Ἡ Ζωὴ χαρισάμενη εἶναι ἡ δεύτερη συλλογὴ διηγημάτων τοῦ Σπύρου Γιανναρᾶ. Θέμα του θεωρῶ πὼς εἶναι -σὲ πείσμα τοῦ ὁπισθόφυλλου, ποὺ προτείνει τὴν ἀπώλεια- τὸ μαγικὸ ραβδί, ἡ φαντασίωση τῆς παντοδυναμίας. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῆς τῆς φαντασίωσης εἶναι βεβαίως οἱ ρωγμές της, ἡ ὥρα ποὺ ἡ δύναμη ἀγγίζει τὸ ὄριό της, ὅταν ὁ ἥρωας σπάει τὰ μούτρα του καίτοι παντοδύναμος, γιατὶ θὰ πρέπει νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸ ἐρώτημα τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὄντως θέλει, ἄρα μὲ τὸ ἐρώτημα ποιός εἶναι· τὴν ὥρα, μὲ ἄλλα λόγια, ποὺ οἱ πόθοι μετατρέπονται σὲ ἀπορίες.
Τὸ πρῶτο διήγημα («Τὸ τεφτέρι καὶ τὸ μαχαίρι») συνιστᾶ μιὰ παραλλαγὴ τοῦ μύθου τοῦ δὸν Ζουάν, τοῦ κατ’ ἐξοχὴν μύθου τῆς πληθωρικῆς βούλησης. Αὐτὸ ποὺ κερδίζει ἡ ἱστορία μὲ τὸ νὰ μεταφερθεῖ στὸν χῶρο τοῦ διαδικτύου, καθὼς ὁ καρδιοκατακτητὴς γίνεται ἕνας σύγχρονος μπλόγκερ, εἶναι πὼς ἀναδεικνύεται ἔτσι μιὰ ὄψη τοῦ ἔρωτα ποὺ σχετίζεται ὄχι μὲ τὴν ἡδονὴ ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιδειξιομανία, ποὺ εἶναι κεντρικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐρωτισμοῦ (τοῦ «ἀνωφέλευτου σουλάτσου», κατὰ τὸν συγγραφέα) τοῦ διαδικτύου καὶ ταυτοχρόνως καίρια προέκταση τοῦ μυθικοῦ μοτίβου τοῦ δὸν Ζουάν.
Τὸ βασικὸ προτέρημα τοῦ Γιανναρᾶ, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὸ πρῶτο διήγημα, εἶναι ἡ ἄνεσή του στὶς ἐπιτυχημένες μεταφορές. Ὁ ἥρωάς του ζεῖ τὸν ἔρωτα γιὰ νὰ τὸν ἀφηγηθεῖ, νὰ παινευτεῖ στὸ μπλόγκ του. Ὅταν καθόταν νὰ γράψει ὅμως ἔνιωθε «σὰν τὸν ξεπατωμένο μαθητὴ ποὺ βάζει ξαφνικὰ κῶλο κάτω ὕστερα ἀπὸ μιὰ μέρα ἀκάματου παιζοτρεξίματος», γιὰ νὰ διαβάσει τὰ παραμελημένα του μαθήματα· τὸ «κιλοτάκι ποὺ μοιάζει μὲ ἐλαττωματικὸ τιραντάκι»· τὸ πράγμα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περιοριστεῖ πιά, «σὰν τὸ πολύσαρκο σουλούπι, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συμμαζευτεῖ μὲ κανένα ροῦχο», εἶναι δείγματα μιᾶς γραφῆς ζωντανῆς, εὐφάνταστης.
Τὸ ἴδιο μοτίβο τοῦ ἀδάμαστου ἐγὼ συναντοῦμε καὶ στὸν παπὰ ποὺ περιμένει πῶς καὶ πῶς τὴν ἁγιοποίησή του, κωφὸς στὸ μάθημα τῆς ταπείνωσης («Ζωὴ χαρισάμενη»). Ὁ ἥρωας τοῦ τρίτου διηγήματος («Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἀνδρέα Τιτθόν») εἶναι κι αὐτὸς ὄχημα τῆς ὑπερτροφικῆς βούλησης. Ἐκεῖ ποὺ ἔχει ρίξει ἄγκυρα ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ τηλεόραση, παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ δώσει μιὰ διορία στὸν ἑαυτό του, καὶ μετὰ ἢ νὰ ἀλλάξει ἢ νὰ αὐτοκτονήσει. Ἐξελίσσεται τελικὰ σὲ ἀδίστακτο φονιά, ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὴ σπιτονοικοκυρά του καὶ μετὰ δὲν ἔχει σταματημό. Ἀπολαμβάνει τὴ δύναμή του χωρὶς φραγμό, σκοτώνει γιὰ ψύλλου πήδημα. Τὸ διήγημα αὐτό, τὸ ἐκτενέστερο τῆς συλλογῆς, εἶναι τὸ διαμάντι τοῦ βιβλίου, περιέχει σελίδες καθαρῆς λογοτεχνικῆς ἀπόλαυσης. Πιὸ χαρακτηριστικὰ στὴν περιγραφὴ τοῦ γυμναστηρίου, ὅπου ὁ συγγραφέας περιδιαβάζει στὰ χωράφια τοῦ περιττοῦ, παίζει, καὶ ἀνοίγει μιὰ μεγάλη παρένθεση, μὲ τὶς λεπτομέρειες καὶ τοὺς λαβυρίνθους της. Ἐκεῖ, μέσω τοῦ χαρακτήρα τοῦ μανιώδους μπρατσᾶ-ἀποθηκάριου, δένει τὴν παρέκβαση μὲ τὸ θέμα τῆς δυνάμεως, καθὼς ὁ ἀποθηκάριος συμβολίζει ἀκριβῶς τὸν κοινωνικὸ πάτο ποὺ ἐκτρέφει φαντασιώσεις ἰσχύος. Τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει βεβαίως, καὶ ποὺ ἴσως τὸ ὑπαινίσσεται καὶ μιὰ ἀναφορὰ στὸν Κονδύλη (στὸ Ἰσχὺς καὶ ἀπόφαση), εἶναι τί νὰ τὴν κάνεις τόση δύναμη ὅταν δὲν σὲ συγκινεῖ κανένας σκοπός. Τὴν ὑπέρτατη σουρεαλιστικὴ πράξη, τοῦ τυχαίου φόνου μέσα στὸ πλῆθος, τὴ διαπερνᾶ αὐτὸ τὸ κενό: Ἄπειρη δύναμη καὶ καμιὰ σημασία.
Στὸν Τιτθὸν ὁ συγγραφέας παρουσιάζει τὴ λογοτεχνική του κουζίνα, ἀναφέροντας τὸν Ντοστογιέφσκι, τὸν Σάρτρ, τὸν Μιχάλη Μητσάκη. Ὡστόσο φοβάμαι ὅτι ἔτσι μᾶς ξεβολεύει ἀπὸ τὴν ἐκδίπλωση τῆς ἱστορίας καὶ νιώθουμε ξαφνικὰ πὼς συζητοῦμε περὶ λογοτεχνίας. Ἐξάλλου ἡ ἀναφορὰ κολοσσῶν σὰν τὸν Ντοστογιέφσκι ἀποδεικνύεται λογοτεχνικὰ ἀσύμφορη, καθὼς προκαλεῖ μιὰ αὐθόρμητη σύγκριση - ἀθέλητη, ἀνόητη, ἀλλὰ ἀναπόφευκτη.
Τὸ θέμα τῆς βούλησης τῆς δυνάμεως ἀναποδογυρίζει στὸ ἑπόμενο διήγημα, τὴν ἱστορία τοῦ Δημητράκη («Ὁ Δημητράκης»). Ἂν πρὶν εἴχαμε τὴν ἀφηνιασμένη βούληση, ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἱστορία ἑνὸς ὑπερφυσικοῦ μπεμπέ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τοῦ στεροῦν τὴ βούληση. Ἔχει τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ προσωπικότητα. Μεγαλώνοντας παρέμενε «πάντα καὶ περὶ πάντων ἀπαθής», παρότι ἡ μάνα του τὸν πῆγε στὸ πιὸ ξακουστὸ προνήπιο καὶ ἀπὸ ’κεῖ σὲ πρότυπο νηπιαγωγεῖο, μέχρι τὴν ἰατρικὴ σχολὴ τοῦ Χάρβαρντ. Θὰ ζοῦσε μιὰ ζηλευτὴ ζωὴ ἂν κάτι δὲν πήγαινε στραβά: μιὰ «παρατιμονιὰ τοῦ χρόνου» κάνει τὸν Δημήτρη νὰ τελειώνει τὴν ἰατρικὴ καὶ μετὰ νὰ ἐπιστρέφει πισώκωλα στὴ βρεφικὴ ἡλικία, σὰν ἄλλος Μπέντζαμιν Μπάτον. Μὲ τὸ εὕρημα αὐτὸ δείχνεται χειροπιαστὰ πὼς εὐτυχία μὲ νεκρωμένη τὴ βούληση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, πρέπει νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του προκειμένου νὰ ἀπολαύσει. Ἀλλιῶς, τί σημασία ἔχει ἡ ἐπιτυχία σὲ ἕναν στόχο ποὺ τὸν διάλεξε ἄλλος; Ἔτσι ὁ γιὸς ξαναγίνεται σιγὰ σιγὰ μωρό, ὥσπου κάποια μέρα ἡ τυραννικὴ μάνα ξυπνάει καὶ βρίσκει στὴ θέση του μιὰ χεσμένη μεταξωτὴ πάνα κι ἕνα ἄδειο μωρουδιακὸ φορμάκι.
Στὸ ἑπόμενο διήγημα («Ἄνθρωποι καὶ κτήνη») ὁ ἥρωας δὲν σκοτώνει ἀκριβῶς, ἀλλὰ μεταμορφώνει τοὺς ἀνθρώπους στὰ ζῶα ποὺ τοὺς ταιριάζουν: γίδες, σκορπιούς, γουρούνια, παγώνια, πιγκουίνους, ὅπως ἁρμόζει στὸν καθένα. Τὸν ἥρωα τὸν ἀπαγάγουν ἀρχικὰ γιὰ νὰ μεταμορφώσει πολιτικούς (ὅπου ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο διότι εἶναι ἤδη ζῶα), καὶ μετὰ τὸν συλλαμβάνει κάποιος καὶ τὸν ὑποχρεώνει νὰ μεταμορφώσει τὴν πεθερά του καὶ ὕστερα καὶ τὴ γυναίκα του (ὅπου ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ γίδα εἶναι ταιριαστὴ ἀλλὰ ἄβολη λύση). Τίθεται δηλαδὴ τὸ ἐρώτημα σὲ τίνος τὴν ὑπηρεσία θὰ παραδώσει ὁ ἥρωας τὴ μαγική του ἱκανότητα. Ἡ λύση εἶναι κωμική: γίνεται φύλακας σὲ ζωολογικὸ κῆπο καὶ μεταμορφώνει τυχαίους περαστικοὺς σὲ ἐξωτικὰ πουλιά, μετατρέπει δηλαδὴ τὴν παντοδυναμία του σὲ χόμπι. Τὸ τελικὸ διήγημα («Γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι») ἀποτελεῖ δοκιμὴ σὲ ἄλλο ὕφος, νομίζω πολὺ πετυχημένη. Δὲν ἐντάσσεται στὸν προβληματισμὸ τῶν παραπάνω, εἶναι μιὰ συγκινητικὴ θύμηση τῆς ἱστορίας ποὺ μεταφέρουν τὰ ἀντικείμενα, ἐδὼ τὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι.
Μία ἀδυναμία (καὶ μὲ τὶς δύο σημασίες τῆς λέξης, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὸ τρωτὸ σημεῖο ποὺ ὀφείλεται στὴν ἀγάπη) τοῦ συγγραφέα εἶναι ἡ ἕλξη ποὺ τοῦ ἀσκοῦν οἱ σπάνιες λέξεις. Μιὰ ποὺ πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἔχει ἐπισημάνει σταθερὰ ἡ κριτική, νὰ πῶ μόνο δύο κουβέντες ἀκόμα. Μία περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἡ σπάνια λέξη προορίζεται νὰ ἀποτύχει, εἶναι ὅταν συνιστᾶ καταχρηστικὴ λογιοσύνη στὸ στόμα ἑνὸς ἥρωα (π.χ. «προστατεύει τὸν εὐπόρθητο ἑαυτό μου», «προΐσταται τῆς γηθόσυνης γιορτῆς»). Ἐπίσης, πιστεύω ὅτι ἡ σπάνια λέξη πρέπει νὰ ἐπιπλέει στὸ κείμενο ὡς ἐξαίρεση, νὰ δίνεται ὅπως λέει ὁ Δετζώρτζης «στάγδην», μὲ τὸ σταγονόμετρο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ βραβεῖο ποὺ λαμβάνει κανεὶς γιὰ τὴν τόλμη μιᾶς τέτοιας διακινδύνευσης εἶναι ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἀπὸ τὸ φλὲρτ μὲ τὸ τεχνητὸ καὶ τὸ παρακινδυνευμένο προκύπτει ἕνα μικρὸ γλωσσικὸ κατόρθωμα (π.χ. ὁ ὑπάλληλος καφετέριας ποὺ ἐπαινεῖται γιὰ λεπτομεριμνησία στὶς παραγγελίες καὶ ταχυχειρία στὴν ἐκτέλεση).
Ὁ Γιανναρᾶς εἶναι συγγραφέας λόγιος, βιβλιοφάγος. Τὸν χαρακτηρίζει ἕνα δέος ἀπέναντι στὰ γράμματα, δέος ποὺ θεωρῶ πὼς εἶναι μερικὲς φορὲς δίκοπο μαχαίρι. Ἡ χασούρα εἶναι πὼς ὑπάρχουν στιγμὲς (ὄχι πολλές) ποὺ τὸ γραπτὸ ἀποπνέει φόβο, μήπως δὲν θεωρηθεῖ ἰσχυρό, καὶ καταφεύγει στὰ δεκανίκια τῆς σπάνιας λέξης καὶ τῆς λογοτεχνικῆς διακειμενικότητας. Τὸ κέρδος ὅμως εἶναι πὼς ἔχεις νὰ κάνεις μὲ ἄνθρωπο ἐγγράμματο, μὲ σκέψη, ἰσχυρὰ λογοτεχνικὰ θέματα καὶ γλώσσα ποὺ δείχνει τριβὴ μὲ τὴ λογοτεχνία μας, μαθητεία στὰ καλὰ ἑλληνικά. Ἂν προσθέσουμε τὸ ἀδιαμφισβήτητο ταλέντο στὴν ποιητικὴ χρήση τῆς μεταφορᾶς, ἔχουμε τὰ συστατικὰ τοῦ καλοῦ ἔργου.Δημοσιεύτηκε στο περ. Πλανόδιον (Δεκέμβριος 2011) 789-91.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου