Tweets by @KonnosPoulis Follow @KonnosPoulis

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

«Ελευθερία: πατρίδα μου είναι όπου κρεμάω το μαγιό μου». Βιβλιοκρισία του Θ. Νιάρχου για τον Θερμοστάτη

Σπάνια θα διάβαζες τους τελευταίους μήνες ένα αφηγηματικό βιβλίο όπως η συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Πουλή «Ο θερμοστάτης», όπου τα χαρίσματά του να ισοζυγιάζονται με τα ελαττώματα που θα μπορούσες να του προσάψεις. 



Η αλήθεια είναι πως ενώ ο Πουλής γράφει σαν να μιλάει και να αστειεύεται με τους φίλους του, το αποτέλεσμα είναι το ακατάστατο και αταξινόμητο υλικό που δημιουργείται, μαζί με τις ενστάσεις, να εγείρει την υποψία πως πρόκειται για έναν διηγηματογράφο που έχει να μας πει κάτι πολύ σημαντικό.
Αν το λέει σβέλτα και άτσαλα με έναν τρόπο που ένας «κλασικός» διηγηματογράφος θα πίστευε ότι ναρκοθετεί τη σοβαρότητα των θεμάτων του, τελικά δεν αποκλείεται να αποβαίνει προς όφελος της αναγνωστικής απόλαυσης. Καθώς θέματα και περιστατικά που φαίνεται να τα έχουν ξεζουμίσει πια οι συγγραφείς, ο Πουλής σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά είχες διακρίνει πάνω τους έναν κόκκο αλήθειας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το διήγημα «Ερως ανεπίκαιρος». Οταν έχουμε διαβάσει για έρωτες που άκμασαν ή έσβησαν μέσα σε τραγικές συνθήκες όπως σε περιόδους πολέμων ή δικτατοριών, γιατί χρειάζεται να γραφεί ένα διήγημα για τον έρωτα του Νίκου και της Μαρίας που, αν δεν ευδοκιμεί, είναι γιατί τους χώρισε η αστυνομία ρίχνοντας δακρυγόνα;
Βεβαίως οι ήρωες ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος είναι στα μέτρα της δραματικότητας που έχει, ή ξέρει καλά να την κρύβει, μια εποχή. Ομως στο διήγημα «Ερως ανεπίκαιρος» (το σημειώνουμε ως ιδιαίτερα ενδεικτικό και των δεκατριών διηγημάτων του βιβλίου) φταίει η ίδια η γραφή που με το να καμώνεται την επίπεδη προκειμένου να σαρκάσει, να ειρωνευτεί και να καταγγείλει, μεταβάλλεται στην τελική εντύπωση που αποκομίζει κανείς για τους ίδιους τους χαρακτήρες.
Αν και τα γεγονότα δεν στερούνται βάθους, το ίδιο και οι ήρωες, ενώ το σκηνικό είτε πρόκειται για τη Σταδίου, το Σύνταγμα ή μια ταβέρνα, είναι συχνά προκλητικό, αισθάνεται κανείς πως ό,τι περιγράφεται είναι πολύ κακό για το τίποτε. Οπως και να το κάνουμε - δεν φταίει βέβαια ο Πουλής γι' αυτό - όσο δεινός κι αν είναι στην περιγραφή της μελιτζανοσαλάτας σαν στοιχείο που θα φέρει ακόμα πιο κοντά τους δύο ερωτευμένους, δεν γίνεται να αντικαταστήσει αυτή το κατσαρολάκι με το φαγητό που πήγαινε στη διάρκεια του Εμφυλίου στον φυλακισμένο η αγαπημένη του.
Συνειδητοποιώντας ο Πουλής την τεράστια αυτή διαφορά, τη μη διαχειρίσιμη ενδεχομένως αφηγηματικά, καταφεύγει σε ένα είδος επιμύθιου προκειμένου να κλείσει το διήγημά του, γράφοντας: «Σε μια περίοδο έντασης της ληστρικής επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, είναι αδύνατον να διηγηθείς μια τέτοια ιστορία. Γιατί, για να πούμε του στραβού το δίκιο, ποιος διαβάζει τέτοιες ιστορίες σήμερα;».
Για να πούμε όμως του «στραβού το δίκιο», αντίστοιχες ερωτικές ιστορίες - όπως συμβαίνει άλλωστε έως σήμερα - δεν θα πάψουν να διαβάζονται ακόμα και αν επιδεινωθεί «η ληστρική επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας». Τότε προς τι ο σαρκασμός εις βάρος βέβαια της λογοτεχνίας, αφού το «Κεφάλαιο» δεν πρόκειται να ταρακουνηθεί με καμιά καταγγελία έστω κι αν τη διαβάζαμε ως κατακλείδα στους «Αδελφούς Καραμάζοφ».
Αν το επιμύθιο ή το απόφθεγμα στο τέλος ενός διηγήματος συνιστά κατά βάθος μια απαξίωση της λογοτεχνίας, ο Πουλής φαίνεται να θεωρεί πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο ώστε να το χρησιμοποιεί σε ένα ακόμα διήγημά του, το εξαίρετο αν και ανατριχιαστικό «Η μαμά του κτήνους». Κλείνει λοιπόν το ομώνυμο διήγημα με μια ρήση που συζητήσιμη φιλοσοφικά, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς τη συναισθηματική της ακρίβεια, ότι «πιο πολύ κι από τον έρωτα το κακό δεν μπορεί παρά να ξαστοχήσει».

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 10 Ιανουαρίου 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου