Όποιος
έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι
μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Όμως αυτή
η σκέψη είναι η πιο επείγουσα σκέψη της περιόδου.
Αν κανείς απαριθμούσε, τον Γενάρη
του 2010, τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στον
λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να προβλέψει πως μια τέτοια επίθεση
στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Ο καθένας μας σκέφτεται και προτείνει κάποιες απαντήσεις για το πώς έγινε αυτό.
Αποφασίσαμε στο ThePressProject να επιχειρήσουμε μια συστηματοποίηση αυτής της συζήτησης. Αν το ερώτημα
είναι πώς τολμούν οι κυβερνώντες, η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν τους σταμάτησε.
Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς εξηγείται η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται
απείρως πολυπλοκότερο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι
«τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε
ότι «υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι
«οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα. Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία
έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα,
και παρʼ όλʼ αυτά οι αντιδράσεις είναι
περιορισμένες. Το χαμηλότερο σημείο της πολιτικής απογοήτευσης ήταν βεβαίως η επικύρωση
της έντρομης συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική με τις εκλογές του καλοκαιριού.
(Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας
πολύ κινητικό: οι νεοναζί, που είναι το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της μνημονιακής περιόδου.
Η συνύπαρξη παθητικότητας και ρατσιστικής βίας δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, στην
πραγματικότητα δεν συνιστά καν αντίφαση. Όπως μας πληροφορεί ένας εγγράμματος ειδήμων
των ξυλοδαρμών, η πηγή της βίας είναι η αδυναμία, όχι η δύναμη. Ο κακομοίρης που
έχει φάει την προσβολή με το καντάρι τρέφει μέσα του το φαρμάκι, καλλιεργεί πύρινη
μνησικακία, λυσσάει. Γιʼ αυτό ακριβώς η κατάσταση της προσβολής
και της συνεχιζόμενης ταπείνωσης των μαζών γεννάει τέρατα. Τα γεννάει, τα ψηφίζει,
τα βάζει στη βουλή, και όποιον πάρει ο χάρος.)
Η καταθλιπτική συνθήκη μιας υποχώρησης χωρίς
τέλος μπορεί συχνά να περιγράφεται από τους αισιόδοξους σαν ησυχία πριν την καταιγίδα,
αλλά χρόνο τον χρόνο βλέπουμε μόνο την ησυχία, και καθόλου καταιγίδα. Οι πολίτες
όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει.
Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί
μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή
και προπαγάνδα. Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί
πως για να είναι οι πολίτες ελεύθεροι θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Το να παραδεχτούμε
δηλαδή πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος για να υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως
έχουν ίσως σε κάποιο βαθμό το μέλλον στα χέρια τους. Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως,
είναι κατασκεύασμα του λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοση
στα χέρια του επόμενου επιτήδειου. Δεν θα φτάναμε στην
πολιτική κρίση που ζούμε τώρα, αν δεν είχε καταστεί αναξιόπιστος ο
συνδικαλισμός, λίγο γκρινιάρα και λίγο συστημική η Αριστερά, κακόφημα τα
ουτοπικά όνειρα, γεμάτη υποτιθέμενους μονόδρομους η οικονομική συζήτηση. Δεν θα
μας απασχολούσε το «μαζί τα φάγαμε» αν δεν υπήρχε όντως ώς ένα βαθμό αυτό το
«επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο» που περιέγραφε ο Κονδύλης· αν δεν υπήρχε μια
ισχυρή παράδοση υποταγής στον μηχανισμό εξουσίας των κομμάτων, στα όρια της
εθελοδουλείας· αν δεν ήταν τόσο αποτελεσματική η τηλεοπτική προπαγάνδα, κι ας
είναι αργυρώνητη σε βαθμό εξόφθαλμο και για τον πιο αδαή πια· αν δεν υπήρχε μια
παράλογη εμπιστοσύνη σε τεχνοκράτες, που εμφανίζονται σαν άνθρωποι χωρίς
συμφέροντα· αν δεν εκτονωνόταν η κοινωνική συνείδηση στο να ξεκολλάνε διάφοροι συμπολίτες
μας τσίχλες από τα πεζοδρόμια, την ώρα που περιφρονούν τους πιο κατατρεγμένους
συνανθρώπους τους, τους μετανάστες· αν δεν είχε τόσο ριζωθεί η πίστη στην
αναγκαιότητα πρόσδεσης στο κοινό νόμισμα, ώστε οι κραυγές περί του λόμπι της
δραχμής να οδηγούν τους πολίτες σε απρόθυμη ψήφο στους υποτιθέμενους εγγυητές
της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, ας είναι και με ανεργία, ας είναι και με
εξαθλίωση· αν ο καταιγισμός των μέτρων δεν είχε προκαλέσει παραλυτικό σοκ.
Μερικές από αυτές τις διαπιστώσεις για το
πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο. Όμως
σημασία δεν έχει μόνο ποιος έχει δίκιο. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να διαβάσουμε
σωστά την πραγματικότητα, να δούμε πώς κατανέμονται τα επιχειρήματα στον δημόσιο
διάλογο, προκειμένου να δούμε γιατί δεν πείθονται όσοι δεν πείθονται. Να σκεφτούμε
δηλαδή πώς γίνεται να δρα κανείς τόσο εξωφρενικά ενάντια στο συμφέρον του. τι κάνει
τον ψηφοφόρο να δένεται στο άρμα των εκμεταλλευτών του, ακόμα και αν, όπως φάνηκε
στην περίπτωση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, το βασικό χαρακτηριστικό τους
είναι ότι δεν διανοούνται να πάρουν ούτε δεκάρα από τους πλούσιους φίλους ή συγγενείς
τους.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν
είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες
στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπως σωθούνε
τα τρόφιμα και το νερό». Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται, και η πολιτική άπνοια
των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Το πρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε
τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Υ.Γ. Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν
τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να
πούμε: χαλάλι.
Δημοσιεύτηκε στις σελίδες του ThePressProject που φιλοξενεί η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Η διάγνωση που δίνει έμφαση στην απάθεια, ίσως να μην είναι η πιο ακριβής. Εξαρτέται από το ποιά περίοδο εξετάζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τρία χρόνια η λαική αντίσταση ήταν ανάλογη σε έκταση και ένταση με την καπιταλιστική επίθεση -δηλαδή πρωτόγνωρη: καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και υπηρεσιών από τους εργαζόμενούς τους, αμέτρητες απεργίες (που ακόμη συνεχίζονται), 17 εκ των οποίων γενικές, και άλλες τόσες διαδηλώσεις, καταλήψεις δημοσιου χώρου από απολιτίκ 'αγανακτησμένους', βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, αυτοκτονίες, άρδην 'στράτευση' κοινωνικών πρακτκών από τη μουσική και το θέατρο ως τη μαγειρική...Τα ξέρεις καλύτερα από μένα όλα ετούτα.
Στο θεσμικό επίπεδο, όλα αυτά εκφράζονται ως βαθύτατη κρίση του πολιτικού συστήματος. Κατάρευση μιας κυβέρνησης, καταβαράθρωση το κόμματος-στυλοβάτη της λαικής συνένεσης στην καπιταλιστική εκμετάλευση, πειραμάτισμοί με εξαιρετικά ασταθείς κυβερνήσεις συνεργασίας, τεράστια εκλογική αποχή, φαντασιώσεις 'άριστερής κυβέρνησης', δικυβέρνηση μέσω διαταγμάτων, αντιδράσεις της δικαστικής εξουσίας, πτώση κατά 50% της ακροαματικότητας των ΜΜΕ και κωμικές ανακατατάξεις στον εν λόγω χώρο, κτλ, κτλ. Ολα αυτά συνιστούν γενικευμένη απαξίωση και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος (ύστατο σωσίβιο του οποίου κινδυνεύουν να γίνουν οι ηλίθιοι του Σύριζα), και δεν είναι δυνατόν να εγγραφονται απλώς ως πλειψηφική επικύρωση της πολιτικής που μας εξαθλειώνει.
Αποτέλεσμα δε ολων αυτών (των οξυμένων κοινωνικών αγώνων και της πολιτικής κρίσης που αυτοί επέφεραν) είναι και η άνοδος των ναζί. Στους σχεδιασμούς τμήματος του πολιτικού συστήματος και των μυστικών υπηρεσίων αποτελούν γραμμή άμυνας και λύση εφεδρείας για τη διατήριση της δικτατορίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οπότε, δεν πρόκειται περί απάθειας: το κοινωνικό κίνημα δοκίμασε μια τεράστια γκάμα (γνωστών, και μέχρι πρότεινος άγνωστων) μορφών αντίστασης. Πρόκειται περί ήττας. Τα δοκιμάσαμε όλα, και αποτύχαμε. Οι εκλογές του καλοκαιριου βρίσκουν το κοινωνικό κινημα ήδη σε υποχώρηση. Δίνει τα ρέστα του ψηφίζοντας Σύριζα, και ηττάται ξανά. Εκτοτέ -και μόνο έκτοτε- επέρχεται η νηνεμία που παρατειρείς.
Οπότε το ερώτημα δεν είναι γιατί καθόμαστε ήσυχοι, αλλά γιατί ηττηθίκαμε. Εδώ η 'αδυναμία' της Αριστερας και της Αναρχίας (δηλαδή η λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης εκ μέρους τους, η ιδιοτέλεια, και η κουτοπονηριά τους) στέρησαν το κοινωνικό κινημα από προοπτική -κατί που δεν μπόρεσε να ανακαλύψει μόνο του, μέσω της δικης του δυναμικής, καθώς ο καθείς εκεί μέσα περί άλλων τύρβαζε.
Η αποτυχία των κοινωνικών αγώνων γεννά το εξής σημαντικό ερώτημα: μήπως είμαστε αδιάφοροι για τον καπιταλισμό; Διότι αν είχαμε κάποια σημασία, τόση επίσχεση εργασίας θα είχε επιφέρει κάποια διαπραγματευση, ενώ εδώ δεν ύδρωσε το αυτί τους. Μήπως η εργασία μας -και η ζωή μας- τους είναι άχρηστη; Είμαστε, δηλαδή, 'πλεονάζον πλυθησμός'; Αν εμείς ειμαστε άχρηστοι για το κεφάλαιο, τότε ποιά η χρησιμότητα του κεφαλαίου για εμάς; Αν το κεφάλαιο μπορείνα ζήσει (ζωή χαρισάμενη) χωρίς εμάς, μπορούμε να ζήσουμε και εμείς (ζωή χαρισάμενη) χωρίς αυτό; Πώς;
Το παιχνίδι χόντρυνε...
Φιλικά,
χρήστος
Δεν απέχουμε πολύ. Πράγματι, η ήττα είναι από μια άποψη ακριβέστερη λέξη. Αυτό που υπονοείται ωστόσο είναι πως χάνει κανείς επειδή δεν έκανε αρκετά. Προφανώς ο λόγος περί απαθείας υπαινίσσεται ότι όσα έγιναν δεν φτάνουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩς προς το τελευταίο: το σύνθημα "χωρίς εσένα, γρανάζι δεν γυρνά" θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια πραγματικότητα όπου η έννοια της εργασίας και της παραγωγής έχει αλλάξει, σε σχέση με ό,τι γνωρίζαμε. Δεν μπορώ να φανταστώ κοινωνία χωρίς κάποια συναίνεση. Η αλλαγή ματιάς θα παρήγαγε αποτελέσματα, δεν θα ήταν πολιτικώς αδιάφορη.
Δηλαδή λέμε ότι αυτός ήταν όλος ο πόλεμος; Γιατί η δική μου αίσθηση είναι ότι δεν έχει υπάρξει ακόμη πόλεμος με την καθαρή έννοια: δύο διαμορφωμένα στρατόπεδα που αντιπαρατίθενται, ηγεσίες εκατέρωθεν κλπ. Πιο πολύ νομίζω ότι έχει παίξει μπάλα η μια πλευρά, κι η άλλη έχει εξαφανιστεί μέσα στις αντιφάσεις της που καλά λέει ο Χρήστος παραπάνω. Το ζήτημα, βεβαίως, είναι ότι όταν δίνεις μια μάχη υπάρχει πιθανότητα να τη χάσεις, αλλά όταν δεν τη δίνεις αποκλείεται να την κερδίσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, αλλά μια τέτοια ανάγνωση κινδυνεύει πάντα να περιέχει τη λαθροχειρία πως δεν χάσαμε, γιατί κατά βάθος δεν προσπαθήσαμε. Η νικηφόρα επέλαση των αντιπάλων όμως είναι φανερή.
ΑπάντησηΔιαγραφή