Tweets by @KonnosPoulis Follow @KonnosPoulis

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Ο Δον Ζουάν του Κωνσταντίνου Πουλή

Σπύρος Γιανναράς

Δὸν Ζουὰν ἦταν ἀρχικὰ ἕνα ἠθικοπλαστικὸ ἔργο. Ἕνα ἔργο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ προειδοποιήσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀναπόδραστη πορεία τοῦ λιμπερτίνου πρὸς τὴν τιμωρία του. Τὸ ζητούμενο, τουλάχιστον στὴν περίπτωση τοῦ Ἰσπανοῦ Τίρσο ντὲ Μολίνα, συγγραφέα τοῦ πρώτου θεατρικοῦ ἔργου γιὰ τὸν Δὸν Ζουάν, ἦταν νὰ περάσει στοὺς θεατὲς τὸ ἠθικὸ παλαιοδιαθηκικὸ δίδαγμα, «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», καὶ νὰ ὑποδαυλίσει τὸν διαρκὴ τρόμο τῆς ἀμείλικτης, σχεδὸν χαιρέκακης θεϊκῆς τιμωρίας.

Τὸ ἐπιμύθιο, τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Δὸν Ζουάν, τόσο στὸν ντὲ Μολίνα ὅσο καὶ στὸν Ντὰ Πόντε, εἶναι σαφὲς καὶ σταράτο: «Κι αὐτὴ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ δικαιοσύνη: ὅ,τι κάνεις θὰ τὸ πληρώσεις» καὶ «Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος ὅποιου κάνει τὸ κακό! Καὶ τῶν κακῶν ὁ θάνατος εἶναι ὅμοιος πάντα μὲ τὴ ζωή τους». Τὸ μοτίβο τῆς ἐπαπειλούμενης τιμωρίας ἐπανέρχεται, σχεδὸν σὰν ἐπωδός, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔργου: «Τὸ νοῦ σας ὅσοι δὲν λογαριάζετε τοῦ Θεοῦ τὴν τιμωρία: τὸ χρέος πάντα πληρώνεται καὶ μεγάλη δὲν εἶναι καμία διορία».
Ὅμως ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται σήμερα, ὁ ἐλευθέρων ἠθῶν ἥρωας, ἐν προκειμένω ὁ Δὸν Ζουάν, δὲν καταγγέλλεται πρωτίστως ὡς ἀκόλαστος ἡδονιστής, ἀλλὰ ὡς ἄθεος ὀρθολογιστής, ὁ ὁποῖος ἀποδίδει στὴν τύχη ἢ στὸ μηδὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου, ἀμφισβητώντας καὶ χλευάζοντας ἀνοικτὰ τὸν Θεό. «Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν πιστεύετε καθόλου στὸν Θεό;», ρωτάει μὲ δέος ὁ Σγκαναρὲλ τὸν Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Καὶ στὸ διάβολο, σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε;», γιὰ νὰ εἰσπράξει τὴν εἰρωνεία τοῦ ἥρωα. «Δὲν πιστεύετε λοιπὸν διόλου στὴν ἄλλη ζωή;», ἐπιμένει ὁ Σγκαναρὲλ κι ὁ ἀφέντης του σκάει στὰ γέλια. «Μὰ σὲ κάτι πρέπει νὰ πιστεύει κανεὶς σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο: σὲ τί λοιπὸν πιστεύετε;» «Σὲ τί πιστεύω; Πιστεύω ὅτι δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα, Σγκαναρέλ, κι ὅτι τέσσερα καὶ τέσσερα κάνουν ὀκτώ.»
Τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου, τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο χτίζουν ὅλοι ὅσοι καταπιάνονται μὲ τὸν μύθο τοῦ Δὸν Ζουὰν δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἠθικὸ πλαίσιο τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Μιᾶς «μεταφυσικῆς τῆς συναλλαγῆς», μὲ μέτρο τὴν ἐκδοχὴ τῆς «ἁμαρτίας» ὡς παράβασης τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος ἀναλώνει τὴ ζωή του πασχίζοντας νὰ ἐξαγοράσει τὶς ὀφειλές του σὲ ἕναν Θεὸ δυνάστη, ὁ ὁποῖος ζυγίζει μὲ τὸ καντάρι τὴν παραμικρὴ μύχια ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἡδονίζεται σαδιστικὰ νὰ ἐπιβάλλει ἀποτρόπαιες τιμωρίες. Ἡ μεταφυσικὴ αὐτή, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ ζῆλο ὁ ντὲ Μολίνα, χάνει σταδιακὰ τὰ ἐρείσματά της μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς νεωτερικότητας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ὑπονομεύεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅλο καὶ περισσότερο στοὺς ἐπιγόνους του, μετατρεπόμενη σταδιακὰ ἀπὸ ἰδεῶδες σὲ ἀντικείμενο ψόγου καὶ κοροϊδίας, μεταβάλλοντας τὸ ἔργο σὲ μπουφόνικη φάρσα καὶ σάτιρα μιᾶς παρωχημένης ἠθικῆς. Ὅσο τὸ ἔργο μεταπλάθεται ἀπὸ συγγραφέα σὲ συγγραφέα, ἀπὸ ἠθικοπλαστικὸ σὲ φάρσα, τόσο λιγότερο κρύβει ὁ Δὸν Ζουὰν τὸ ἀληθινό του πρόσωπο. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ κρυφτεῖ ἢ νὰ μεταμφιεστεῖ ὅπως στὸ ἔργο τοῦ Ντὰ Πόντε ἢ τοῦ Μολιέρου. «Εἶμαι ἀηδιαστικός, σιχαμένος, ἀπαίσιος, ἀλλὰ δὲν εἶμαι πληκτικός», ὁμολογεῖ ὁ ἥρωας τοῦ Πουλῆ.
Τὸ ἠθικὸ αὐτὸ πλαίσιο δὲν ἐξαφανίζεται ὅμως ποτέ, διότι ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκδήλωση τοῦ ὀρθολογικοῦ μηδενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ λογική του συνέπεια. Ὁ ντὲ Μολίνα ὑπηρετεῖ τὴν ἠθικὴ αὐτὴ ἐμφανίζοντας τὸν Δὸν Ζουὰν νὰ λυγίζει τὴν ὥρα τῆς τιμωρίας καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγχώρεση: «Ἄφησέ με νὰ φωνάξω κάποιον. Πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ συγχωρεθῶ». Στὸν Μολίερο ἀντίθετα τιμωρεῖται ἕνας ἀμετανόητος, συνεπὴς μηδενιστής: «Ὄχι, ὄχι, δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ σὲ κανέναν νὰ πεῖ, ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅτι ἤμουν ἱκανὸς νὰ μετανοήσω».
Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ στὸ σύγχρονο γιὰ μᾶς ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Πουλῆ, ὅπου τὸ ἠθικὸ πλαίσιο ἔχει πλέον ἀντιστραφεῖ πλήρως κι ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Δυτικὸ τὴ διαρκὴ ὑπενθύμιση τῆς τιμωρίας του, ἔχει ἐξανεμιστεῖ δίνοντας τὴν πρωτοκαθεδρία στὴν Εἰρωνεία, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὁποίας ἀνδρώθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπτύσσεται σχεδὸν ὅλη ἡ λογοτεχνία τῶν Νεώτερων Χρόνων, ἀκόμα κι ἐκεῖ, τὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὸν σκελετὸ πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ ἔργο. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν χλευάζει τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὴν Τελικὴ Κρίση: «Πῶς, βέβαια, μὲ περιμένει φρικτὴ τιμωρία. Ὅταν πεθάνω θὰ ὑπάρχουν σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ σεσωσμένους, ποὺ θὰ παρακολουθοῦν ὅλο ἀγαλλίαση τὴν τιμωρία μου στὴν Κόλαση. Ἀλήθεια, ἔχεις ἀναλογιστεῖ πόσο ἀστεῖα εἶναι κατὰ βάθος ὅλα αὐτά; Ὅλοι οἱ χαμένοι τῆς ζωῆς νὰ φαντάζονται μιὰν ἄλλη ζωή, ὅπου θὰ δικαιωθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἐχθροί τους. Καὶ μετὰ γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια, μαζὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ σάτυροι, οἱ παρθένες καὶ οἱ ἀκόλαστες, οἱ ἄπληστοι καὶ οἱ ἀσκητές. Γιατὶ τὰ σκουλήκια δὲν ἔχουν καμιὰ περιέργεια νὰ μάθουν ποιόν τρῶνε».
Αὐτὴ ἡ εἰρωνεία, ζυμωμένη μὲ μεγάλες δόσεις κυνισμοῦ, εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν Δὸν Ζουὰν τὸν κατεξοχήν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἥρωα τῆς νεωτερικότητας. Καὶ τῆς μετανεωτερικότητας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐν τέλει παρὰ ἡ νεωτερικότητα μὲ πιὸ ἀκονισμένα τὰ εἰδοποιὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀναφαίνονται ἐξ ὑπαρχῆς στὸν Δὸν Ζουάν. Ὁ μετανεωτερικὸς Δὸν Ζουὰν εἶναι ἕνας περίσσια ἄτεγκτος ὀρθολογιστής – «[who] will not let belief take hold of him», μὲ τὰ λόγια τοῦ Σαίξπηρ – καὶ μανιακὸς ἡδονοθήρας. Εἶναι πλήρης βεβαιοτήτων γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς κι ἀδιαφορεῖ κατάφωρα γιὰ τὸν θάνατο. ‘Όπως τὸ κοινὸ τοῦ ντὲ Μολίνα πίστευε τυφλὰ στὸν Θεό, ἔτσι τυφλὰ πιστεύει κι ὁ Δὸν Ζουὰν στὴ λογική. Ὁ ἥρωας τοῦ ντὲ Μολίνα ἀποδέχεται τὴν πρόκληση τοῦ ἀγάλματος γιὰ λόγους τιμῆς, ὁ ἥρωας τοῦ Μολιέρου ἀπὸ ἐπιστημονικὴ περιέργεια.
Σήμερα ποὺ ἡ ἐλευθερία ἔγινε συνώνυμο τῆς ἀπρόσκοπτης ἐπιδίωξης γιὰ τὴν ἱκανοποίηση κάθε ἀπόλαυσης, «τὸ τίμημα τῆς ἀπόλαυσης διαρκῶς ὑπερτιμᾶται», σημειώνει ὁ Ἔρνστ Γιοῦνγκερ, «ὁπότε ἢ ὑπαναχωρεῖ κανεὶς ἢ τρώει τὸ κεφάλι του». Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τοῦ Φάουστ, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὅριο, ὑπάρχει ἀντίφαση. Ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ περιμένει τὸν νεωτερικὸ ἥρωα στὸ τέλος.
Καὶ οἱ δύο μυθικὲς μορφὲς ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τοῦ ἴδιου ἀρχέγονου ἀνθρώπινου πόθου, τοῦ πόθου τῆς ἀπόλυτης ἰσχύος. Ὁ μὲν Φάουστ τὴν προσπελάζει μέσω τῆς ἀπόλυτης γνώσης, ὁ δὲ Δὸν Ζουὰν μέσω τῆς ἀπόλυτης κατίσχυσης ἐπὶ τῶν γυναικῶν. Ἡ γυναικεία φύση ἀποδεικνύεται μπροστά του ἀνήμπορη. «Αὐτὸ ποὺ γνωρίζω εἶναι πὼς εἶσαι καταδίκη γιὰ τὶς γυναῖκες», τονίζει ὁ Καταλίνος. «Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸ νὰ κάμπτει κανεὶς τὴν ἀντίσταση μιᾶς ὄμορφης γυναίκας. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸν τομέα τρέφω τὴ φιλοδοξία τῶν κατακτητῶν, ποὺ τρέχουν ἀπὸ νίκη σὲ νίκη καὶ δὲν μποροῦν νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση νὰ περιορίσουν τὶς ἐπιθυμίες τους. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάμψει τὴ σφοδρότητα τῆς ἐπιθυμίας μου: ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο», διαβοᾶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Ἐγὼ ποὺ μέσα μου νιώθω τόσο βαθιὰ τὸ αἴσθημα ἔχω ἀγάπη γιὰ ὅλες», τραγουδᾶ στὸ ἴδιο μοτίβο ὁ Ντὸν Τζιοβάνι τοῦ Ντὰ Πόντε.
Καθὼς ἡ σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα τίθεται μὲ ὅρους ἰσχύος, στὴν ἀπόλυτη δύναμη κι ἐξουσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἥρωας ἀντιπαραθέτει τὴν ἄμετρη δίψα καὶ δύναμη τοῦ ἀπόλυτου Ἐγώ. Ὁ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τὸ alter ego του ὁ Φάουστ, ἐνσαρκώνουν, πρὶν τῆς ὥρας του, τὸ νιτσεϊκὸ πρότυπο τοῦ Ὑπερανθρώπου. Ἀπ’ ὅπου προκύπτει κι ἡ ἀντίφαση τῆς τιμωρίας τὴν ὁποία ἀποπειρᾶται νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Πουλῆς. Ἂν ὁ Δὸν Ζουὰν ἀποτελεῖ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδεώδους τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς ἀπόλαυσης, ἂν ἀποτελεῖ προσωποποίηση τῆς σχετικότητας κάθε ἀλήθειας ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἂν ἐκφράζει τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἂν σηματοδοτεῖ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐποχῆς τῆς εἰρωνείας καὶ τοῦ ἀπόλυτου κυνισμοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τιμωρεῖται συμπαρασύροντας μαζί του στὰ κοχλάζοντα καζάνια τῆς Κολάσεως αὔτανδρο τὸν σύγχρονο κόσμο τῆς προόδου καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἐν ὀλίγοις, δὲν μπορεῖ νὰ βουλιάξει μαζὶ μὲ τὸ κοινό του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ σκοτώνει γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ ἄγαλμα, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν θάνατο, χλευάζοντας τὴν ἰσχύ του, ἀποθεώνοντας τὴ διαδρομή, μὲ λάβαρο ἐπὶ τὸ λαϊκότερο τὸ «μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε…». Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποχωρεῖ θριαμβευτὴς καὶ εἴρων, ὡς ἄλλος μοναχικὸς καουμπόης διαρκῶς ἕτοιμος γιὰ νέες περιπέτειες, ἐλπίζοντας στὴν ὕπαρξη ἄλλων κόσμων γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μεγαλώσει ἀκόμα περισσότερο τὸ τεφτέρι μὲ τὶς κατακτήσεις του. «Κι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος, θὰ εὐχόμουν νὰ ὑπῆρχαν κι ἄλλοι κόσμοι γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐπεκτείνω τὸ πεδίο τῶν ἐρωτικῶν μου κατακτήσεων» (Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου).
Ὡστόσο, ἡ ἀντίφαση δὲν ἐξαλείφεται πλήρως μὲ τὴν ὁριστικὴ ὑπονόμευση τῆς τιμωρίας. Ἂν μαζὶ μὲ τὴν τιμωρία συμπαρασυρθοῦν καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χτυποῦν ὡς ἄκαιρα καὶ παρωχημένα στὴ συνείδηση τοῦ θεατῆ, ὅπως ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀξίας τῆς παρθενίας τῆς γυναίκας καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς τιμῆς της, χάνεται αἴφνης καὶ ὁ μύθος κι ἀναδυόμαστε ἀμήχανοι στὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν ρίχνει ἀπρόσκοπτα καὶ χωρὶς παρατράγουδα τὶς γυναῖκες στὸ κρεβάτι, καὶ τὸ ἔργο, μὴ διαθέτοντας πλέον ἄλλα ἐρείσματα πέρα ἀπὸ τὴ δυσαρέσκεια τῶν ἀπατημένων συζύγων, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν προκαλοῦσε τὴ θυμηδία τοῦ κοινοῦ, ὑποβιβάζεται ἀπότομα στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιθεώρησης ἢ τοῦ boulevard. Διότι ὅσο κι ἂν μᾶς θέλγει ἡ εἰκόνα τοῦ τέλειου ἐραστῆ, τοῦ ἀπόλυτου ἀρσενικοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς φαρσοκωμωδίας τὴν ἰδέα ἐνὸς κόσμου χωρὶς καθόλου ἀγάπη, παγιδευμένου στὸ παγερὸ δίπολο ἀνία ἢ πάθος. «Ὑποφέρω ἀπὸ ἀκατάσχετη πλήξη», ὁμολογεῖ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ.
Γιατὶ τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἡ ἀδυναμία του νὰ ἀγαπήσει. «Ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἀγαπάει τὴν ἴδια του τὴ μάνα. Κι ὅταν λέει ὅτι ἀγαπάει, τὸ λέει ἀπὸ συνήθεια», ὁμολογεῖ ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ. Τὸ μολιερικὸ «ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο» ποὺ εἴδαμε προηγουμένως ἀποτελεῖ τὸν ὕστατο χλευασμὸ τοῦ χριστιανικοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ ἐκφράζει μᾶλλον τὴν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς συνουσίας καὶ ὄχι τὴν ἀγάπη. «Δὲν ὑπάρχει καλοσύνη σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπέφερε ποτέ», ἀναφέρει γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν ὁ Ντενὶ ντὲ Ρουζμόν. Ὁ Δὸν Ζουὰν ἐνσαρκώνει τὴν ἄτεγκτη δύναμη τῆς φύσης χωρὶς πρόσωπο. Στὸ ἔργο τοῦ Μολίνα ὁ Δὸν Ζουὰν συστήνεται στὴν Ἰσαβέλα καὶ στοὺς θεατὲς ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα, «ποιός εἶσαι;»: «Ἕνας ἄνδρας δίχως ὄνομα». Καὶ στὸν βασιλιὰ ποὺ τοὺς βρίσκει μαζί, «ἕνας ἄνδρας καὶ μία γυναίκα». Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἀπρόσωπος καὶ στὴν ἀγκαλιά του χάνουν τὸ πρόσωπό τους ὅλες οἱ γυναῖκες, περιπίπτοντας στὴν κατηγορία τοῦ «ἀντικειμένου», καὶ θριαμβεύει ἡ ἀπρόσωπη ἡδονὴ τῆς φύσης. Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι μιὰ ἀσθένεια σὰν τὸν πριαπισμό. «Πρόβλημα γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν εἶναι ἄμα ξυπνήσει ἕνα πρωὶ καὶ δὲν τοῦ σηκώνεται. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σὰν τὸ φούσκωμα ἀπ’ τὸ στιφάδο. Κοιμᾶσαι καὶ περνᾶνε. Τὸ πολὺ νὰ ἔχεις λίγα ἀέρια», διαπιστώνει ἡ πλύστρα στὸ ἔργο τοῦ Πουλῆ. Ἡ ἀρχέγονη δύναμη τῆς διαιώνισης τοῦ εἴδους, τὴν ὁποία παραδόξως ὑπηρετεῖ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπαγορεύοντας τὶς προγαμιαῖες σχέσεις.
Ἡ «μεταφυσικὴ τῆς συναλλαγῆς», ὅπως καὶ ἡ «μεταφυσικὴ τῆς ἡδονῆς» ἀποτελοῦν τὶς δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Προϋποθέτουν ἀμφότερες ὅτι τὰ πάντα κρίνονται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς, τὴν ὁποία ἀποκάλεσε «διορία» ὁ Δὸν Ζουάν. Ἡ μία μετατρέπει αὐτὴ τὴ διορία σὲ κόλαση γιὰ τὴν ἠθικὴ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄλλη σὲ ὑλικὸ παράδεισο γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ δικαίωση τοῦ μηδενός. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως ὁ θάνατος εἶναι τὸ ὅριο, ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βγαίνει πάντοτε νικητής. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ἑδραίωση τοῦ θανάτου ὡς ἀπόλυτου νικητῆ. «Πῶς νὰ τὴν πάρεις τὴ ζωὴ δόλωμα τοῦ θανάτου», προειδοποιεῖ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ὁρισμένες νεώτερες ἐκδοχὲς τοῦ μύθου τὸ πρόβλημα ἐσωτερικεύεται κι ὁ Δὸν Ζουὰν ταλανίζεται ἀπὸ τὴν ἀνία, τὴν ἀνεστιότητα ἢ τὰ γηρατειά. Ἤδη στὸν Ντὰ Πόντε ἡ ψυχολογικὴ ραγισματιὰ εἶναι φανερή: «Νὰ κοπιάζω νύχτα-μέρα γιὰ κάποιον ποὺ τίποτα δὲν τὸν εὐχαριστεῖ», διαμαρτύρεται ὁ Λεπορέλλο. «Μὰ εἶναι ὡραῖο νὰ φεύγουμε ἀπὸ παντοῦ σὰν κυνηγημένοι;», ἀναρωτιέται τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ.
Ὁ Δὸν Ζουάν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἀποτελοῦν τὰ πρότυπα τοῦ νεωτερικοῦ μας πολιτισμοῦ, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ παρακάμψει ἢ νὰ ξεγελάσει τὸν θάνατο, παλεύοντας νὰ καταστήσει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἡδονικὴ τὴ διαδρομή. Ἐνσαρκώνει τὴν ἐλευθερία ὡς ἐπιλογή, ἡ ὁποία προσάπτει στὸ θύμα τὴν εὐθύνη τῆς ἐξαπάτησής του κι ἀγνοεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς συντριβῆς, τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Τὴν προοπτικὴ τῆς ἀνάστασης.
Σήμερα ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἔχει φύλο, οὔτε καὶ ἡλικία. Καὶ παλεύει νὰ γράψει τοὺς πάντες στὸ τεφτέρι του.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Ο αναμάρτητος [η]μών πρώτος βαλέτω λίθον. Σχόλιο στο καβαφικό ποίημα «Ας φρόντιζαν».

Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος, αφού έχει ξοδέψει όλα του τα χρήματα, αποφασίζει να υπηρετήσει την προσφιλή πατρίδα του, τη Συρία. Θα απευθυνθεί λοιπόν πρώτα στον Ζαβίνα (1) (σφετεριστή του θρόνου με την υποστήριξη του «Κακεργέτη», ο οποίος με τέτοιο παρώνυμο δεν χρειάζεται συστάσεις)· μετά θα απευθυνθεί στον αντίπαλό του, τον Γρυπό (φονιά της συμβασίλισσας μητέρας του και του Ζαβίνα αργότερα) και, τέλος, στον Υρκανό. Η συνείδησή του είναι ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής, αφού «βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο».

Το ενδιαφέρον του ποιήματος δεν εντοπίζεται, νομίζω, μόνο στην ευκολία με την οποία ο ήρωας σχεδιάζει να περάσει από τον έναν στον άλλον, αφού και η συνεπής πρόσδεση στο άρμα οποιουδήποτε από τους παραπάνω δεν θα διεκδικούσε ηθικές δάφνες. Το ζήτημα τίθεται στο τέλος, όταν αναφωνεί:

Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
Να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Με άλλα λόγια, αυτός ο κόσμος τέτοιους άρχοντες έχει· ας είχε καλύτερους, να τους ακολουθούσε. Το ότι η παρουσίαση του νεαρού είναι γελοιογραφική δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει από το να δούμε ότι η σκέψη του έχει τη βαρύτητα του μέσου όρου. Είναι κάτι που, ενδεχομένως πιο κομψά, το έχουμε ξανακούσει, διότι αυτός ο συλλογισμός είναι διαβατήριο προς τη συμφιλίωση με τον κόσμο. Ο ίδιος δεν είναι ούτε Ζαβίνας ούτε Γρυπός, δεν αποφασίζει, δεν ευθύνεται για την προέλευση του κακού· αυτές είναι οι επιλογές που του προσφέρονται. (2) Ζωή μέσα στην κοινωνία θα πει συμβιβασμός, γι’ αυτό ο πιο θρυλικά ασυμβίβαστος θεατρικός ήρωας –Μισάνθρωπος λεγόταν– δεν έχει στο τέλος άλλο καταφύγιο από την έρημο, (3) διότι η κοινωνία των ανθρώπων δεν τον χωράει. Εμείς μπορούμε, αν θέλουμε, να επαινέσουμε, να θαυμάσουμε κάποιον διότι είναι ήρωας, διότι αντιστέκεται, χαράσσει δικό του δρόμο.
Εδώ θα μπορούσαμε να επιμείνουμε. Να πούμε ότι το χαρακτηριστικό του αρχαίου ηρωισμού είναι ότι είναι αξεχώριστος από τον στόχο του. (4) Δεν υπάρχει θαυμασμός για την Αντιγόνη δίχως αποδοχή του σκοπού της, να θάψει τον αδερφό της· δεν κατανοούμε το πείσμα του Φιλοκτήτη αν δεν πονέσουμε το δίκιο του. Η διαφορά της αρχαίας αριστείας από τη σημερινή επιδίωξη της επιτυχίας είναι ότι επιτυχία για τον τραγικό ήρωα δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από τον σκοπό και την αξία που τη συνοδεύει. (5) Συνεπώς, το «αφήφιστο της εκλογής» δεν ταιριάζει σε ήρωες, ταιριάζει με τη βιοθεωρία του «ζητώ να μπαλωθώ», κατά την έκφραση του Τσίρκα. (6)
Όλα αυτά είναι κατανοητά και αποδεικνύουν λοιπόν ότι ο νεαρός του ποιήματος δεν είναι ήρωας. Το ερώτημα όμως είναι άλλο: είναι πώς τόσοι αναγνώστες όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη βλέπουν πάντοτε Αντιγόνες, και ποτέ Ισμήνες. (7) Εγώ συνήθως θυμάμαι τη φράση ενός Άγγλου φιλολόγου, που έγραφε ότι: «λίγα πράγματα είναι τόσο ενοχλητικά στην κριτική της τραγωδίας όσο η υπεροψία που επιδεικνύεται απέναντι στην Ισμήνη, σαν να ήμασταν όλοι ήρωες». (8) Επιστρέφω στον νέο του ποιήματος του Καβάφη. Ας υποκλιθούμε όλοι στο μεγαλείο των τραγικών ηρώων· μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε κάποιον διότι δεν είναι ήρωας; Ας θαυμάζουμε την Αντιγόνη όσο θέλουμε· έχουμε το δικαίωμα να λιθοβολήσουμε την Ισμήνη γι’ αυτό; Στο κάτω-κάτω, οι ήρωες ανάμεσά μας ας ρίξουν την πρώτη πέτρα.
Εξάλλου, πιστεύουμε μήπως ότι η ασήμαντη πράξη, ενός ασήμαντου ανθρώπου, πιέζει κι αυτή –στο μέτρο που της αναλογεί– το μαχαίρι στην καρδιά της ηθικής; Τότε πώς καλοτρώμε την ώρα που άλλοι πεινούν; Πώς αφήνουμε ένα παιδί να πεθάνει από μια ασθένεια που θα θεραπευόταν με αυτό που είναι για μας ένα εισιτήριο κινηματογράφου; (9) Ζούμε όμως έτσι, διότι «έτσι είναι ο κόσμος», όπως λέμε, διότι μια ατομική χειρονομία είναι σταγόνα στον ωκεανό. Με το ίδιο σκεπτικό: δεν θα σωζόταν ο κόσμος αν ο νεαρός του ποιήματός μας είχε πιο αυστηρή συνείδηση. Αυτό δεν εννοούν οι άνθρωποι όταν πιάνουν εκείνον που ταλαιπωρείται από κάτι που σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο μοιάζει με ηθικό καπρίτσιο και του λεν: «καημένε, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;» Όταν μάλιστα πιέζει η ανάγκη, και είναι κανείς «ανέστιος και πένης», ποιος ψάχνει να βρει άγιο εργοδότη, για να γίνει υπηρέτης του καλού; Όλοι κάτω από κάποιον Ζαβίνα δεν μοχθούμε; Οι δρόμοι είναι λασπωμένοι· λοιπόν, ή σπίτι κάθεσαι ή λερώνεις τα παπούτσια σου.
Είπα όμως ότι η παρουσίαση είναι γελοιογραφική. Αυτό σημαίνει ότι ο νεαρός μας δεν πείθει κανέναν ότι έχει την αληθινή πρόθεση να πασχίσει, όπως λέει, για να είναι ωφέλιμος στη χώρα. Οι αντιστάσεις του είναι τόσο ετοιμόρροπες, που τσακίζονται πριν καν συγκρουστούν με την πραγματικότητα. Δεν είναι κάποιος που λύγισε από τις συμφορές και τους αδικαίωτους αγώνες· αντιθέτως, παραδίδεται μέσα στη φαντασία του αμαχητί, προκαταβολικά. Βιάζεται να εξηγήσει ότι «αν τον εμποδίσουν, δεν φταίει…» Κι όσο για τα λεφτά του, «τα έφαγε η μοιραία πόλις», η Αντιόχεια. Όμως τα λεφτά τα ξοδεύουν οι άνθρωποι, δεν τα τρώνε οι πόλεις. Είναι αυτός «ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας, ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος». (10) Κι όσο για το «βιογραφικό» του, ξέρει και παραξέρει, από Αριστοτέλη, από Πλάτωνα, από διασυνδέσεις, από διαφθορά, («κι είναι τούτο χρήσιμον», μας εξηγεί)· με λίγα λόγια, δεν είναι καθόλου το είδος του ανθρώπου που θα μας έκανε να τον συμπονέσουμε «αν τον εμποδίσουν».
Θυμίζει έναν άλλον καβαφικό ήρωα, αυτόν της «Σατραπείας», ο οποίος ενώ ήταν καμωμένος για ωραία και μεγάλα έργα, φεύγει οδοιπόρος για τα Σούσα, και ο Καβάφης σχολιάζει πως ο στίχος «η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις» είναι «η βάσις όλου του ποιήματος, διότι υπαινίσσεται ότι ο ήρως απεκαρδιώθη εύκολα, ότι εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιάσθηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα». (11) Πρόκειται λοιπόν για ένα όριο, ένα ζύγισμα. Δεν είναι σατανάς ο νεαρός, απλώς βιάστηκε λίγο παραπάνω. Σε έναν κόσμο όπου όλοι βάζουν νερό στο κρασί τους, αυτός θα μπορούσε να κρατήσει λίγο ακόμη, και δεν κράτησε.
Γνωρίζω πως άλλοι χρησιμοποιούν τον ίδιο συλλογισμό για να καταλήξουν σε συμπεράσματα κυνικά. Λέγεται ότι το να προσπαθεί κανείς να είναι ηθικός μέσα σε έναν ανήθικό κόσμο είναι τρέλα, και είναι δυο φορές τρέλα αν μιλούμε ειδικά για την πολιτική, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει χωρίς να λερώσει τα χέρια του· (12) ότι η ηθικολογία είναι γι’ αυτούς που δεν χρειάστηκε να πάρουν αποφάσεις. Δεν είναι η πρόθεσή μου να παράσχω μια τέτοιου είδους δικαιολόγηση –εξάλλου το ποίημα φανερά ειρωνεύεται την ηθική του νέου, και λίγοι θα την υπεράσπιζαν ρητά–, αλλά, αν η τέχνη είναι για να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση, τότε ενδιαφέρει περισσότερο να κοιτάξουμε αυτόν τον καθρέφτη, με τη βοήθεια του ποιήματος, παρά να διαφωνήσουμε για το τι ο καθένας μας λέει, αφού έτσι κι αλλιώς τα έργα από τα λόγια τα χωρίζει μια θάλασσα.
Το πώς τα βγάζει πέρα κανείς στον διάλογο με αυτόν τον νεαρό με την ελαστική συνείδηση, ποιος κοιμάται και ποιος ξαγρυπνάει και γιατί (άλλος από τύψεις, άλλος από ανεστιότητα), είναι ερωτήματα από τα έσχατα, το σημείο όπου η ζωή δοκιμάζει τις ιδέες μας, την αντοχή και την υπομονή μας. Αυτός ο νέος, ο ηθικός αντίποδας του ευγενούς ιδαλγού της Μάντσας, μας μοιάζει, και μας μοιάζει περισσότερο απ’ όσο αφήνει η ειρωνεία του ποιήματος να φανεί. Ο καθένας λοιπόν ας κρίνει με όση υπεροψία ή επιείκεια νομίζει πως του αναλογεί.

1 Σύντομες βιογραφίες τῶν προσώπων τοῦ ποιήματος βρίσκονται στά: Τ. Μαλάνος,  Ὁ ποιητὴς Κ. Π. Καβάφης. Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἔργο του (Ἀθήνα, 1957) 391-2· Σ. Τσίρκας, Ὁ πολιτικὸς Καβάφης (Ἀθήνα 1971) 107κἑ.·  Γ. Δάλλας, Καβάφης καὶ ἱστορία (Ἀθήνα 1986) 222-32.
2 Ὑποθέτω ὅτι κάτι τέτοιο ἐννοεῖ καὶ ὁ Βρισιμιτζάκης ὅταν γράφει ὅτι ἡ πολιτικὴ τοῦ Καβάφη «δὲν εἶναι πολιτικὴ μακιαβελική, εἶναι ἁπλῶς ἀμυντική». Γ. Βρισιμιτζάκης «Ἡ πολιτικὴ τοῦ Καβάφη» πρώτη δημοσίευση Γράμματα, 1926, ἀνατύπωση στὸ Μ. Πιερῆς (ἐπ.), Εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση τοῦ Καβάφη, Ἐπιλογὴ κριτικῶν κειμένων (Ἡράκλειο 1994) 69. Τὴν ἄποψη τοῦ Βρισιμιτζάκη γιὰ τὴν «πολιτικὴ διαγωγὴ προσαρμογῆς» στὸν Καβάφη ἀκολουθοῦν καὶ ὁ Τσίρκας μὲ τὸν Σαββίδη, ἀποκαλῶντας τὴν «ποικίλη δρᾶσι τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν» ἀντιστοίχως «μυστικὸ τῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς διασπορᾶς» (Σ. Τσίρκας, Ὁ Καβάφης καὶ ἡ ἐποχή του (Ἀθήνα 1980) 441) καὶ «οὐσία τοῦ ἑλληνισμοῦ» (Γ. Σαββίδης, «Ἡ πολιτικὴ αἴσθηση τοῦ Καβάφη» (Ἀθήνα 1977, ἀναδ. στὸ Πιερῆς Εἰσαγωγή 257). Νομίζω ὅτι τουλάχιστον οἱ «Θερμοπύλες», ἡ «Σατραπεία», ἡ «Σχολὴ περιωνύμου φιλοσόφου» καὶ τὸ «Δημητρίου Σωτῆρος» δὲν ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν γενίκευση.
3 Molière, oevres complètes, (Παρίσι, 1962) Πράξη V, Σκηνή IV, 1805-6.
4 Γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα στὸν Σοφοκλῆ βλ. B.M.W. Knox, The heroic temper: studies in Sophoclean tragedy (Berkeley 1964).
5 A. MacIntyre, After virtue (Ἰντιάνα 1981) 116.
6 Τσίρκας, Πολιτικός 110.
7 Χρησιμοποιώ τὴν Ἰσμήνη ὡς τὸν πιὸ θρυλικὸ ἀντίποδα στὴν ἡρωικὴ πράξη·  φήμη της αὐτὴ τὴν ἀδικεῖ ὡστόσο, μὲ δεδομένο ὅτι στὴν συνέχεια τοῦ ἔργου ἀποδεικνύεται ὅτι ἔχει κι ἐκείνη μιὰ πρέζα Ἀντιγόνης στὶς φλέβες της.
8 R. P. Winnington-Ingram, Sophocles: an interpretation (Καῖμπριτζ 1980) 133
9 Γιὰ τὸ ἐπιχείρημα τῆς «ἀσήμαντης διαφορᾶς» βλ. τὸν σχολιασμὸ τοῦ J. Glover στό: ‘It makes no difference whether or not I do it’ Proceedings of the Aristotelian Society, παράρτημα, τόμ. XLIX, ἀνατύπωση στὸ P. Singer (ἐπ.) Applied Ethics (Ὀξφόρδη 1986) 126.
10 Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς, 1926. Γιὰ τὴν Ἀντιόχεια στὸν Καβάφη βλ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, « Καβάφης ποιητὴς τοῦ κλειστοῦ χώρου» (Ἀθήνα 1946), ἀνατύπωση στὸ Πιερῆς, Εἰσαγωγή 202-5 καὶ τὴν σημείωση τοῦ Γκίμπον ποὺ ἀντιγράφει Καβάφης στὸ περ. Γράμματα Δ' 1918: [γιὰ τοὺς Ἀντιοχεῖς] «μόνος νόμος ἦταν μόδα, μόνη ἐπιδίωξις ἡδονή, καὶ μόνη διάκριση λαμπρότητα τῆς ἐνδυμασίας καὶ τῆς σκευῆς». Γ. Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφη Τὰ ποιήματα τόμ. Β' (Ἀθήνα 1963) 137.
11 Γ. Λεχωνίτης, Καβαφικὰ Αὐτοσχόλια (ἈΘήνα 1977) 24·  ἐπίσης βλ. Diana Haas, «Σχόλια τοῦ Καβάφη σὲ ποίηματά του» στὸ Κύκλος Καβάφη (Ἀθήνα 1983): «Μπορῶ νὰ βάλω ὅλην την δύναμί μου, καὶ νὰ βαστῶ τὴν θέσι μου ἀρκετὰ στέρεα, ἀλλά, ὑπὸ τὴν πίεσιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως, νὰ ἐνδώσω. Μπορῶ νὰ ἀφεθῶ, νὰ μὴν ἐξασκήσω παρὰ ἕνα μέρος τῶν δυνάμεών μου, κ' ἔτσι, ὑπὸ τὴν πίεσιν δυνάμεως ἰσχυρᾶς, νὰ ἐνδώσω·  ἀλλὰ δυνάμεως τὴν ὁποίαν, μὲ πρότασιν περισσοτέρας ἰσχύος ἐκ μέρους μου, νὰ μποροῦσα νὰ ὑποστῶ ἀνενδότως».
12 Βλ. C.A.J. Coady, ‘Politics and the problem of dirty hands’ στὸ P. Singer (ed.) A companion to ethics (Oxford, Cambridge Mass. 1991) 381, γιὰ τὴν ἠθικὴ ἀπομόνωση στοὺς Μακιαβέλι καὶ Χόμπς.



Ανακοίνωση στο συνέδριο Καβάφεια 2005, Διεθνής ποιητική συνάντηση στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, 9-12 Οκτωβρίου 2005, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, 97-103.


Πόλεμος μετά μουσικής, Μπενεβέντο 2008