Ἀφήνω τὰ λύδια τ’ ἅρματα τῆς ἀντιμνημονιακῆς μάχης, νὰ μιλήσω γιὰ τὶς ὡραιότατες «γυναικῶν, μικρὲς καὶ πολὺ μικρὲς ἱστορίες», τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ. Μιὰ ποὺ τὸ βιβλίο δὲν προσφέρεται γιὰ ἀναλύσεις, ἢ τουλάχιστον ἔτσι τὸ διάβασα ἐγώ, θὰ ἀναδιηγηθῶ κάποιες ἀπὸ τὶς πιὸ καλὲς στιγμές του, ἐλπίζοντας νὰ φανεῖ τί μὲ κέρδισε καὶ νὰ τὸ προτείνω μὲ αὐτὲς τὶς συστάσεις στὸν ἐνδιαφερόμενο ἀναγνώστη.
Τὸ βιβλίο ξεκινᾶ («Διαβάζει ἕνα βιβλίο») μὲ ἕναν ἄντρα ποὺ κοιτάζει μιὰ μετανάστρια, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ διαβάζει, 9.30΄ τὸ πρωί, σὲ ἕνα καφὲ τοῦ Ἀμαρουσίου.
-Πούσκιν; τὴ ρωτάω.
-Πούσκιν, μοῦ απαντάει.
-Ρωσίδα; τῆς κάνω.
-Οὐκρανή, διορθώνει.
Πουτάνα, σκέφτομαι.
-Ὄχι· ποιήτρια, μοῦ λέει.
Ἐδῶ ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴν ὀμορφιὰ γίνεται μιὰ ἀποκάλυψη τοῦ «ἤπιου ρατσισμοῦ» τοῦ καθενός μας. Νὰ νομίζουμε ὅτι ξέρουμε, ἐπειδὴ ξέρουμε ποῦθε κρατάει ἡ σκούφια τοῦ ἄλλου. Πόσες ποιήτριες, πόσοι μουσικοί, πόσοι ἐπιστήμονες τσουβαλιάστηκαν ἐδῶ γιὰ νὰ γίνουν ξαφνικὰ «Βουλγάρες», «Ρωσίδες», «Ἀλβανοί» κ.λπ.; Ἡ ἑπόμενη, γριὰ γυναίκα, κοιτάζει τὰ χέρια της καὶ σκέφτεται «πῶς ἔγιναν ἔτσι, τόσες φλέβες, τόσες ἐλιές καὶ σημάδια, τόσες ρυτίδες». Καθὼς μᾶς περιγράφει τί τράβηξαν τὰ χέρια της «στὰ νερά, στὰ χώματα, στὰ κάτουρα καὶ στὰ σκατά», ἀποκαλύπτει σιγὰ σιγὰ τὴν ντροπαλὴ ἀνάγκη της γιὰ χάδια, ἀνάγκη-ταμποὺ γιὰ τὰ μοναχικὰ σαρκία τῶν γηροκομείων, καὶ -ἀπὸ τὶς πιὸ τρυφερὲς στιγμὲς τοῦ βιβλίου- καταπιάνεται νὰ τὰ πλένει καὶ νὰ τὰ ξαναπλένει, καὶ γελάει ἀπὸ μέσα της σὰ σκανταλιάρικο παιδὶ, ποὺ βρῆκε τὸν τρόπο νὰ χαρεῖ λίγο τὸ χάδι χωρὶς νὰ ντρέπεται. Στὴν τρίτη ἱστορία («Κάθεται μπροστὰ στὸν ὑπολογιστή») μιὰ διαφημίστρια, κουρασμένη καὶ μουδιασμένη στὴ δουλειά της, «ἔχει πιάσει τὰ ξανθὰ μαλλιά της σ’ ἕναν αὐτοσχέδιο κότσο, μ’ ἕνα μαῦρο μολύβι ποὺ τὰ συγκρατεῖ καὶ λάμπει ἀνάμεσά τους σὰν θαυμαστικό», καί, καθὼς προχωρεῖ ἡ περιγραφή, ἀνεπαισθήτως ἔχουμε προσχωρήσει κι ἐμεῖς στὴν ἐρωτικὴ φαντασίωση τοῦ συγγραφέα: «ἔτσι ποὺ τὴ βλέπεις, εὔκολα πάει ὁ νοῦς σου σὲ μιὰ ὄμορφη γραμματέα ποὺ κάθεται μπροστὰ στὸν ὑπολογιστὴ καὶ δουλεύει σοβαρή, πολυάσχολη καὶ θεόγυμνη». Μοῦ φαινόταν πάντα πιὸ δύσκολο νὰ μιλήσει κανεὶς λογοτεχνικὰ γιὰ τὴν ὀμορφιά. Κάτι σὰν τὰ ἡλιοβασιλέματα καὶ τὰ φεγγάρια, ὅση εἶναι ἡ χάρη τους στὴ ζωή, ἄλλο τόσο φλερτάρουν μὲ τὸ τετριμμένο κάθε ποὺ περνᾶνε στὸ χαρτί. Θυμίζουν κάτι τύπους ποὺ ἔχουν τὴ μανία νὰ περιγράφουν μὲ λεπτομέρεια τὸ μενοὺ ἐκεῖ ποὺ καλόφαγαν χθὲς τὸ βράδυ, καὶ δὲν ξέρεις πῶς νὰ κρύψεις τὴ βαρεμάρα σου. Ἡ ὡραία γυναίκα μᾶς ἐνδιαφέρει ἀπὸ τὴ σκόνη ποὺ σηκώνει στὸ περασμά της, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μελαγχολίας, ἀλλιῶς ἡ ὀμορφιὰ βλέπεται, δὲν λέγεται. Τὸ διήγημα αὐτὸ ὅμως ἀνήκει στὶς ἡρωικὲς περιπτώσεις ποὺ ὁ θαυμασμὸς τοῦ παρατηρητῆ μεταφέρεται στὸν ἀναγνώστη. «Τὸ ξυπνητήρι ἔδειχνε 3 καὶ 33 λεπτά», γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ τηλεφωνεῖ σὲ ἕναν ἄγνωστο στὴ μέση τῆς νύχτας, ψάχνει κάποιον Νίκο, καὶ μιλάει σιγὰ γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸ μωρό. Κι ἔτσι, σ’ αὐτὲς τὶς δυὸ σελίδες ἔχουμε φανταστεῖ ὧρες καὶ χρόνια καβγᾶ κι ἀπόγνωσης, μαζὶ κι ἕνα παιδὶ «διαλυμένης οἰκογένειας», ἀπὸ ἕνα τηλεφώνημα. «Κυριακὴ βράδυ, δὲν ἔχω ποῦ νὰ πάω». Ἕνας ἄντρας ποὺ ἀφήνει τὸ σπίτι του μετὰ ἀπὸ καβγὰ καὶ γυρίζει δίχως σκοπό. Μπαίνει στὸ λεωφορεῖο ἀλλὰ δὲν κατεβαίνει στὸ τέρμα, φοβᾶται πὼς ἅμα μένουν λίγοι στὸ τέλος πιάνουν κουβέντα, φορτώνονται ξένες ἔγνοιες. Θυμᾶται ἔτσι ἕναν χωριάτη γέρο στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ἰατρείου: «αὐτὰ ποὺ λέτε…» κι ὅταν τὸν κοιτάζουν συνεχίζει: «τί; μουγγοὶ θὰ κάτσουμε τόσοι νοματαῖοι;». Φαντάζεται τὴν Ἀγγελική, τὴ γυναίκα του, μέσα στοὺς τέσσερις τοίχους, νὰ πολεμάει νὰ φέρει βόλτα τὸ σπίτι ποὺ ὅλο χαλάει, καὶ βλέπουμε κι ἐμεῖς τὴν ὀξυμένη εὐαισθησία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ στενοχωρέθηκε καὶ κοιτάζει μὲ ἀνοιχτὰ μάτια τὶς παράλληλες ἱστορίες τῶν περαστικῶν, καὶ φαντάζεται πῶς θὰ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ κρεβάτι τῆς Ἀγγελικῆς, «σὰ δυὸ λυπημένα φίδια ποὺ βυθίζονται σὲ νάρκη». Διαβάζοντας γιὰ τὸ κλάμα τῆς Ἄννας, στὸ τελευταῖο διήγημα τῆς συλλογῆς («Μυρωδιὰ βρεγμένης θάλασσας»), λίγο οἱ ὦμοι ποὺ τρέμουν ἐλαφρά, καθὼς ὁ ἥρωας τὴν κοιτάζει ἀπὸ πίσω, λίγο τὸ σασπὲνς καθὼς παρακαλεῖ σιωπηρὰ νὰ γυρίσει τὸ κεφάλι της νὰ τὴ δεῖ, τὸ πόσο ὄμορφη φαινόταν μέσα στὰ δάκρυα, δημιουργεῖται μιὰ εἰκόνα ὅπου μ’ ἕνα γύρισμα τῆς Ἄννας ξεσποῦν ὅλοι σὲ κλάματα, κλάματα μεταδοτικά.
Τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς γραφῆς τοῦ Γκανᾶ (ποὺ τὴ μαστοριά της ἐπισφραγίζουν αὐτὰ τὰ ἀναπάντεχα λεξικὰ ταιριάσματα, σὰν τὶς «ἄκαρπες κλήσεις», τὸ «αἴνιγμα τοῦ μπιντέ», τὴν «ψιχαλιστὴ μελαγχολία» κ.ἄ.) εἶναι ὅτι μεταφέρει ἀτόφια τὴ ζεστασιὰ τῶν ἱστοριῶν του. Ὅτι δηλαδή στὰ χέρια του (δὲν εἶναι ταυτολογία αὐτή) τὸ δράμα εἶναι δραματικό. Μακάρι νὰ ξέραμε τὸ μυστικὸ ποὺ στὸ κλάμα ἑνὸς βιβλίου δίνει μυρωδιὰ κλάματος, ἐνῶ στοῦ ἄλλου δίνει μυρωδιὰ τυπογραφείου, καὶ κάνει τὶς διηγήσεις ἄκαπνες. Ξέρουμε ὅμως πότε τὸ μείγμα πετυχαίνει.
Επιτέλους και κάτι πέραν της κρίσης. Ωραίο φαίνεται το βιβλίο. Κάποια στιγμή...
ΑπάντησηΔιαγραφή