικῆς ποὺ συνάντησε ὁ Θεοτοκᾶς στὴν Ἀμερικὴ τοῦ ’50. Οὔτε τὸ τραγούδι οὔτε ὁ κινηματογράφος ἔχουν μοῦτρα νὰ ὑμνήσουν τὴ φτώχεια σήμερα, διότι ὁ φτωχός, τὸ εἴπαμε, εἶναι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τὸ σύστημα τόσο ἀπλόχερα προσφέρει, δὲν εἶναι θύμα τῶν περιστάσεων. Εἶναι θέμα γιὰ ἄλλη κουβέντα, μεγάλη, ὅτι ἡ ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς ἀντίληψης, ποὺ ἐντόπισε ὁ Θεοτοκᾶς, ὑπῆρξε ἡ κίνηση μὰτ τῆς φιλελεύθερης ἰδεολογίας ἔναντι τῆς Ἀριστερᾶς: ὅταν ὁ φτωχὸς θεωρεῖται ἀποτυχημένος καὶ ὄχι ἀδικημένος, Ἀριστερὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.
Ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο τοῦ ἔχουν ἀποδοθεῖ τὰ εὔσημα μιᾶς πρώιμης ὀξυδέρκειας, ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῆς σημασίας τοῦ πολυεθνικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἀμερικῆς. Τιτλοφορεῖ ἕνα κεφάλαιό του «Τὸ χωνευτήρι» καὶ ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἀφομοιωτικὴ δύναμη τῆς Ἀμερικῆς, ποὺ συνιστᾶ μιὰ ὑπερεθνικὴ κοινότητα. Ἀναρωτιέται πῶς ἡ Εὐρώπη ἐπιμένει στὶς καθυστερημένες ἀντιλήψεις τοῦ διαχωρισμοῦ, «χάνοντας κολοσσιαῖες εὐκαιρίες γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ πολιτισμοῦ της».
Φτάνει νὰ μιλήσει, σὰν τὸν Καζαντζάκη ὅταν πατοῦσε τὴ χλόη τῆς Ὀξφόρδης, γιὰ τὸν ἐπισκέπτη ποὺ παρασύρεται καὶ συλλογίζεται ὅτι θὰ ἄξιζε «νὰ ἄρχιζε τὴ ζωή του ἐκεῖ, χωρὶς παράδοση οὔτε μνήμη». Ὅμως ὁ ἐνθουσιασμὸς εἶναι κακὸς σύμβουλος, κι ἔτσι ὁ συγγραφέας μιλᾶ μὲ ἀγαθότητα γιὰ τὴν τάση τῆς Ἀμερικῆς ποὺ «δὲν εἶναι νὰ κατακτήσει», καθὼς λέει αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο στὸν χαρακτῆρα της: «ἡ τάση της εἶναι ἡ προέκταση τῆς ὀργάνωσης. Νὰ συντονιστοῦν τὰ πράματα τῆς Γῆς μὲ τὸν δικό της φιλελεύθερο καὶ ὀρθολογιστικὸ τρόπο, νὰ μποῦν σὲ τάξη καὶ ἁρμονία, ὁλοένα πιὸ πλατιά». Τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοτοκᾶ ἀπὸ τὸ Στέητ Ντηπάρτμεντ ὅμως τὴν ὑπογράφει ὁ Τζὼν Πιουριφόυ, διαβόητος γιὰ τὴν ἀνάμειξή του στὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ καὶ ὄχι μόνο, καὶ ἡ Ἀμερικὴ ξέρουμε τώρα πὼς δὲν διστάζει νὰ «προεκτείνει τὴν ὀργάνωση» καὶ μὲ ἄλλα μέσα, πλὴν τῆς ἐξάπλωσης τῆς ἁρμονίας. Ἀπὸ τὸ «θέλουμε νὰ μας ἀγαπήσουν, ἡ Ἀμερικὴ γυρεύει ἀγάπη», ποὺ τοῦ λέει μιὰ Ἀμερικανίδα ζωγράφος, περάσαμε σήμερα στὴν προβληματικὴ τοῦ «γιατί μᾶς μισοῦν τόσο;».
Ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοτοκᾶ ἐντάσσεται σὲ μιὰ στρατηγικὴ τῆς Ἀμερικῆς νὰ βελτιώσει τὴν εἰκόνα της στὸ ἐξωτερικό, μὲ ἕνα πρόγραμμα χρηματοδότησης ἐπισκέψεων ποὺ συμπεριέλαβε τὸν Βενέζη, τὸν Καραγάτση, τὸν Κατσίμπαλη, τὸν Καραντώνη κἄ. Ὁ προπαγανδιστικὸς σκοπός του φαίνεται ἐξάλλου καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ βιβλίο του μεταφράστηκε καὶ κυκλοφόρησε σὲ πλῆθος γλῶσσες καὶ διαλέκτους, ἀνάμεσά τους τὴ βιρμανική, κορεατική, οὐρντού, μαράθι, γκουγιαράτι, φαρσί, ἀλλὰ δὲν κυκλοφόρησε ποτὲ στὰ Ἀγγλικά.
Δώδεκα χρόνια πρὶν τὸ ταξίδι του στὴν Ἀμερικὴ ὁ Θεοτοκᾶς ἔγραφε πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τί εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Παρίσι, ὑπάρχει μιὰ ἰδιαίτερη mal de Paris, ποὺ εἶναι τὸ τί παθαίνει ὁ Ἕλληνας ὅταν ἁρπάζει αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ λοιπόν, ἐνδιαφέρει ἐδῶ ὄχι τὸ τί εἶναι ἡ Νέα Ὑόρκη, ὅσο μιὰ mal de New York, ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἕλληνα διανοούμενου γιὰ τὴ Νέα Ὑόρκη.
Ἡ Ἀμερικὴ εἶχε στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοτοκᾶ τὴν ἀνάγκη νὰ ταΐζει καὶ νὰ ποτίζει διανοούμενους γιὰ νὰ τὴν παινεύουν. Σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο, μπορεῖ νὰ προπαγανδίζει τὰ κάλλη της μὲ μιὰ μηχανὴ ἐξαιρετικὰ ἐπικερδή, ποὺ λέγεται Χόλιγουντ. Αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς σὲ ὑπεράσπιση τῶν θιασωτῶν τοῦ ἀμερικανικοῦ θαύματος εἶναι πὼς κάθε ποὺ μιλοῦμε γιὰ ἀντιαμερικανισμό, κρίνεται ταυτοχρόνως καὶ ὁ ἀμερικανισμός μας, δηλαδὴ ἡ ἀντικειμενικὴ ἐπικράτηση τῶν ἀμερικανικῶν ἀξιῶν καὶ συνηθειῶν στὰ μέρη μας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εἶναι τὸ ἀξιολύπητο ἑλληνικὸ μποϋκοτὰζ στὸν ἀμερικανικὸ κινηματογράφο καὶ τὰ ἀμερικανικὰ προϊόντα. Ὁ ἀντιαμερικανισμός μας γίνεται φαιδρός, ὅταν δὲν ἀγγίζει τὸ πῶς εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ζήσουμε. Μιὰ σκέψη ποὺ στρουθοκαμηλίζει μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἐπιρροὴ τῆς Ἀμερικῆς στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐπιλογές μας δὲν ἔχει ἀξία, οὔτε κὰν πολεμική.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ μποροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴ λεπτομερὴ ἐξέταση τῆς Ἀμερικῆς, τὴ φροντίδα μὲ τὴν ὁποία καταπιάστηκε νὰ τὴ μελετήσει. Ὅταν ὁ Σεφέρης τοῦ γκρίνιαζε γιὰ τὴν ἑλληνικὴ συνήθεια νὰ γράφει ὁ καθένας γιὰ ὅ,τι τοῦ καπνίσει, χωρὶς κατάρτιση καὶ ἁρμοδιότητα, ὁ νεαρὸς Θεοτοκᾶς ἀποκρίνεται πὼς δύο πράγματα σπούδασε σοβαρά, λογοτεχνία καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες, καὶ συμπληρώνει πὼς μόρφωση δὲ σημαίνει νὰ διατυπώνεις μὲ ὕφος ἀλαμπουρνέζικο καὶ νὰ παρατάσσεις σὲ κάθε φράση εἴκοσι παραπομπές – ἂν καὶ προσθέτει: «μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι αὐτῆς τῆς σχολῆς, δόξα τῷ Θεῷ». Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὸ (ἀπρόσφορο) ζήτημα τῆς ἁρμοδιότητας, εἶναι σημαντικὸ πὼς τὸ βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι γραμμένο σὲ ἔκταση καὶ μὲ τρόπο ποὺ συνδυάζει τὴν καθαρὴ διατύπωση μὲ τὴ φροντίδα τῆς σκέψης. Αὐτὸ μοῦ φαίνεται ἐξίσου, ἴσως καὶ πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὸ νὰ βροῦμε κάποιον μὲ τὸν ὁποῖον νὰ συμφωνοῦμε.
Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, Δεκ. 2009, σ.654.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ξανακυκλοφορεῖ τώρα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἑστίας, μὲ εἰσαγωγὴ Ν. Ἀλιβιζάτου καὶ ἐπίμετρα Ἰ. Λαλιώτου καὶ Β. Λαμπρόπουλου. Τὸ Δοκίμιο γιὰ τὴν Ἀμερική ἀποτελεῖ μιὰ εὐτυχὴ συνάντηση τοῦ προσωπικοῦ ἀφηγηματικοῦ τόνου, ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὸ γλαφυρὸ πεζογραφικὸ ὕφος τοῦ Θεοτοκᾶ καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό του, μὲ μιὰ ἐκτεταμένη ἔρευνα στὴ βιβλιογραφία.
Περνώντας στὰ ἐπιμέρους, ὁ Θεοτοκᾶς βλέπει κάτι ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μύθο τῆς Ἀμερικῆς ὣς σήμερα: τὴν Ἀμερικὴ ὡς γῆ τῆς εὐκαιρίας, τὴ χώρα ὅπου «ὁ κλητήρας γίνεται πρέσβυς ἢ οἰκονομικὸς ἠγέτης», ὅπου μετράει μόνο ἡ ἀτομικὴ ἀξία, «ἡ ἀξίνα καὶ τὸ τουφέκι», καὶ ὅπου ἂν ἀξίζεις θὰ προκόψεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σκέλος ἑνὸς συλλογισμοῦ τοῦ ὁποίου ἡ φυσικὴ προέκταση εἶναι πὼς ὅποιος δὲν τὰ καταφέρει, δὲν εἶναι ἀδικημένος ἀλλὰ ἀποτυχημένος, «failure», ἄνθρωπος ποὺ «φέρει τὸ στίγμα αὐτοῦ ποὺ δὲν τὰ κατάφερε» (ὅπως γράφει μὲ ἀναφορὰ στὴν Mάργκαρετ Μῆντ) –ἄνθρωπος ποὺ εἶναι, ὅπως λέμε σήμερα στὰ Ἑλληνικά μας, «λοῦζερ». Ἀναφέρει λοιπὸν τὴν πουριτανικὴ ἠθική, ποὺ θεωρεῖ τὸν πλοῦτο δείγμα τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀποτυχία ὡς ἔνδειξη τῆς ἀποδοκιμασίας του, καὶ ἀντιγράφει στὸ περιθώριο μιᾶς σελίδας τοῦ ἡμερολογίου του τῆς περιόδου ἕνα ἀπόσπασμα ἄρθρου τῶν New York Times, ὅπου λέγεται πὼς ἡ ἀνοσία τῶν Ἀμερικανῶν ἐργατῶν στὸν Κομμουνισμὸ ὀφείλεται στὶς «εὐκαιρίες ποὺ προσφέρει ἡ Ἀμερικὴ σὲ κάθε ἄνδρα καὶ γυναίκα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν τάξη τους». Διέβλεπε ἐπίσης ὅτι κοιτώντας τὴν Ἀμερικὴ κανεὶς καὶ παρατηρώντας αὐτὲς τὶς στάσεις «ταξιδεύει στὸ μέλλον», στὶς «προεκβολὲς τῆς δικῆς μας πραγματικότητας». Καὶ ἐδῶ εἶχε δίκιο. Σὲ σχέση μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀποτυχημένου, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα ζωντανὸ λαϊκὸ τραγούδι καὶ λαϊκὸς κινηματογράφος ποὺ ὑμνοῦν τὴν ὑπερήφανη φτώχεια, τὸ καθαρὸ κούτελο τοῦ βιοπαλαιστῆ. Ὅμως ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζῆ ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸ τῆς ἐργασιακῆς ἠθικῆς ποὺ συνάντησε ὁ Θεοτοκᾶς στὴν Ἀμερικὴ τοῦ ’50. Οὔτε τὸ τραγούδι οὔτε ὁ κινηματογράφος ἔχουν μοῦτρα νὰ ὑμνήσουν τὴ φτώχεια σήμερα, διότι ὁ φτωχός, τὸ εἴπαμε, εἶναι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τὸ σύστημα τόσο ἀπλόχερα προσφέρει, δὲν εἶναι θύμα τῶν περιστάσεων. Εἶναι θέμα γιὰ ἄλλη κουβέντα, μεγάλη, ὅτι ἡ ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς ἀντίληψης, ποὺ ἐντόπισε ὁ Θεοτοκᾶς, ὑπῆρξε ἡ κίνηση μὰτ τῆς φιλελεύθερης ἰδεολογίας ἔναντι τῆς Ἀριστερᾶς: ὅταν ὁ φτωχὸς θεωρεῖται ἀποτυχημένος καὶ ὄχι ἀδικημένος, Ἀριστερὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.
Ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο τοῦ ἔχουν ἀποδοθεῖ τὰ εὔσημα μιᾶς πρώιμης ὀξυδέρκειας, ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῆς σημασίας τοῦ πολυεθνικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἀμερικῆς. Τιτλοφορεῖ ἕνα κεφάλαιό του «Τὸ χωνευτήρι» καὶ ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἀφομοιωτικὴ δύναμη τῆς Ἀμερικῆς, ποὺ συνιστᾶ μιὰ ὑπερεθνικὴ κοινότητα. Ἀναρωτιέται πῶς ἡ Εὐρώπη ἐπιμένει στὶς καθυστερημένες ἀντιλήψεις τοῦ διαχωρισμοῦ, «χάνοντας κολοσσιαῖες εὐκαιρίες γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ πολιτισμοῦ της».
Φτάνει νὰ μιλήσει, σὰν τὸν Καζαντζάκη ὅταν πατοῦσε τὴ χλόη τῆς Ὀξφόρδης, γιὰ τὸν ἐπισκέπτη ποὺ παρασύρεται καὶ συλλογίζεται ὅτι θὰ ἄξιζε «νὰ ἄρχιζε τὴ ζωή του ἐκεῖ, χωρὶς παράδοση οὔτε μνήμη». Ὅμως ὁ ἐνθουσιασμὸς εἶναι κακὸς σύμβουλος, κι ἔτσι ὁ συγγραφέας μιλᾶ μὲ ἀγαθότητα γιὰ τὴν τάση τῆς Ἀμερικῆς ποὺ «δὲν εἶναι νὰ κατακτήσει», καθὼς λέει αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο στὸν χαρακτῆρα της: «ἡ τάση της εἶναι ἡ προέκταση τῆς ὀργάνωσης. Νὰ συντονιστοῦν τὰ πράματα τῆς Γῆς μὲ τὸν δικό της φιλελεύθερο καὶ ὀρθολογιστικὸ τρόπο, νὰ μποῦν σὲ τάξη καὶ ἁρμονία, ὁλοένα πιὸ πλατιά». Τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοτοκᾶ ἀπὸ τὸ Στέητ Ντηπάρτμεντ ὅμως τὴν ὑπογράφει ὁ Τζὼν Πιουριφόυ, διαβόητος γιὰ τὴν ἀνάμειξή του στὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ καὶ ὄχι μόνο, καὶ ἡ Ἀμερικὴ ξέρουμε τώρα πὼς δὲν διστάζει νὰ «προεκτείνει τὴν ὀργάνωση» καὶ μὲ ἄλλα μέσα, πλὴν τῆς ἐξάπλωσης τῆς ἁρμονίας. Ἀπὸ τὸ «θέλουμε νὰ μας ἀγαπήσουν, ἡ Ἀμερικὴ γυρεύει ἀγάπη», ποὺ τοῦ λέει μιὰ Ἀμερικανίδα ζωγράφος, περάσαμε σήμερα στὴν προβληματικὴ τοῦ «γιατί μᾶς μισοῦν τόσο;».
Ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοτοκᾶ ἐντάσσεται σὲ μιὰ στρατηγικὴ τῆς Ἀμερικῆς νὰ βελτιώσει τὴν εἰκόνα της στὸ ἐξωτερικό, μὲ ἕνα πρόγραμμα χρηματοδότησης ἐπισκέψεων ποὺ συμπεριέλαβε τὸν Βενέζη, τὸν Καραγάτση, τὸν Κατσίμπαλη, τὸν Καραντώνη κἄ. Ὁ προπαγανδιστικὸς σκοπός του φαίνεται ἐξάλλου καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ βιβλίο του μεταφράστηκε καὶ κυκλοφόρησε σὲ πλῆθος γλῶσσες καὶ διαλέκτους, ἀνάμεσά τους τὴ βιρμανική, κορεατική, οὐρντού, μαράθι, γκουγιαράτι, φαρσί, ἀλλὰ δὲν κυκλοφόρησε ποτὲ στὰ Ἀγγλικά.
Δώδεκα χρόνια πρὶν τὸ ταξίδι του στὴν Ἀμερικὴ ὁ Θεοτοκᾶς ἔγραφε πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τί εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Παρίσι, ὑπάρχει μιὰ ἰδιαίτερη mal de Paris, ποὺ εἶναι τὸ τί παθαίνει ὁ Ἕλληνας ὅταν ἁρπάζει αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ λοιπόν, ἐνδιαφέρει ἐδῶ ὄχι τὸ τί εἶναι ἡ Νέα Ὑόρκη, ὅσο μιὰ mal de New York, ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἕλληνα διανοούμενου γιὰ τὴ Νέα Ὑόρκη.
Ἡ Ἀμερικὴ εἶχε στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοτοκᾶ τὴν ἀνάγκη νὰ ταΐζει καὶ νὰ ποτίζει διανοούμενους γιὰ νὰ τὴν παινεύουν. Σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο, μπορεῖ νὰ προπαγανδίζει τὰ κάλλη της μὲ μιὰ μηχανὴ ἐξαιρετικὰ ἐπικερδή, ποὺ λέγεται Χόλιγουντ. Αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς σὲ ὑπεράσπιση τῶν θιασωτῶν τοῦ ἀμερικανικοῦ θαύματος εἶναι πὼς κάθε ποὺ μιλοῦμε γιὰ ἀντιαμερικανισμό, κρίνεται ταυτοχρόνως καὶ ὁ ἀμερικανισμός μας, δηλαδὴ ἡ ἀντικειμενικὴ ἐπικράτηση τῶν ἀμερικανικῶν ἀξιῶν καὶ συνηθειῶν στὰ μέρη μας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εἶναι τὸ ἀξιολύπητο ἑλληνικὸ μποϋκοτὰζ στὸν ἀμερικανικὸ κινηματογράφο καὶ τὰ ἀμερικανικὰ προϊόντα. Ὁ ἀντιαμερικανισμός μας γίνεται φαιδρός, ὅταν δὲν ἀγγίζει τὸ πῶς εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ζήσουμε. Μιὰ σκέψη ποὺ στρουθοκαμηλίζει μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἐπιρροὴ τῆς Ἀμερικῆς στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐπιλογές μας δὲν ἔχει ἀξία, οὔτε κὰν πολεμική.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ μποροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴ λεπτομερὴ ἐξέταση τῆς Ἀμερικῆς, τὴ φροντίδα μὲ τὴν ὁποία καταπιάστηκε νὰ τὴ μελετήσει. Ὅταν ὁ Σεφέρης τοῦ γκρίνιαζε γιὰ τὴν ἑλληνικὴ συνήθεια νὰ γράφει ὁ καθένας γιὰ ὅ,τι τοῦ καπνίσει, χωρὶς κατάρτιση καὶ ἁρμοδιότητα, ὁ νεαρὸς Θεοτοκᾶς ἀποκρίνεται πὼς δύο πράγματα σπούδασε σοβαρά, λογοτεχνία καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες, καὶ συμπληρώνει πὼς μόρφωση δὲ σημαίνει νὰ διατυπώνεις μὲ ὕφος ἀλαμπουρνέζικο καὶ νὰ παρατάσσεις σὲ κάθε φράση εἴκοσι παραπομπές – ἂν καὶ προσθέτει: «μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι αὐτῆς τῆς σχολῆς, δόξα τῷ Θεῷ». Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὸ (ἀπρόσφορο) ζήτημα τῆς ἁρμοδιότητας, εἶναι σημαντικὸ πὼς τὸ βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι γραμμένο σὲ ἔκταση καὶ μὲ τρόπο ποὺ συνδυάζει τὴν καθαρὴ διατύπωση μὲ τὴ φροντίδα τῆς σκέψης. Αὐτὸ μοῦ φαίνεται ἐξίσου, ἴσως καὶ πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὸ νὰ βροῦμε κάποιον μὲ τὸν ὁποῖον νὰ συμφωνοῦμε.
Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, Δεκ. 2009, σ.654.
Δε με αφήνει να κάνω κόπι πέιστ , ποιος πιστεύει σήμερα ότι το σύστημα δίνει απλόχερα ευκαιρίες;
ΑπάντησηΔιαγραφή&^%$#(*
Πολύ ενδιαφέρον , όπως και η περίπτωση του Θεοτοκά στην εποχή του.
ελένη