Ὁ Τάκης ἦταν παιδὶ μάλαμα, κεφάτος καὶ πλακατζής, ἀγαπημένος τῆς γειτονιᾶς.
Ὅταν εἶχε παίξει σὲ μιὰ σχολικὴ παράσταση, ὅλοι τοῦ ἔλεγαν ὅτι πρέπει νὰ γίνει
ἠθοποιός. Ὅμως δὲν ἔγινε ἠθοποιός: ἔγινε κουρέας. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, βοηθὸς
κουρέα. Τὸ κουρεῖο ἦταν τοῦ κυρ-Βασίλη. Στὴν ἀρχὴ τὸν πῆρε κοντὰ γιὰ
ἐξυπηρέτηση, νὰ λούζει, νὰ ξεκινάει τὸ κούρεμα, καὶ νὰ τὸ διορθώνει μετὰ τὸ
ἀφεντικό. Φιλότιμος ὅμως ὁ Τάκης, κάτι μὲ τὸ χαμόγελο, κάτι ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ
περιποιεῖται τὸ μαγαζί, νὰ φέρνει κανὰν πίνακα ἀπὸ τὴ λαϊκή, καμιὰ γλάστρα,
τελικὰ εἶχε γίνει ἡ ψυχὴ τοῦ κουρείου. Στὸ σπίτι ἔμενε μὲ τὴ μάνα του,
ποὺ τὸν λάτρευε. Θὰ μοῦ πεῖς ἔτσι εἶναι οἱ μανάδες, ἀλλὰ αὐτὴ ἦταν πιὸ ἔτσι.
Κάθε μέρα πέρναγε ἀπὸ κεῖ
ὁ λαχειοπώλης, ποὺ ἕνας θεὸς ξέρει γιατὶ ἐπέμενε νὰ περνάει, ἀφοῦ κανεὶς ἐκεῖ
μέσα δὲν πίστευε στὴν τύχη. Ἄσε, Τάσο, δὲν ξόδεψα ἀκόμη τὰ περσινά, ἔλεγε ὁ
Τάκης, καὶ συνέχιζε τὸ κούρεμα. Καὶ μιὰ μέρα, πῶς κάνει τὸ λάθος καὶ πιάνει
κουβέντα μὲ τὸν κυρ-Βασίλη, τὴ γνωστὴ κουβέντα γιὰ τὰ λαχεῖα: τί θὰ ἔκανες ἅμα κέρδιζες;
Ἄρχισε ὁ κυρ-Βασίλης τὶς τσιγγουνιές, θὰ ἀγόραζα τῆς κόρης μου διαμέρισμα, θὰ
ἔδινα τῆς θείας Μαίρης, ποὺ τῆς χρωστάω γιατὶ μὲ εἶχε βοηθήσει νὰ πάρω τὸ
μαγαζί, «νὰ γεμίσω κάτι τρύπες», καὶ τὰ συναφή. Ρὲ κυρ-Βασίλη, φαντασία εἶναι,
πὲς καὶ τίποτα ἄλλο, πάλι μὲ τὴ θεία Μαίρη θὰ ἀσχολεῖσαι ἅμα κερδίσεις τόσα
ἐκατομμύρια; «Νὰ ἀλλάξω καὶ τὴν ταμπέλα στὸ μαγαζί, ποὺ τὴν ἔχω εἰκοσιπέντε
χρόνια» «Ρὲ κυρ-Βασίλη, πάλι μπαρμπέρης θὰ εἶσαι;» «Ὄχι, τί νὰ κάνω; Νὰ σπουδάσω
γιατρός;»
Τί ἦταν νὰ τὴν κάνουν αὐτὴ τὴ συζήτηση, πέφτει γιὰ ὕπνο
τὸ βράδυ ὁ Τάκης καὶ βλέπει στὸ ὄνειρό του ὅτι ζεῖ μὲς στὰ λεφτά. Ποιό
μπαρμπέρικο καὶ ποιά ἐπιγραφή; Ἦταν στὰρ τοῦ Χόλιγουντ. Εἶδε ὅτι ἔπαιζε σὲ
ταινία, μαζὶ μὲ μιὰ γλυκιὰ συμπρωταγωνίστρια. Στὴν ἀρχὴ ἀντιπαθιοῦνται, ἐκείνη
τὸν ἀπεχθάνεται καὶ τὸν εἰρωνεύεται, ἀλλὰ μετὰ θὲς τὸ λουλουδικό, θὲς ποὺ τὴ
σώζει ἀπὸ τοὺς κακοποιούς, τὴ φιλάει στὴν ταινία, τοὺς καλαρέσει, καὶ
φιλιοῦνται καὶ μετὰ τὴν ταινία. Καὶ νά τὰ κλὰμπ μετὰ τὸ γύρισμα, καὶ νά οἱ
παραλίες μὲ τὰ κοριτσόπουλα μὲ τὰ ἀστραφτερὰ χαμόγελα καὶ τὰ λιγνὰ μπουτάκια,
νά καὶ τὸ πλατώ, τί τὴν ἤθελε τὴν κουβέντα γιὰ τὸ λαχεῖο; Δὲν μαζευόταν ἡ
κατάσταση, μπὰ ποὺ νὰ σκάσει γιὰ ἀσυνείδητο. Κερασάκι στὴν τούρτα ἦταν ποὺ εἶχε
καὶ θέση γιὰ τὸ ἀφεντικὸ στὸ ὄνειρό του, τὸν εἶχε στὸ τροχόσπιτό του, γιὰ τὴν κόμμωση,
βοηθό. Καὶ τὸν ρωτοῦσε τὸ ἀφεντικὸ πῶς τὰ κατάφερε, καὶ ἔλεγε αὐτὰ τὰ ὡραῖα:
«ξεκίνησα ἀπὸ χαμηλά» καὶ τέτοια, αὐτὰ ποὺ λένε ὅσοι δὲν εἶναι πιὰ χαμηλά.
Ὅταν ξύπνησε, τὸ πρωί, τοῦ συνέβη κάτι ποὺ οὔτε τὸ εἶχε
ξαναπάθει οὔτε τὸ εἶχε ξανακούσει, ἀλλὰ σὲ διαβεβαιῶ, ἀναγνώστη, ὅτι γίνεται
καὶ παραγίνεται: νόμιζε, καὶ στὸν ξύπνιο του, ὅτι τὸ ὄνειρό του ἦταν ἀληθινό.
Ὄχι ὅτι ἔψαχνε τὸ τροχόσπιτο, ὄχι, πῆγε στὴ δουλειὰ κανονικά. Μόνο ποὺ ἕνα
κομμάτι τοῦ μυαλοῦ του δὲν εἶχε ξυπνήσει ἀκόμα. Πῶς γίνεται αὐτὸ εἶναι μεγάλη
ἱστορία, ἀλλὰ γίνεται. Ἀφοῦ ἦταν λέει μιὰ φορὰ ἕνα μεσαῖο στέλεχος ἑταιρείας ποὺ
ὀνειρεύτηκε ὅτι σκότωσε τὸν διευθυντή του μὲ πιστόλι. Ὅταν ξύπνησε ἦταν
ξαλαφρωμένος καὶ εὐδιάθετος. Πέρασε ὁλόκληρη τὴ μέρα νὰ κάνει σχέδια καὶ νὰ
συζητᾶ μὲ φίλους ἀμέριμνος, ὅλο ἱκανοποίηση. Ὅταν εἶδε τὸν διευθυντὴ μπροστά
του, δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Δὲν ἦταν τρελός, ἁπλῶς ἐνῶ εἶχε ξυπνήσει, μιὰ
γωνιὰ τοῦ μυαλοῦ του παρέμενε κοιμισμένη καὶ ἐπέμενε ὅτι εἶχε ὅντως καθαρίσει
τὸν διευθυντή.
Ὅταν ἔφτασε στὸ μπαρμπέρικο ὁ Τάκης δὲν εἶχε βεβαίως καθόλου
κέφι γιὰ δουλειά. Ἦταν μεγάλη κατρακύλα σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή του πρὶν λίγες ὧρες,
ἂς ἦταν καὶ στὸν ὕπνο του. Ὅσο γιὰ ἀστεῖα, οὔτε λόγος. Κομμένα τὰ ἀστειάκια. Κοίταζε
τὸν κυρ-Βασίλη καὶ δὲν τοῦ ἔκανε γιὰ ἀφεντικό. Δὲν τοῦ γέμιζε τὸ μάτι, πῶς τὸ
λένε. «Οἱ μοῦτσοι ποὺ γαμούσαμε γίναν καπεταναῖοι», σκεφτόταν. Ἔκανε τὸ λάθος
ἕνας φοιτητὴς νὰ τοῦ πεῖ ὅτι τὰ θέλει «λίγο πιὸ κοντά», ὅταν τὸν ρώτησε πῶς τοῦ
φαίνεται τὸ κούρεμα, καὶ τοῦ λέει «Ἀγόρι μου, “λίγο πιὸ κοντὰ” θὰ πεῖ νὰ τὸ
ξανακάνω ὅλο ἀπὸ τὴν ἀρχή! Δὲν σὲ ρώτησα, πῶς τὰ θέλεις; Μὲ τὶς ὑγεῖες σου!»,
ξεπιάνει τὸ σεντόνι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ φοιτητῆ καὶ τὸ τινάζει νὰ φύγουν οἱ
τρίχες. Τὸν κοίταζε ὁ κυρ-Βασίλης καὶ δὲν τὸ πίστευε, εἶχε ἕνα ὕφος λὲς καὶ τοῦ
εἶχε χύσει τὸν καφὲ στὸ κεφάλι ὁ μικρός.
«Δὲν μιλᾶμε ἔτσι στοὺς πελάτες». Ἔλα ὅμως ποὺ μιλᾶμε. Καί, ποιοί εἴμαστε
αὐτοὶ ποὺ «μιλᾶμε», ὅλοι μαζί; Ἔφυγε ὁ πελάτης στὸν ἀγύριστο, ἔκανε τὴν παρατήρηση
ὁ κυρ-Βασίλης, δὲν ξαναμιλήσαν ὅλη μέρα. Ὅταν ἦρθε τὸ μεσημέρι πέταξε τὴν ποδιὰ
καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι του. Δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ ξεπεράσει αὐτὸ
ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ὄνειρό του. Καὶ βεβαίως αὐτὸν τὸν καημὸ ποῦ νὰ τὸν πεῖς
παραέξω! Ὁ κόσμος δὲν ἔχει δουλειά, τί νὰ λέει ὁ Τάκης; Ὅτι τὸ κουρεῖο εἶναι
καλό, βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ μιὰ ποὺ ρωτᾶμε προτιμᾶ τὸ Χόλιγουντ; Ἡ
ἀλήθεια αὐτὴ ἦταν ὅμως, αὐτὴ ἀκριβῶς. Τί θλιβερὰ ποὺ εἶναι τὰ ὄνειρα τῆς
μεγαλομανίας. Ἦταν, λέει, ἕνας ρήτορας στὴν ἀρχαιότητα, ἐρείπιο σωστό, ποὺ
ἔβλεπε στὸν ὕπνο του ὅτι συναναστρέφεται τὸν Σοφοκλῆ καὶ τὸν Αἰσχύλο, ὅτι
συμβουλεύει τὸν Μάρκο Αὐρήλιο, τὸν τιμᾶ ὁ Ἀδριανὸς καὶ τὸν συγχαίρει ὁ
Δημοσθένης. Αὐτὸν τὸν χτικιάρη, λοιπόν, στὸν ξύπνιο του οἱ συγκαιρινοί του χριστιανοὶ
τὸν ἔλεγαν «φαντασιοκοποῦσα κόπρον».
Ὅταν ἔφτασε τὸ βράδυ, ὁ Τάκης φοβήθηκε νὰ κοιμηθεῖ. Δὲν τοῦ
ἔφταιγε τίποτα ὁ κυρ-Βασίλης νὰ τὸν κοιτάζει μὲ μισὸ μάτι. Μιὰ χαρὰ τὰ
πηγαίναν, τὸ μόνο ποὺ ἔφταιγε ἦταν αὐτὸ τὸ ρημαδοόνειρο, καὶ κατὰ βάθος βέβαια
ὁ λαχειοπώλης. Γύρναγαν ὅλα στὸ μυαλό του: τὸ κουρεῖο, ἡ ἐπιγραφή, ὁ γυμνασιάρχης
μὲ τὸ λασπωμένο μαλλὶ ποὺ μιλάει μὲ στόμφο ὑπουργοῦ καὶ περηφανεύεται συνεχῶς
γιὰ τὴν κόρη του, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν, ὅλα. Τὰ μίσησε ὅλα αὐτὰ τόσο πολὺ
ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ κατάλαβε ὅτι ὁ ἐχθρός του ἦταν τὸ Χόλιγουντ, τὸ ὄνειρο
τῆς προηγούμενης βραδιᾶς. Μιὰ χαρὰ τὰ πήγαινε ὣς τότε. Κάθισε λοιπὸν μὲ
σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ τὸ μάτι γαρίδα καὶ παραμόνευε, μὴν τυχὸν καὶ τὸν
ξαναπάρει ὁ ὕπνος. Εἶχε στήσει καρτέρι κανονικό, λὲς καὶ περίμενε κλέφτη. Ὁ
ὕπνος τὸν πῆρε γύρω στὶς τέσσερις τὸ πρωί, καὶ γιὰ κακή του τύχη εἶδε τὸ ἴδιο
ὄνειρο, ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια τὴ συνέχεια. Ξέρετε τώρα πῶς εἶναι οἱ ἔρωτες στὸ
Χόλιγουντ, ὅλο προβλήματα. Ὁ Τάκης πάντως ἤξερε, ἢ ἔστω ὁ ὕπνος του ἤξερε.
Κάθεται νὰ τὸν βάψει ἡ μακιγιέζ, ποὺ ἔχει δυὸ στήθια πύραυλους. Φεύγει ὁ κυρ-Βασίλης, ποὺ ἄλλη ὄρεξη δὲν εἶχε τώρα ὁ Τάκης ἀπὸ τὸ
νὰ τὸν ἔχει μὲς στὰ πόδια του, τὸ μπαρμπεράκι, καὶ μένει μόνος μαζί της. Δὲν
ἤθελε καὶ πολὺ αὐτή, μὴ δεῖ πρωταγωνιστή, χιμάει καὶ ἁπλώνεται νὰ τοῦ διορθώσει
τὸ κούρεμα πίσω ἀπὸ τὸ αὐτί, γέρνοντας πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· τοῦ χαμογελάει καὶ τὸν
ρωτάει μήπως ἐνοχλεῖ. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ἡ
συμπρωταγωνίστρια, ποὺ ἦταν κουκλάρα, ἀλλὰ κορίτσι καλοκάγαθο καὶ εὐαίσθητο. Κλάματα,
«δὲν τὸ περίμενα ἀπὸ σένα, Τάκις», εἶδε κι ἔπαθε νὰ τὴ συνεφέρει. Ὅταν ξύπνησε
τὸ πρωὶ δὲν ἦταν ἁπλῶς ἀνόρεχτος. Τοῦ φαινόταν ξαφνικὰ ἀσήκωτο βάρος νὰ γυρίσει
πίσω στὸ κουρεῖο. Κατ’ ἀρχὰς εἶχε σκάσει ποὺ στενοχώρησε τὸ κορίτσι του, χωρὶς
λόγο καὶ αἰτία. Ξεκινάει νὰ πάει, στὸν δρόμο τὸν πιάνει ἀπελπισία, σφίγγεται τὸ
στομάχι του, τελικὰ φτάνει στὸ κουρεῖο, ἀλλὰ δὲν μπαίνει μέσα. Ἀδύνατο. Δὲν
ἀνήκει ἐκεῖ, πῶς τὸ λένε; Ἀπ’ τὴν ἄλλη δὲν ἔχει καμιὰ περιουσία, γιὰ νὰ παίζει
μὲ τὴ ζωή, νὰ παραστήσει τὸν μποέμ. Γυρίζει λοιπὸν σπίτι καὶ βάζει τὴ μάνα του
νὰ τηλεφωνήσει, ποὺ εἶναι οἰκογενειακὴ γνωστή, νὰ πεῖ ὅτι ἔχει πυρετὸ καὶ δὲν
μπορεῖ καθόλου νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Ἡ μάνα του δὲν καταλάβαινε τί τὸν
εἶχε πιάσει, καὶ οὔτε ρώταγε, τὸ μόνο ποὺ ἤξερε ἦταν ὅτι ἀστεῖα μὲ τὸ ψωμί μας
δὲν κάνουμε. Τὸν νουθέτησε, τὸν μάλωσε, πῆρε τηλέφωνο τὸν κυρ-Βασίλη, τὸν
δικαιολόγησε καὶ ἔβαλε τὸν μικρὸ νὰ ὁρκιστεῖ ὅτι τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ θὰ εἶναι
στὴ δουλειά του.
Ὅταν ἔφτασε τὸ βράδυ, ὁ Τάκης ἔτρεμε πιὰ στὴν ἰδέα ὅτι
μπορεῖ νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος καὶ νὰ συνεχιστεῖ αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Κάθεται λοιπὸν
καὶ κοιτάζει τὸν τοῖχο μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια. Τὸν κοίταζε λὲς καὶ εἶχαν
τσακωθεῖ, μὲ μανία. Τὸ καθυστέρησε ὅσο μποροῦσε, εἶδε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε ἡ
τηλεόραση καὶ ἦταν ἀποφασισμένος νὰ μείνει ξάγρυπνος. Αὐτὸ ὅμως ἦταν χειρότερο
κι ἀπ’ τὸν ὕπνο. Τὸ μυαλό του ἦταν συνέχεια στὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Στὸ Χόλιγουντ,
στὰ κορίτσια. Μιὰ σκεπαζόταν, μιὰ ξεσκεπαζόταν, ἔβαλε ραδιόφωνο νὰ ἀκούσει
μουσική, τίποτα, τὸ μυαλό του ἦταν καρφωμένο ἐκεῖ. Εἶχε ἀποφασίσει ὅτι τὸ
πρόβλημά του ἦταν τὸ ὄνειρο.
Ἦταν λέει μιὰ φορὰ ἕνας φαντάρος ποὺ αὐτοκτόνησε στὴ
σκοπιά, ὅταν εἶδε στὸν ὕπνο του ὅτι περπατάει στὴν παραλία μαζὶ μὲ τὴν πρώτη
ἀγαπημένη του. Ὅταν ξύπνησε, εἶδε τὶς ἀρβύλες στὰ πόδια του, κατάλαβε ποῦ
βρισκόταν, ἔβαλε τὰ κλάματα, μετὰ ἔβαλε τὴν κάννη στὸ στόμα του καὶ πυροβόλησε.
Ἡ μόνη ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ καημένου ἦταν νὰ στρέψει τὸ ὅπλο στὸ ὄνειρό του. Ἂν
μποροῦσε νὰ πυροβολήσει τὸ ὄνειρό του θὰ ζοῦσε ἀκόμα. Ὁ Τάκης λοιπὸν ἀποφάσισε
νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ μὴν τὸν πάρει ὁ ὕπνος.
Ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε ἔξω νὰ περπατήσει. Ὅταν εἶδε
τὸν κόσμο καλοντυμένο καὶ χαμογελαστό, θυμήθηκε ὅτι γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν Παρασκευὴ
βράδυ. Ξεκίνησε νὰ κατηφορίζει ἀπὸ τὴ Μάρνη πρὸς τὸ Μεταξουργεῖο, μὲ τὰ πόδια.
Πάνω στὴν πλατεία εἶδε ἕνα σουβλατζίδικο ποὺ τὸ ἤξερε καλά, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε
δὲν τὸ εἶχε ξαναδεῖ: μέσα στὸ σουβλατζίδικο εἶχαν στήσει ἕνα ἁρμόνιο καὶ δύο
ἠχεῖα, καὶ ἕνας τύπος μὲ λαμὲ πουκάμισο τραγούδαγε ὄρθιος, μπροστὰ σὲ μία
παρέα! Σὰν μίνι σκυλάδικο, σὲ φορητὴ συσκευασία. Στρίβει στὴν ὁδὸ Καρόλου καὶ
περνάει μπροστὰ ἀπὸ ἕνα αἰγυπτιακὸ ἐστιατόριο ἢ καφέ, δὲν μποροῦσε νὰ πεῖς μὲ σιγουριά,
γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχαν βάλει ἀράπικα τσιφτετέλια στὴ διαπασῶν καὶ χόρευαν
ὅλοι, μὰ ὅλοι, πάνω στὰ τραπέζια. Ἦταν ἀπὸ τὰ γλέντια αὐτὰ ποὺ δὲν κάθεται
κανεὶς στὴν καρέκλα του, σὰν νὰ ἀπαγορεύεται. Μωρὲ κέφια, ἡ φτώχεια θέλει
καλοπέραση, σκέφτεται ὁ Τάκης καὶ συνεχίζει. Ἦταν περίπατος αὐτογνωσίας, ποὺ
λέμε, σὰ σκηνοθετημένος. Κάποιος τοῦ ἔστελνε ὅλους αὐτοὺς γιὰ νὰ τὸν
ἐκνευρίζει. Θυμήθηκε ποὺ διάβαζε στὴν ἐφημερίδα ὅτι στὴν Αἴγυπτο ἔχουν χαμηλὰ
ποσοστὰ αὐτοκτονίας, ποὺ εἶχε ταξιδέψει ἕνας φίλος καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι παίζαν τὰ
παιδάκια ποδόσφαιρο στὶς πλατεῖες στὶς ἕντεκα τὸ βράδυ. Βρὲ δὲν πᾶτε στὸν
διάολο ὅλοι, καὶ πάρτε μαζὶ καὶ τὰ παιδάκια ποὺ παίζουν ποδόσφαιρο βραδυάτικα,
λέει ἀπὸ μέσα του ὁ Τάκης. Ἡ φτώχεια θέλει κουλούρα στὸν λαιμό! Συνεχίζει νὰ
περπατάει καὶ περνάει τώρα ἀπὸ ἕνα ξενοδοχεῖο, τὸ Hotel Andromeda, στὴν πλατεία Καραϊσκάκη. Γινόταν κάτι σὰν δεξίωση
γάμου, σὲ μιὰ αἴθουσα δεξιώσεων γεμάτη πρόσωπα Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, σκληρὰ καὶ
ροδομάγουλα, κουστούμια περασμένης μόδας καὶ φανταχτερὲς τουαλέτες ἀπὸ φτηνὰ
ὑφάσματα. Χόρευαν τανγκό. Μὰ γιατί χορεύουν ὅλοι αὐτοί; Τόσο πολὺ τοὺς ἀρέσει ἡ
ζωή τους; Τόσο καμάρι πιά; Ἂν ζοῦσα στὴν τρύπα ποὺ ἔχουν αὐτοὶ γιὰ σπίτι,
καλύτερα νὰ ἔδενα πέτρα στὸν λαιμό μου. Ἐγὼ μὲ τρύπιο παπούτσι δὲν ἀνεβαίνω στὸ
τραπέζι νὰ χορέψω, δὲν καλῶ συγκρότημα σὲ σουβλατζίδικο, δὲν παντρεύομαι
γυναίκα μὲ χαλασμένα δόντια. Ὅλη αὐτὴ ἡ εὐφρόσυνη κακομοιριὰ τὸν ἔκανε ἔξαλλο.
Τοὺς μισοῦσε, κι αὐτοὺς καὶ τὴ χώρα τους, ὅλους. Περπατοῦσε ὅλο τὸ βράδυ καί,
ὅταν γύρισε στὸ σπίτι, εἶχε τέτοια ὑπερένταση ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθεῖ. Ἡ
μάνα του εἶχε ξενυχτήσει νὰ τὸν περιμένει, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἄκουσε δὲν εἶπε
τίποτα, μόνο ἀνακουφίστηκε καὶ περίμενε νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος γιὰ νὰ πάει στὸ κρεββάτι
του νὰ δεῖ ὅτι εἶναι καλά.
Κάποια στιγμὴ γύρω στὶς ἑφτὰ τὸ πρωὶ ντύνεται καὶ πάει
στὸ κουρεῖο. Ὁ κυρ-Βασίλης τὸν εἶδε καὶ δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Σὰν ἄστεγος
ἦταν. Τάκη, ἀγόρι μου, τοῦ λέει, δὲν εἶσαι γιὰ νὰ δουλέψεις ἔτσι. Πήγαινε σπίτι
σου νὰ ξυριστεῖς, νὰ κάνεις ἕνα μπάνιο, νὰ ξεκουραστεῖς, καὶ ἔλα μετά. Ὁ Τάκης
δὲν καταλάβαινε τίποτα. Δὲν ἄκουγε, δὲν μίλαγε, δὲν νοιαζόταν, τίποτα. Ἂν
ψόφαγε ὁ κυρ-Βασίλης καὶ ἔκλεινε τὸ κουρεῖο, θὰ ξεχνιόταν σὲ τρεῖς μέρες. Τί
νόημα ἔχει αὐτὴ ἡ δουλειά, ἀναρωτιόταν τώρα ὁ Τάκης, ποὺ ἦταν προφανὲς ὅτι εἶχε
ψηλώσει ὁ νοῦς του. Ξεκίνησε λοιπὸν νὰ περπατάει ἀπὸ τὰ Ἐξάρχεια ποὺ ἦταν τὸ
κουρεῖο πρὸς τὸ Κολωνάκι, πρὸς τὴν πλατεία, ἀλλὰ δὲν κάθισε πουθενά. Ἔνιωθε σὰν
ξένος. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸν κοίταζαν σὰν ξένο, μὲ ἄλλα λόγια ντράπηκε νὰ
καθίσει. Περπάτησε λίγο ἀνάμεσα στὶς καρέκλες στὸν πεζόδρομο καὶ γύρισε στὸ
σπίτι του.
Ἄνοιξε τὴν τηλεόραση πάλι καὶ ἔπεσε πάνω σὲ κάτι κοσμικά,
ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὶς ψευτοειδήσεις γιὰ βεντέτες τρίτης κατηγορίας. Ὁ Τάκης ὅμως
ἔνιωθε μέσα του πιὰ σὰν τὸν Λεονάρντο ντὶ Κάπριο τῶν Ἐξαρχείων, δὲν ἄντεχε
αὐτὸν τὸν συρφετό. Ὅταν ἔφτασε πάλι τὸ βράδυ, τρίτη νύχτα ἀυπνίας, τὸ μυαλό του
ἄρχισε νὰ παίζει παράξενα παιχνίδια. Ὅπως εἶχε μισήσει τὶς μέρες του, ἔτσι
μίσησε τώρα καὶ τὶς νύχτες. Δὲν ἤθελε μὲ τίποτα νὰ κοιμηθεῖ. Μπῆκε στὸ μπάνιο,
ἔριξε νερὸ στὸ πρόσωπό του, γύρισε στὸ δωμάτιό του καὶ καθόταν μὲ τὸ φῶς
ἀναμμένο. Δὲν τοῦ τὸ εἶχε πεῖ κανείς, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν τὸ χειρότερο. Ὅ,τι δὲν
ἔβλεπε ὡς ὄνειρο, ἐρχόταν τώρα ὡς παραίσθηση, τὸ ἔβλεπε ξύπνιος ὡς ἐφιάλτη.
Πῆγε λέει νὰ ἀνοίξει τὸ κουρεῖο καὶ ἦταν μέσα ὁ Λεονάρντο
ντὶ Κάπριο. Τὸν κοιτάζει ὁ Τάκης καὶ ὁ Λεονάρντο ἀρχίζει νὰ τὸν βρίζει στὰ
Ἀμερικάνικα. Ποῦ τὰ βρῆκε τόσα ἀγγλικούλια στὶς παραισθήσεις του ὁ Τάκης, δὲν
θὰ τὸ μάθουμε ποτέ. Τὸν ἔβριζε ὅμως, ἠλίθιο, βλαμμένο, ποὺ δὲν εἶναι ποτὲ στὴν
ὥρα του, καὶ τέτοια. Τὸν κοιτάζει ὁ Τάκης, ἀποσβολωμένος, «καλά, τὸν ρωτάει,
ἐσὺ τί θὲς ἐδῶ;» Τί νὰ θέλω, τὴ δουλειά μου κάνω, τὴ δουλειά σου νὰ κάνεις κι
ἐσύ». «Καὶ οἱ ταινίες;» Ὁ Λεονάρντο δὲν ἔλεγε τίποτα, μόνο κοίταζε μπροστά του
ποὺ εἶχε μιὰ κοπέλα καθισμένη, ὠχρὴ καὶ ἀμίλητη, καὶ τῆς ἔκοβε τὰ μαλλιὰ μὲ τὴν
ψιλή. Ἥσυχα καὶ ἀργὰ τῆς ξύριζε στὴν ἀρχὴ τὸ δέρμα καὶ μετὰ τῆς τὸ ξεκόλλαγε,
σὰν νὰ τῆς γδέρνει ἀδιαμαρτύρητα τὸ κεφάλι. Πάνιασε ὁ κακομοίρης ὁ Τάκης, ποὺ δὲν
εἶχε καταλάβει ὣς τώρα πῶς εἶναι τὰ ὄνειρα, ἡ χώρα ὅπου 1+1=5 καὶ οἱ σκῦλοι
ἀπαγγέλουν Μίλτωνα.
Ὁ Τάκης τινάζει τὸ κεφάλι του, διώχνει τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὸ
κουρεῖο καὶ συνεχίζει νὰ κάθεται στὸ κρεββάτι μὲ σταυρωμένα πόδια καὶ ἀνοιχτὸ
τὸ φῶς. Εἶχε ἀρχίσει νὰ βαραίνει ὁλόκληρος, νὰ πονάει τὸ κορμί του καὶ νὰ
ὀξύνονται οἱ αἰσθήσεις του. Ἔμεινε ὅλη μέρα σπίτι καὶ κάποια στιγμὴ κοντὰ στὸ
ἀπόγευμα ἄρχισαν πάλι οἱ παραισθήσεις. Ἔβλεπε πάλι ὅτι εἶχε πάει σὲ ἕνα ἀπ’
αὐτὰ τὰ πάρτυ, ποὺ ἦταν μαζὶ καὶ ἡ Ἂν Χάθαγουεη, ποὺ τοῦ ψιλοάρεσε, ἀλλὰ σὲ
λίγο καταλαβαίνει ὅτι ἔχει πάει στὸ πάρτυ μὲ τὴν ποδιὰ τοῦ κουρείου καὶ ξαφνικὰ
ὅλοι τὸν κοιτάζουν καὶ γελᾶνε, καὶ κάτω, στὰ πόδια του, εἶναι τρίχες
στοιβαγμένες, καὶ κρατάει ἕνα ψαλίδι στὰ χέρια του καὶ τοὺς κυνηγάει ὅλους μὲ τὸ
ψαλίδι καὶ τρέχουν νὰ ξεφύγουν. Ἀνοίγει πάλι τὰ μάτια του, φτιάχνει ἕνα
φλιτζάνι καφὲ νὰ πιεῖ, κλαίγοντας.
Μπαίνει τότε ἡ μαμά του στὸ δωμάτιο καὶ τὸν ρωτάει τί τοῦ
συμβαίνει. Δὲν τῆς εἶπε βεβαίως ὅλη τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τῆς εἶπε ὅτι δὲν εἶναι
καλὰ καὶ ὅτι ἔχει μέρες νὰ κοιμηθεῖ, πὼς βλέπει ἐφιάλτες καὶ φοβᾶται. Ἡ μάνα
του τὸν ἄκουγε καὶ τοῦ χάιδευε τὰ μαλλιὰ γλυκὰ γλυκά, ὅπως ὅταν ἦταν μικρός,
καὶ δὲν τοῦ εἶπε τίποτα, γιατὶ δὲν ἤξερε τί νὰ τοῦ πεῖ. Μόνο τὸν ἔβαλε νὰ
κοιμηθεῖ καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι αὔριο ποὺ θὰ πάει στὴ δουλειὰ θὰ εἶναι ὅλα ὅπως
παλιά, νὰ μὴ φοβᾶται. Τοῦ χάιδευε τὰ μαλλιὰ σὰν νὰ ἦταν παιδάκι, τὸν ἠρέμησε
καὶ ἀποκοιμήθηκε πολὺ βαθιά, σὰν μελλοθάνατος. Κι ἔτσι τοῦ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι
στὸ μαξιλάρι καὶ τὸν ἔκλεισε γιὰ μιὰ ζωὴ σ’ αὐτὸ τὸ ἄθλιο κουρεῖο, ποὺ ἦταν ἡ
φυλακή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου