Σκηνή 1η
Σακουλομάχος: Είμαι ένας άνθρωπος πολύ ήρεμος. Δεν έχω πειράξει ποτέ κανέναν συνάνθρωπο, είμαι αυτό που λένε "εν γένει φιλήσυχος". Αλλά έχω μια παραξενιά. Καταπίνω την αδικία, την ασχήμια, την καταπίεση, έμαθα να αντέχω. Με μία εξαίρεση: δεν μπορώ τις πλαστικές σακούλες! Βασανίστε με, ρίξτε με στα θηρία, ξεριζώστε μου τα δόντια και βάλτε μου να φάω έναν κροκόδειλο, αρκεί να μην ακούσω αυτό το χρατς-χρουτς της πλαστικής σακούλας. Σας φαίνεται περίεργο ε; Υπερβολικό; Ένας παλαβός που αντί να νομίζει ότι είναι ο Ναπολέων, αποφάσισε να γίνει πολέμιος της πλαστικής σακούλας, σακουλομάχος. Ε λοιπόν ή δεν ξέρετε ή είστε εχθροί του περιβάλλοντος! Αυτό που σας λέω, εχθροί του περιβάλλοντος!
Αυτοί που καίνε τα δάση, που ξεχειλώνουν την τρύπα του όζοντος και που θα μου κάνουν τον πλανήτη κάρβουνο. Δεν καταλαβαίνετε τι σας λέω; Να το κάνω λιανά. Παίρνεις ένα γαλατάκι και δύο κονσέρβες, σκυλοτροφή ας πούμε, παίρνεις και μία σακουλίτσα για να βάλεις το γαλατάκι και τις δύο κονσέρβες. Γυρίζεις σπίτι, την πετάς. Ξερεις ρε πόσο θα κάνει αυτή η σακούλα για να αποσυντεθεί; Σε ρωτάω, ξέρεις; Τετρακόσια χρόνια! Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία. Τετρακόσια! Και σε ρωτάω: που την πας κύριέ μου τη σακούλα; Να κουβαλήσεις εσύ το γαλατάκι και την σκυλοτροφή και να μου φορτώσεις εμένα την πλαστικούρα για τετρακόσια χρόνια; Πισω ρε, πίσω! Και τι να κάνεις; Θα σου πω εγώ τι να κάνεις, ορίστε: το διχτάκι, το μαγικό διχτάκι. Ανοίγω το διχτάκι, βάζω το γαλατάκι, το πάω σπίτι μου στην οικογένειά μου και δεν φοράω το πλαστικό φέσι στον γιο και στον εγγονό μου, τετρακόσια χρόνια, σαν τον Οθωμανό! Φερνω την τσάντα μου μαζί, βάζω τα ψώνια μέσα και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Εγώ δεν ήθελα να φτάσω σε ακρότητες. Το είπα, είμαι άνθρωπος φιλήσυχος. Αλλά είμαι μέχρι εδώ! Τι σου φταίει ρε ο γιός μου και ο εγγονός μου και τα δισέγγονά μου, να πνιγούν μες στην σακούλα σου; Δεν πάει άλλο. Είμαι αφηνιασμένος. Θα ψάξω να βρω τον πρώτο σακουλάκια, σακουλιάρη και θα τον φάω ζωντανό, δεν θα με πνίξει αυτός με την σακούλα, θα τον πνίξω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια! Φεύγω. Και αλίμονο στον πρώτο σακουλόβιο που θα πετύχω μπροστά μου. Αλίμονό του!
Σκηνή 2η
(Ταμείο Σούπερ-Μαρκετ)
Ταμίας: Έχει και προσφορά αυτό, δεν την θέλετε;
Σακουλολάγνος: Την θέλω, γιατί να μην την θέλω; Κορόιδο είμαι; Τρία λεωφορεία παίρνω για να πετύχω την προσφορά, και να μην την θέλω; Τι είναι σήμερα;
Ταμίας: Σακούλες. Με κάθε σακούλα, μία σακούλα δώρο. Και μία για να τις βάζετε μέσα, τρεις σακούλες, θα σακουλιάσει το μάτι σας.
Σακουλολάγνος: Ναι, αλλά, να σας πω, να μην ανακατευτούν τα γάλατα με τα όσπρια, μου μυρίζει το γάλα μετά, βάλτε το σας παρακαλώ σε μια ξεχωριστή σακούλα.
Ταμίας: Θελετε αυτήν; Είναι από ενισχυμένο πλαστικό.
Σακουλολάγνος: Μπράβο! Ενισχυμένο, έκτακτα. (Μπαίνει ο Σακουλομάχος και ακούει τον διάλογο)
Όσο πιο ενισχυμένο, τόσο καλύτερα. Καλέ μην τσιγγουνεύεστε τις σακούλες. Τσάμπα δεν είναι;
Ταμίας: Τσάμπα, δεν είπα.
Σακουλολάγνος: Λοιπόν, μόνο αν θέλετε μη μου βάζετε το απορρυπαντικό μαζί με τα χαρτιά υγείας. Μια σακουλίτσα το απορρυπαντικό, μία τα χαρτιά υγείας, αλλιώς, καταλαβαίνετε, είναι σαν το απορρυπαντικό... να εισχωρεί παντού.
Ταμίας: Καταλαβαίνω.
Σακουλολάγνος: Και, δε μου λέτε, σχολάτε τώρα, τελειώνετε;
Ταμίας: Ναι.
Σακουλολάγνος: Κούραση ε; Κι εσείς, τόσο ωραία κοπέλα, να εργάζεσθε τόσο σκληρά. Βαλτε, βάλτε σακουλίτσες, μην το ντρέπεστε. Αυτό είναι κρέας. Σ' αυτό βάζω διπλή σακουλίτσα για να μη μου στάξει στη διαδρομή και τα κάνω όλα χάλια.
Ταμίας: Μια, δύο. Εντάξει;
Σακουλολάγνος: Ναι, ναι, ευχαριστώ. Κούραση λοιπόν, ε; Α, το λάδι είναι πολύ βαρύ, δύο σακούλες τουλάχιστον, να μη σκιστεί. Δεν φτιάχνουν σακούλες τώρα όπως παλιά. Παλιά φχαριστιόσουνα σακούλα. Τρία χιλιοστά πλαστικό, να χορταίνει το μάτι. Τι θα κάναμε χωρίς σακούλες ε; Βαλτε, βάλτε άλλη μία, να είμαστε σίγουροι, (τραγουδάει) Σακουλίτσα, σακουλίτσα, δεν το ξέρετε, εγώ είμαι λάτρης της σακούλας. Σακουλόφιλος! Σακουλολάτρης!
Σακουλομάχος: Φτάνει πια! Σταματήστε τον! Δεν αντέχω άλλο! Θα κάνω φόνο!
Σακουλολάγνος: Τι;
Σακουλομάχος: Φονο! Φονο! Θα τον σφάξω! Ξερεις ρε πόσα χρόνια κάνει για να λειώσει η σακούλα σου; Τετρακόσια! Τετρακόσια χρόνια τούρκικα! Τα παιδιά μου ρε, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου, θα τρώνε τη σακούλα σου στη μάπα, ασυνείδητε. Τι σου φταίει ρε το παιδί μου; μου λες;
Σακουλολάγνος: Ποιο; Είναι τρελός.
Σακουλομάχος: Εσύ βρε; Κοπέλα πράμα, δεν τον λυπάσαι τον κακομοίρη τον πλανήτη;
Ταμίας: Εγώ, εγώ την δουλειά μου κάνω κύριε, και δεν ξέρετε καθόλου πόσο υποφέρω. (Κλαίει) Αν ξέρατε τι έχω περάσει εγώ. Η γιαγιά μου έβαλε το κεφάλι της σε μια πλαστική σακούλα για να προστατευτεί απ' τη βροχή, δεν έβλεπε καλά, τράκαρε με μια κολώνα και δεν ξαναξύπνησε. Την χάσαμε, καταλαβαίνετε; Την έφαγε η σακούλα.
Σακουλομάχος: Όχι!
Ταμίας: Ναι, και μετά η μάνα μου.
Σακουλομάχος: Τι;
Σακουλομάχος: Από σακούλα πήγε κι αυτή, από σακούλα. Είχε αγοράσει φιστίκια, που της άρεσαν, και τα είχε σε μια σακούλα. (Κλαίγοντας) Από τη λαχτάρα της όμως δεν το κατάλαβε και έφαγε και τη σακούλα μαζί με τα φιστίκια.
Σακουλολάγνος: Τι λέτε; Τοσο όμορφη κοπέλα, και έχετε τέτοιο δραματικό παρελθόν;
Ταμίας: Ναι. Και τώρα έμαθα ότι θα κάνει τετρακόσια χρόνια να την χωνέψει.
Σακουλολάγνος: Υπέρβολές.
Σακουλομάχος: Και πως ζείτε μέσα στις σακούλες μετά από όλα αυτά;
Ταμίας: Υποφέρω. Καθε που αγγίζω μία σακούλα νιώθω σαν να αγγίζω το χέρι του φονιά, που έφαγε τη μάνα και τη γιαγιά μου. Δεν αντέχω άλλο. Σας μισώ! Σας μισώ!
Σακουλομάχος: Σας λατρεύω! Είστε η γυναίκα της ζωής μου! Μαζί θα πολεμήσουμε την πλαστική σακούλα.
Ταμίας: Μαζί.
Σακουλολάγνος: Εγώ μπορώ να φύγω, αν δεν σας πειράζει; Εμένα δεν μου έχουν κάνει τίποτε οι πλαστικές σακούλες, λοιπόν, αν δεν έχετε αντίρρηση, να πάω σπιτάκι μου κι εγώ να δω λίγη τηλεόραση.
Σακουλομάχος: Τι δεν σου έχουν κάνει βρε ασυνείδητε; Και το περιβάλλον; Το περιβάλλον; Εσύ αύριο μεθαύριο σαλπάρεις για το μεγάλο καζάνι με τις φλόγες ρε, ο πλανήτης τι σου φταίει;
Σακουλολάγνος: Ποιός;
Σακουλομάχος: Ο πλανήτης ρε τηλεορασάκια! Πρέπει να σου φάει το νεφρό η σακούλα; Θα φάει του παιδιού σου! Λιγο είναι;
Σακουλολάγνος: Μα...
Σακουλομάχος: Μαξις! Να τις αφήσεις εδώ τις σακούλες.
Σακουλολάγνος: Και τα ψώνια τι θα τα κάνω; Στα χέρια θα τα πάρω;
Σακουλομάχος: Πάρε ρε: τσάντα, τσάντα με λουριά, τσάντα με φερμουάρ, διχτάκι, ταγάρι, τι άλλο θες; Να και το κρέας, να και το λάδι, παράξενε.
Ταμίας: Τι θα πάθουν τα χαρτιά υγείας μαζί με τα απορρυπαντικά; Είναι λογικό αυτό; Μονο την παραξενιά σου σκέφτεσαι! Το μέλλον τίποτε.
Σακουλομάχος: Τι είναι; Μπήκα στο τραίνο, βγήκα, και τώρα ας ανατιναχτεί; Καποιος θα ταξιδέψει και μετά από σένα, όπως κάποιος το έφερε μέχρι εσένα. Εγωίσταρε. Να καεί ο κόσμος, αρκεί να πιώ το τσάι μου. Αυτός είσαι.
Σακουλολάγνος: Εντάξει, εντάξει, το κατάλαβα. Δώστε μου την τσάντα μου να φύγω. (Φεύγει)
Σακουλομάχος: (Στην ταμία) Αγάπη μου!
Ταμίας: Διχτάκι μου!
Σακουλομάχος: Βαλιτσάκι μου!
Ταμίας: Ταγαράκι μου! Ποτέ, ποτέ δεν θέλω να ξανακούσω για πλαστικές σακούλες.
Ταμίας: Ποτέ, στο υπόσχομαι!
(Τραγουδούν μαζί): Μου φέρνει αναγούλα η πλαστική σακούλα
Ποτέ μην ξαναδώ τον πλαστικό εχθρό
Ταμίας: Σαν ξυπνάω το πρωι, θα σου φτιάχνω ένα τήλιο
Θα σου δίνω ένα φιλί, θα 'ν' το σπίτι μες στον ήλιο
Σακουλομάχος: Σαν ψωνίζω την Λαμπρή, θα βαστάω μια τσαντούλα
Και ταγάρι και διχτάκι, δεν θα ξαναδείς σακούλα
Επωδός (μαζί): Μου φέρνει αναγούλα η πλαστική σακούλα
Ποτέ μην ξαναδώ τον πλαστικό εχθρό
Παρουσιάστηκε ως θέατρο δρόμου σε σκηνοθεσία του συγγραφέα.
Σακουλομάχος: Ελισσαίος Βλάχος
Ταμίας: Αθηνά Δραγανίδου
Σακουλολάγνος: Μαρίνος Μουζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου