Κατάρα
στην ελπίδα! Στην πίστη, κατάρα!
Και,
προπαντός, κατάρα στην υπομονή!
Γκαίτε, Φάουστ
Απελπισμένος δεν είναι μόνο αυτός που χάνει την
ελπίδα του. Είναι, ακόμη χειρότερα, κάποιος που μισεί την ελπίδα. Το φαουστικό
«κατάρα στην ελπίδα» το λέει πριν απ’ όλα ο άνθρωπος που δεν θέλει να ελπίζει
γιατί αυτό απαιτεί να υποτιμήσει τη ζωή του. Ελπίδα είναι να πιστεύεις ότι η
ζωή σου είναι προετοιμασία για κάτι άλλο, καλύτερο. Αντιθέτως ο απελπισμένος
έχει την ευτυχία να μην περιμένει τίποτα. Γι’ αυτό μερικές φορές η καταβύθιση
στην απελπισία είναι στάση ψυχικά συμφερότερη βραχυπρόθεσμα, σε σχέση με την αναμονή,
που μας αφήνει μονίμως με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. Αυτή η ψυχική συνθήκη
ισχύει και στην πολιτική.
Η
Αριστερά, τον καλό καιρό, ενσάρκωνε την ελπίδα ότι το προλεταριάτο θα αναλάβει
το βάρος να τερματίσει την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο και θα μας οδηγήσει
και πάλι σε μια κατάσταση προπατορικής μακαριότητας. Αυτή η πορεία σήμαινε πάνω
απ’ όλα ότι ο κόσμος δεν θεωρούνταν στατικός, αμετακίνητος. Γι’ αυτό και η
εποχή εκείνη για πολύ καιρό ατένιζε πρωτίστως το μέλλον, παρά το παρελθόν. Στην
τέχνη (χαρακτηριστικά με τον μοντερνισμό), στη φιλοσοφία (με τον διαφωτισμό και
τις προεκτάσεις του), στην τεχνολογία (με έναν ενθουσιασμό άσβεστο μέχρι σήμερα),
το βλέμμα ήταν στραμμένο προς ένα μέλλον που αναμενόταν πάντα καλύτερο από το παρελθόν.
Υπήρξαν στιγμές, ακόμη και στην πρόσφατη πολιτική
μας ιστορία, μεγάλης αισιοδοξίας. Τέτοια ήταν και η (τόσο δυσφημισμένη σήμερα)
Μεταπολίτευση. Τον πρώτο καιρό του ΠΑΣΟΚ πολλοί πίστευαν ότι μπορεί να αλλάξει
η Ελλάδα, εξού και το επιτυχημένο τότε σλόγκαν της «Αλλαγής». Από τις μεγάλες
αφηγήσεις όμως περάσαμε πολύ σύντομα στις απλές μεγαλοστομίες, όταν πρωταθλητές
της αρπαχτής αλληλοπροσφωνούνταν «σύντροφοι».
Οι δύο μέριμνες του ανθρώπου που δεν
περιμένει τίποτα και κοιτάζει μόνο την καλοπέρασή του είναι το φαγοπότι και η
ισχύς. Η πρώτη εκπροσωπείται από την παράδοση του «φάγωμεν και πίωμεν» και
μεταφράζεται στο διονυσιακό πανηγύρι που αντικατέστησε τις μεγάλες αφηγήσεις,
τον καιρό που κάποιοι διανοούμενοι ασχολούνταν με το μεταμοντέρνο και κάποιοι
νεοέλληνες με τα μπουζούκια. Η δεύτερη είναι η επιδίωξη της ισχύος: όταν δεν
περιμένει κανείς τίποτα, προσπαθεί να αυξήσει την ισχύ του μέσα στο περιβάλλον
του. Πρόκειται για δύο διαφορετικές εκδοχές του κυνισμού, τις οποίες γνωρίσαμε
με μεγάλη ένταση, διαδοχικά, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Την περίοδο που
διανύουμε σήμερα υπερισχύει η μαύρη καταχνιά της πλήρους παραίτησης, που
εκδηλώνεται με την απρόθυμη στήριξη σε μια κυβέρνηση αποτελούμενη από δύο
πολιτικούς πλήρως απαξιωμένους στην κοινή συνείδηση και ένα ανεξήγητο (στην
καλύτερη περίπτωση) πρώην αριστερό συμπλήρωμα.
Επιστρέφοντας στην παρατήρηση της αρχής, είναι
μια μορφή γαλήνης να μην περιμένει κανείς τίποτα. Να μάθει να αρκείται σε όλο
και λιγότερα, να λέει «πάλι καλά» ό,τι και αν του συμβεί, να ευχαριστεί τον θεό
που δεν του έτυχε κάτι χειρότερο. Στο τέλος όμως η ζωή θα κριθεί από το αν
κάποιοι τον καιρό της απελπισίας επέμειναν σε πείσμα όλων των σημείων να
ελπίζουν, δηλαδή να μη συμφιλιώνονται με τη δυστυχία τους. Αυτό είναι αδύνατο
να ξέρουμε από πού μπορεί να προκύψει. Μπορεί να συμβεί επειδή κάποιος δύστυχος
έχασε τη ζωή του με φαντασμαγορικό τρόπο, θύμα της βίας ή της απελπισίας,
μπορεί να προκύψει επειδή σε μια γωνιά της Ελλάδας οι εργαζόμενοι μιας
εταιρείας ή ενός κλάδου αποφάσισαν να μην το βάλουν κάτω. Στο λογαριασμό
μπαίνουν πάντα και οι χαρτογιακάδες σαν και του λόγου μας, όσοι χειρίστηκαν
δημόσιο λόγο, με μικρό ή μεγάλο ακροατήριο, και επέλεξαν να συνεχίσουν να
μιλούν αντί να σωπάσουν, να επιμείνουν αντί να απελπιστούν. Ιδίως μάλιστα αν είχαν
κάτι να χάσουν, μιλώντας. Κάπως έτσι θα κριθεί κάτι που όλοι οσμιζόμαστε: ότι
πρέπει να πιστεύεις ότι κάτι αλλάζει, για να μπεις στον κόπο.
Ο χριστιανισμός και ο μαρξισμός είναι οι
δύο μεγάλες αφηγήσεις της ελπίδας που δεν εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους. Να
πει κανείς ότι δεν εκπλήρωσαν «ακόμη» τις υποσχέσεις τους είναι μια δήλωση
υπερβολικής αισιοδοξίας. Υπάρχει στην Προς Ρωμαίους επιστολή η εντυπωσιακή
διατύπωση «ελπίς βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς», που θα πει πως ελπίδα είναι να
πιστεύεις σε αυτό που δεν βλέπεις. Για όσους έχουν ισχυρά αντιμεταφυσικά
αντανακλαστικά, ας επιμείνουμε σε όσα βλέπουμε: όση απογοήτευση και αν συνόδευσε
τόσες και τόσες χαμένες ελπίδες του παρελθόντος, υπάρχουν περιπτώσεις
χειροπιαστών βελτιώσεων της ανθρώπινης ζωής, όπως είναι η κατάργηση της
δουλείας και η ισότητα των γυναικών. Οι εργατικές κατακτήσεις του 20ου
αιώνα, αυτές που χάνονται τώρα, είναι επίσης τέτοιο παράδειγμα. Πάει να πει,
δεν είναι ποτέ αδιάφορο αν έχουμε κουράγιο να διεκδικήσουμε κάτι ή αν
παραδίδουμε τα όπλα.
Στην «Πολιτική ως επάγγελμα» ο Μαξ Βέμπερ
έγραφε στην καταληκτική παράγραφο του βιβλίου:
Η
πολιτική είναι ένα δυνατό και αργό τρύπημα σε σκληρές σανίδες, με πάθος και
συγχρόνως με προοπτική. Είναι απόλυτα σωστό (και όλη η ιστορική πείρα το
επικυρώνει) ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε το εφικτό, αν δεν πάσχιζε να
πραγματοποιήσει το ανέφικτο. Αλλά για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, πρέπει να
είναι ηγέτης, αλλά και ήρωας, με την ακριβή έννοια της λέξης. Και ακόμη εκείνοι
που δεν είναι ούτε ηγέτες ούτε ήρωες, πρέπει να οπλισθούν με τέτοια ψυχική
στερεότητα, που ν’ αψηφούν ακόμη και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους.
Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δεν θα μπορούν να κατορθώσουν ούτε αυτό που
είναι σήμερα δυνατό.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στο ένθετο του ThePressProject.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου