Ξεκινώντας κανεὶς νὰ διαβάσει τὸ τελευταῖο μυθιστόρημα τοῦ Θανάση Χειμωνᾶ προσκρούει ἀρχικὰ στὸ ὕφος, ἀκριβῶς ὅπως γνωρίζοντας ἕναν ἄνθρωπο προσκρούουμε πρῶτα στὸ πρόσωπο. Μπορεῖ ὁ χαρακτήρας νὰ ἀποδείξει ἄλλα, ὅμως θὲς ἀπὸ προκατάληψη, θὲς διότι μετὰ ἀπὸ κάποια ἡλικία εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ πρόσωπό μας, τελικὰ ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὸ ποὺ δείχνει ἡ πρώτη ματιὰ δὲν εἶναι ἄσχετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ καταλήγουμε νὰ πιστεύουμε.
Πρώτη πηγὴ δυσφορίας εἶναι ἡ συσσώρευση τῶν αἰσθηματολογικῶν κλισέ: «τὰ μάτια της ἄστραψαν σὰν βεγγαλικὰ καὶ τὸν κοιτοῦσαν, γίνονταν μικρὰ βέλη καὶ τὸν χτυποῦσαν» (26)• φοροῦσε «ἕνα μεταξωτὸ γκρίζο πουκάμισο, γκρίζο λαδὶ σὰν τὰ ὡραῖα του μάτια» (59)• «τὸ ζεστὸ φῶς τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου ποὺ ἔμπαινε μέσα ἀπὸ τὶς μισόκλειστες γρίλιες ἔπεσε ἀκριβῶς πάνω στὰ κοσμήματα» (124)• «ἕνα θαμπὸ φῶς ἔμπαινε ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα, γλιστροῦσε στὰ σεντόνια, ἄγγιζε τὸ μαξιλάρι του» (151)• ἢ ἀκόμη: «Ἐγὼ ἤμουν ἡ κακιὰ ποὺ παράτησε τὸν Βασίλη γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὸν Ντίνο. Τὸν πάμπλουτο μὲ τὴ Ferrari Testarossa ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι κι ὡραῖος ἄνδρας» (184). Καὶ ὅλα αὐτὰ λέγονται χωρὶς εἰρωνεία, χωρὶς ὑπονόμευση.
Δεύτερη πηγὴ ἡ μεγαλοστομία, ἡ συνεχὴς χρήση τοῦ ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ: «…τῆς ὡραιότερης γυναίκας ποὺ εἶχε δεῖ τὰ τελευταία χρόνια» (19)• «ἡ Δήμητρα πιὸ ὄμορφη ἀπὸ ποτέ» (37)• «Ὁ Ντενὶ ἦταν τὸ ὡραιότερο ἀγόρι ποὺ εἶχε δεῖ στὴ ζωή της» (201)• «Ὁ πρωινὸς ἥλιος, πιὸ δυνατὸς παρὰ ποτέ, τὴν τύφλωσε» (133). Τί σημαίνει ὅτι ὁ ἥλιος ἦταν πιὸ δυνατὸς παρὰ ποτέ; Ὅτι ἔτσι τὸν ἔνιωθε, διότι τέτοια ἦταν ἡ ἔνταση τῆς στιγμῆς, θὰ ἔλεγε ὁ καλόπιστος ἀναγνώστης. Μόνο ποὺ ἡ χρήση τοῦ ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ἐπαναλαμβανόμενες ἀδυναμίες τοῦ βιβλίου – ποτὲ ἡ ἔνταση δὲν ἐπιδιώκεται χωρὶς τὴν προσφυγὴ στὴν ὑπερβολή. Λέγεται ὅτι: «τὸ ντύσιμο τῆς Ρίτας ἦταν φοβερὰ ἁπλὸ ἀλλὰ ἐκπληκτικό» (192). Περιμένουμε ὅμως νὰ μᾶς βοηθήσει ὁ λογοτέχνης νὰ νιώσουμε κι ἐμεῖς αὐτὸν τὸν θαυμασμὸ καθὼς τὸν ζωντανεύει ἡ πένα του, δὲν μποροῦμε νὰ νιώσουμε τίποτε ἂν ἁπλῶς μᾶς μεταφέρονται οἱ ἀξιολογήσεις καὶ τὰ συμπεράσματα ἄλλων.
Τρίτη πηγὴ δυσφορίας, οἱ γενικόλογες διατυπώσεις. «Ἔδωσα τοῦ κόσμου τὶς συνεντεύξεις, μπῆκα σὲ καμιὰ δεκαριὰ ἐξώφυλλα (…) αὐτοὶ ποὺ ξέρουν ἀπὸ ποιοτικὸ κινηματογράφο μ’ ἀναγνωρίζουν στὸν δρόμο καὶ μοῦ μιλοῦν μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀγάπη» (101). Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἡμερολογιακὴ σημείωση, εἶναι καταστάλαγμα ἐμπειρίας ἢ προσχέδιο συγγραφῆς μιᾶς τέτοιας ἱστορίας, διότι στὰ ὅσα λέγονται δὲν ὑπάρχει σάρκα, εἶναι γενικότητες. Καὶ ἀλλοῦ: «Δήμητρα, οἱ μπίρες ἦταν ἡ σπάνια μάρκα ποὺ προτιμᾶ ὁ Βασίλης» (128). Μὰ ἡ ἡρωίδα ποὺ μόλις τὴν εἶδε, δὲν θὰ πεῖ τὴ μάρκα τῆς μπίρας; Θὰ πεῖ γενικῶς «σπάνια μάρκα»; Στὴν ἴδια ἀδυναμία ὀφείλονται καὶ τά: «τὸ ὡραιότερο ἀγόρι», «τὸ ὡραιότερο φόρεμα» κλπ. Ὅταν ἡ περιγραφὴ (τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν αἰσθημάτων) δὲν ἀποκτᾶ μυρωδιά, σχῆμα καὶ χρῶμα, οἱ λέξεις μπαίνουν ἡ μία δίπλα στὴν ἄλλη χωρὶς νὰ φτιάχνουν κόσμο, ἀγωνίζονται νὰ μεταδώσουν συναισθήματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς ἀναφέρονται.
Τέταρτο καὶ τελευταῖο σημεῖο, οἱ ἐκλάμψεις ἑνὸς συχνὰ ἀθυρόστομου, λαϊκοῦ-νεανικοῦ ἰδιώματος: «ὁ γκόμενος τῆς μουνίτσας τοῦ τρίτου» (19), «αὐτὸς ὁ μαλάκας ὁ νεαρὸς» (21), «γκομενιλίκι πάντως μᾶλλον δὲν ἔπαιζε» (29), «ἔπαιζε κι ὁ Ἰακωβίδης», (53) «ψιλογιάπης» (87) – ἄλλοτε ἀταίριαστα τοποθετημένου στὸ στόμα ἐβδομηντάχρονου μυθιστορηματικοῦ ἥρωα καὶ ἄλλοτε στὸ στόμα τοῦ συγγραφέα – ποὺ φαντάζομαι ὅτι γιὰ μιὰ κατηγορία ἀναγνωστῶν δίνει σύγχρονο καὶ νεανικὸ ἀέρα στὸ μυθιστόρημα. Τὸν ἐνημερώνει δηλαδὴ πὼς δὲν γράφει σκονισμένος μεσήλικας διανοούμενος, ἀλλὰ συγγραφέας φρέσκος, φωνὴ τῆς ἐποχῆς μας. Τὸ ἐρώτημα εἶναι γιατί ἀπὸ τὶς πολλὲς φωνὲς τῆς ἐποχῆς μας νὰ διαλέξει κανεὶς τὴν πιὸ τετριμμένη. Διότι καὶ ἡ βρισιὰ θέλει τὴ χάρη της.
Ἂν κανεὶς προσπεράσει ὅλα τὰ παραπάνω, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλήσαμε στὴν ἀρχή, τὴν πρώτη ἐντύπωση, μπορεῖ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀπόλαυση τῆς πλοκῆς ἢ τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα. Δὲν νομίζω ὅμως ὅτι κι ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι καλύτερα. Ὁ ἀναγνώστης σχηματίζει στὴν ἀρχὴ τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα μυθιστόρημα γιὰ τὴ δημιουργία, διαβάζοντας τὶς πρῶτες σελίδες γιὰ τὸν ἡλικιωμένο συγγραφέα. Αὐτὰ ὅμως ξεχνιοῦνται πολὺ σύντομα καὶ δίνουν τὴ θέση τους σὲ διαδοχικὲς αἰσθηματικὲς ἱστορίες, τὶς ὁποῖες εἴτε κανεὶς τὶς παρακολουθεῖ καὶ τὶς ἀπολαμβάνει ὡς τέτοιες εἴτε δὲν τὶς παρακολουθεῖ καὶ δὲν τὶς ἀπολαμβάνει διότι δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ τὸ εἶδος. Περιθώριο γιὰ προεκτάσεις δὲν ὑπάρχει, ἐκτὸς ἂν ὁ ἀναγνώστης ἢ ὁ κριτικὸς εἶναι ἀποφασισμένος νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ μύγα ξύγκι. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ συζητοῦμε ἑρμηνευτικὰ θέματα, φέρνοντας τὴ σκέψη καὶ τὴν εὐαισθησία μας ἀντιμέτωπες μὲ τὴ χυμώδη ὕλη τῆς μυθιστορηματικῆς ζωῆς, τὸ ζήτημα ἐδῶ εἶναι ὅτι δὲν πληροῦνται στοιχειώδεις ὄροι μαστορικῆς καὶ γλωσσικῆς καλλιέργειας. Ἡ βιβλιοκριτική, ἔχει εἰπωθεῖ, ἔχει νόημα εἴτε ὅταν ἀναδεικνύει τὸ παραγνωρισμένο, αὐτὸ ποὺ ἀδίκως παρέπεσε, εἴτε ὅταν ἐπισημαίνει τὸ παραχαϊδεμένο ἔργο, αὐτὸ ποὺ ἡ κριτικὴ δυσανάλογα παίνεψε. Ἡ περίπτωση τοῦ Θανάση Χειμωνὰ δὲν ὑπάγεται στὴν πρώτη κατηγορία.
Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, Δεκ. 2009.
Πρώτη πηγὴ δυσφορίας εἶναι ἡ συσσώρευση τῶν αἰσθηματολογικῶν κλισέ: «τὰ μάτια της ἄστραψαν σὰν βεγγαλικὰ καὶ τὸν κοιτοῦσαν, γίνονταν μικρὰ βέλη καὶ τὸν χτυποῦσαν» (26)• φοροῦσε «ἕνα μεταξωτὸ γκρίζο πουκάμισο, γκρίζο λαδὶ σὰν τὰ ὡραῖα του μάτια» (59)• «τὸ ζεστὸ φῶς τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου ποὺ ἔμπαινε μέσα ἀπὸ τὶς μισόκλειστες γρίλιες ἔπεσε ἀκριβῶς πάνω στὰ κοσμήματα» (124)• «ἕνα θαμπὸ φῶς ἔμπαινε ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα, γλιστροῦσε στὰ σεντόνια, ἄγγιζε τὸ μαξιλάρι του» (151)• ἢ ἀκόμη: «Ἐγὼ ἤμουν ἡ κακιὰ ποὺ παράτησε τὸν Βασίλη γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὸν Ντίνο. Τὸν πάμπλουτο μὲ τὴ Ferrari Testarossa ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι κι ὡραῖος ἄνδρας» (184). Καὶ ὅλα αὐτὰ λέγονται χωρὶς εἰρωνεία, χωρὶς ὑπονόμευση.
Δεύτερη πηγὴ ἡ μεγαλοστομία, ἡ συνεχὴς χρήση τοῦ ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ: «…τῆς ὡραιότερης γυναίκας ποὺ εἶχε δεῖ τὰ τελευταία χρόνια» (19)• «ἡ Δήμητρα πιὸ ὄμορφη ἀπὸ ποτέ» (37)• «Ὁ Ντενὶ ἦταν τὸ ὡραιότερο ἀγόρι ποὺ εἶχε δεῖ στὴ ζωή της» (201)• «Ὁ πρωινὸς ἥλιος, πιὸ δυνατὸς παρὰ ποτέ, τὴν τύφλωσε» (133). Τί σημαίνει ὅτι ὁ ἥλιος ἦταν πιὸ δυνατὸς παρὰ ποτέ; Ὅτι ἔτσι τὸν ἔνιωθε, διότι τέτοια ἦταν ἡ ἔνταση τῆς στιγμῆς, θὰ ἔλεγε ὁ καλόπιστος ἀναγνώστης. Μόνο ποὺ ἡ χρήση τοῦ ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ἐπαναλαμβανόμενες ἀδυναμίες τοῦ βιβλίου – ποτὲ ἡ ἔνταση δὲν ἐπιδιώκεται χωρὶς τὴν προσφυγὴ στὴν ὑπερβολή. Λέγεται ὅτι: «τὸ ντύσιμο τῆς Ρίτας ἦταν φοβερὰ ἁπλὸ ἀλλὰ ἐκπληκτικό» (192). Περιμένουμε ὅμως νὰ μᾶς βοηθήσει ὁ λογοτέχνης νὰ νιώσουμε κι ἐμεῖς αὐτὸν τὸν θαυμασμὸ καθὼς τὸν ζωντανεύει ἡ πένα του, δὲν μποροῦμε νὰ νιώσουμε τίποτε ἂν ἁπλῶς μᾶς μεταφέρονται οἱ ἀξιολογήσεις καὶ τὰ συμπεράσματα ἄλλων.
Τρίτη πηγὴ δυσφορίας, οἱ γενικόλογες διατυπώσεις. «Ἔδωσα τοῦ κόσμου τὶς συνεντεύξεις, μπῆκα σὲ καμιὰ δεκαριὰ ἐξώφυλλα (…) αὐτοὶ ποὺ ξέρουν ἀπὸ ποιοτικὸ κινηματογράφο μ’ ἀναγνωρίζουν στὸν δρόμο καὶ μοῦ μιλοῦν μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀγάπη» (101). Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἡμερολογιακὴ σημείωση, εἶναι καταστάλαγμα ἐμπειρίας ἢ προσχέδιο συγγραφῆς μιᾶς τέτοιας ἱστορίας, διότι στὰ ὅσα λέγονται δὲν ὑπάρχει σάρκα, εἶναι γενικότητες. Καὶ ἀλλοῦ: «Δήμητρα, οἱ μπίρες ἦταν ἡ σπάνια μάρκα ποὺ προτιμᾶ ὁ Βασίλης» (128). Μὰ ἡ ἡρωίδα ποὺ μόλις τὴν εἶδε, δὲν θὰ πεῖ τὴ μάρκα τῆς μπίρας; Θὰ πεῖ γενικῶς «σπάνια μάρκα»; Στὴν ἴδια ἀδυναμία ὀφείλονται καὶ τά: «τὸ ὡραιότερο ἀγόρι», «τὸ ὡραιότερο φόρεμα» κλπ. Ὅταν ἡ περιγραφὴ (τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν αἰσθημάτων) δὲν ἀποκτᾶ μυρωδιά, σχῆμα καὶ χρῶμα, οἱ λέξεις μπαίνουν ἡ μία δίπλα στὴν ἄλλη χωρὶς νὰ φτιάχνουν κόσμο, ἀγωνίζονται νὰ μεταδώσουν συναισθήματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς ἀναφέρονται.
Τέταρτο καὶ τελευταῖο σημεῖο, οἱ ἐκλάμψεις ἑνὸς συχνὰ ἀθυρόστομου, λαϊκοῦ-νεανικοῦ ἰδιώματος: «ὁ γκόμενος τῆς μουνίτσας τοῦ τρίτου» (19), «αὐτὸς ὁ μαλάκας ὁ νεαρὸς» (21), «γκομενιλίκι πάντως μᾶλλον δὲν ἔπαιζε» (29), «ἔπαιζε κι ὁ Ἰακωβίδης», (53) «ψιλογιάπης» (87) – ἄλλοτε ἀταίριαστα τοποθετημένου στὸ στόμα ἐβδομηντάχρονου μυθιστορηματικοῦ ἥρωα καὶ ἄλλοτε στὸ στόμα τοῦ συγγραφέα – ποὺ φαντάζομαι ὅτι γιὰ μιὰ κατηγορία ἀναγνωστῶν δίνει σύγχρονο καὶ νεανικὸ ἀέρα στὸ μυθιστόρημα. Τὸν ἐνημερώνει δηλαδὴ πὼς δὲν γράφει σκονισμένος μεσήλικας διανοούμενος, ἀλλὰ συγγραφέας φρέσκος, φωνὴ τῆς ἐποχῆς μας. Τὸ ἐρώτημα εἶναι γιατί ἀπὸ τὶς πολλὲς φωνὲς τῆς ἐποχῆς μας νὰ διαλέξει κανεὶς τὴν πιὸ τετριμμένη. Διότι καὶ ἡ βρισιὰ θέλει τὴ χάρη της.
Ἂν κανεὶς προσπεράσει ὅλα τὰ παραπάνω, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλήσαμε στὴν ἀρχή, τὴν πρώτη ἐντύπωση, μπορεῖ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀπόλαυση τῆς πλοκῆς ἢ τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα. Δὲν νομίζω ὅμως ὅτι κι ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι καλύτερα. Ὁ ἀναγνώστης σχηματίζει στὴν ἀρχὴ τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα μυθιστόρημα γιὰ τὴ δημιουργία, διαβάζοντας τὶς πρῶτες σελίδες γιὰ τὸν ἡλικιωμένο συγγραφέα. Αὐτὰ ὅμως ξεχνιοῦνται πολὺ σύντομα καὶ δίνουν τὴ θέση τους σὲ διαδοχικὲς αἰσθηματικὲς ἱστορίες, τὶς ὁποῖες εἴτε κανεὶς τὶς παρακολουθεῖ καὶ τὶς ἀπολαμβάνει ὡς τέτοιες εἴτε δὲν τὶς παρακολουθεῖ καὶ δὲν τὶς ἀπολαμβάνει διότι δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ τὸ εἶδος. Περιθώριο γιὰ προεκτάσεις δὲν ὑπάρχει, ἐκτὸς ἂν ὁ ἀναγνώστης ἢ ὁ κριτικὸς εἶναι ἀποφασισμένος νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ μύγα ξύγκι. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ συζητοῦμε ἑρμηνευτικὰ θέματα, φέρνοντας τὴ σκέψη καὶ τὴν εὐαισθησία μας ἀντιμέτωπες μὲ τὴ χυμώδη ὕλη τῆς μυθιστορηματικῆς ζωῆς, τὸ ζήτημα ἐδῶ εἶναι ὅτι δὲν πληροῦνται στοιχειώδεις ὄροι μαστορικῆς καὶ γλωσσικῆς καλλιέργειας. Ἡ βιβλιοκριτική, ἔχει εἰπωθεῖ, ἔχει νόημα εἴτε ὅταν ἀναδεικνύει τὸ παραγνωρισμένο, αὐτὸ ποὺ ἀδίκως παρέπεσε, εἴτε ὅταν ἐπισημαίνει τὸ παραχαϊδεμένο ἔργο, αὐτὸ ποὺ ἡ κριτικὴ δυσανάλογα παίνεψε. Ἡ περίπτωση τοῦ Θανάση Χειμωνὰ δὲν ὑπάγεται στὴν πρώτη κατηγορία.
Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, Δεκ. 2009.
κοίτα να δεις που συμφωνούμε
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://art-cat.blogspot.com/2008/07/blog-post.html
Ραγδαία επιδείνωση από βιβλίο σε βιβλίο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα γιατί σου κάνει εντύπωση που συμφωνούμε; Είναι δεύτερη φορά, νομίζω ότι θα το συνηθίσουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοξία, δεν ξέρω τι να πω. Μπερδεμένο πράμα και η γραφή και η κριτική.