Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος, αφού έχει ξοδέψει όλα του τα χρήματα, αποφασίζει να υπηρετήσει την προσφιλή πατρίδα του, τη Συρία. Θα απευθυνθεί λοιπόν πρώτα στον Ζαβίνα (1) (σφετεριστή του θρόνου με την υποστήριξη του «Κακεργέτη», ο οποίος με τέτοιο παρώνυμο δεν χρειάζεται συστάσεις)· μετά θα απευθυνθεί στον αντίπαλό του, τον Γρυπό (φονιά της συμβασίλισσας μητέρας του και του Ζαβίνα αργότερα) και, τέλος, στον Υρκανό. Η συνείδησή του είναι ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής, αφού «βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο».
Το ενδιαφέρον του ποιήματος δεν εντοπίζεται, νομίζω, μόνο στην ευκολία με την οποία ο ήρωας σχεδιάζει να περάσει από τον έναν στον άλλον, αφού και η συνεπής πρόσδεση στο άρμα οποιουδήποτε από τους παραπάνω δεν θα διεκδικούσε ηθικές δάφνες. Το ζήτημα τίθεται στο τέλος, όταν αναφωνεί:
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
Να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Με άλλα λόγια, αυτός ο κόσμος τέτοιους άρχοντες έχει· ας είχε καλύτερους, να τους ακολουθούσε. Το ότι η παρουσίαση του νεαρού είναι γελοιογραφική δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει από το να δούμε ότι η σκέψη του έχει τη βαρύτητα του μέσου όρου. Είναι κάτι που, ενδεχομένως πιο κομψά, το έχουμε ξανακούσει, διότι αυτός ο συλλογισμός είναι διαβατήριο προς τη συμφιλίωση με τον κόσμο. Ο ίδιος δεν είναι ούτε Ζαβίνας ούτε Γρυπός, δεν αποφασίζει, δεν ευθύνεται για την προέλευση του κακού· αυτές είναι οι επιλογές που του προσφέρονται. (2) Ζωή μέσα στην κοινωνία θα πει συμβιβασμός, γι’ αυτό ο πιο θρυλικά ασυμβίβαστος θεατρικός ήρωας –Μισάνθρωπος λεγόταν– δεν έχει στο τέλος άλλο καταφύγιο από την έρημο, (3) διότι η κοινωνία των ανθρώπων δεν τον χωράει. Εμείς μπορούμε, αν θέλουμε, να επαινέσουμε, να θαυμάσουμε κάποιον διότι είναι ήρωας, διότι αντιστέκεται, χαράσσει δικό του δρόμο.
Εδώ θα μπορούσαμε να επιμείνουμε. Να πούμε ότι το χαρακτηριστικό του αρχαίου ηρωισμού είναι ότι είναι αξεχώριστος από τον στόχο του. (4) Δεν υπάρχει θαυμασμός για την Αντιγόνη δίχως αποδοχή του σκοπού της, να θάψει τον αδερφό της· δεν κατανοούμε το πείσμα του Φιλοκτήτη αν δεν πονέσουμε το δίκιο του. Η διαφορά της αρχαίας αριστείας από τη σημερινή επιδίωξη της επιτυχίας είναι ότι επιτυχία για τον τραγικό ήρωα δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από τον σκοπό και την αξία που τη συνοδεύει. (5) Συνεπώς, το «αφήφιστο της εκλογής» δεν ταιριάζει σε ήρωες, ταιριάζει με τη βιοθεωρία του «ζητώ να μπαλωθώ», κατά την έκφραση του Τσίρκα. (6)
Όλα αυτά είναι κατανοητά και αποδεικνύουν λοιπόν ότι ο νεαρός του ποιήματος δεν είναι ήρωας. Το ερώτημα όμως είναι άλλο: είναι πώς τόσοι αναγνώστες όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη βλέπουν πάντοτε Αντιγόνες, και ποτέ Ισμήνες. (7) Εγώ συνήθως θυμάμαι τη φράση ενός Άγγλου φιλολόγου, που έγραφε ότι: «λίγα πράγματα είναι τόσο ενοχλητικά στην κριτική της τραγωδίας όσο η υπεροψία που επιδεικνύεται απέναντι στην Ισμήνη, σαν να ήμασταν όλοι ήρωες». (8) Επιστρέφω στον νέο του ποιήματος του Καβάφη. Ας υποκλιθούμε όλοι στο μεγαλείο των τραγικών ηρώων· μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε κάποιον διότι δεν είναι ήρωας; Ας θαυμάζουμε την Αντιγόνη όσο θέλουμε· έχουμε το δικαίωμα να λιθοβολήσουμε την Ισμήνη γι’ αυτό; Στο κάτω-κάτω, οι ήρωες ανάμεσά μας ας ρίξουν την πρώτη πέτρα.
Εξάλλου, πιστεύουμε μήπως ότι η ασήμαντη πράξη, ενός ασήμαντου ανθρώπου, πιέζει κι αυτή –στο μέτρο που της αναλογεί– το μαχαίρι στην καρδιά της ηθικής; Τότε πώς καλοτρώμε την ώρα που άλλοι πεινούν; Πώς αφήνουμε ένα παιδί να πεθάνει από μια ασθένεια που θα θεραπευόταν με αυτό που είναι για μας ένα εισιτήριο κινηματογράφου; (9) Ζούμε όμως έτσι, διότι «έτσι είναι ο κόσμος», όπως λέμε, διότι μια ατομική χειρονομία είναι σταγόνα στον ωκεανό. Με το ίδιο σκεπτικό: δεν θα σωζόταν ο κόσμος αν ο νεαρός του ποιήματός μας είχε πιο αυστηρή συνείδηση. Αυτό δεν εννοούν οι άνθρωποι όταν πιάνουν εκείνον που ταλαιπωρείται από κάτι που σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο μοιάζει με ηθικό καπρίτσιο και του λεν: «καημένε, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;» Όταν μάλιστα πιέζει η ανάγκη, και είναι κανείς «ανέστιος και πένης», ποιος ψάχνει να βρει άγιο εργοδότη, για να γίνει υπηρέτης του καλού; Όλοι κάτω από κάποιον Ζαβίνα δεν μοχθούμε; Οι δρόμοι είναι λασπωμένοι· λοιπόν, ή σπίτι κάθεσαι ή λερώνεις τα παπούτσια σου.
Είπα όμως ότι η παρουσίαση είναι γελοιογραφική. Αυτό σημαίνει ότι ο νεαρός μας δεν πείθει κανέναν ότι έχει την αληθινή πρόθεση να πασχίσει, όπως λέει, για να είναι ωφέλιμος στη χώρα. Οι αντιστάσεις του είναι τόσο ετοιμόρροπες, που τσακίζονται πριν καν συγκρουστούν με την πραγματικότητα. Δεν είναι κάποιος που λύγισε από τις συμφορές και τους αδικαίωτους αγώνες· αντιθέτως, παραδίδεται μέσα στη φαντασία του αμαχητί, προκαταβολικά. Βιάζεται να εξηγήσει ότι «αν τον εμποδίσουν, δεν φταίει…» Κι όσο για τα λεφτά του, «τα έφαγε η μοιραία πόλις», η Αντιόχεια. Όμως τα λεφτά τα ξοδεύουν οι άνθρωποι, δεν τα τρώνε οι πόλεις. Είναι αυτός «ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας, ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος». (10) Κι όσο για το «βιογραφικό» του, ξέρει και παραξέρει, από Αριστοτέλη, από Πλάτωνα, από διασυνδέσεις, από διαφθορά, («κι είναι τούτο χρήσιμον», μας εξηγεί)· με λίγα λόγια, δεν είναι καθόλου το είδος του ανθρώπου που θα μας έκανε να τον συμπονέσουμε «αν τον εμποδίσουν».
Θυμίζει έναν άλλον καβαφικό ήρωα, αυτόν της «Σατραπείας», ο οποίος ενώ ήταν καμωμένος για ωραία και μεγάλα έργα, φεύγει οδοιπόρος για τα Σούσα, και ο Καβάφης σχολιάζει πως ο στίχος «η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις» είναι «η βάσις όλου του ποιήματος, διότι υπαινίσσεται ότι ο ήρως απεκαρδιώθη εύκολα, ότι εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιάσθηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα». (11) Πρόκειται λοιπόν για ένα όριο, ένα ζύγισμα. Δεν είναι σατανάς ο νεαρός, απλώς βιάστηκε λίγο παραπάνω. Σε έναν κόσμο όπου όλοι βάζουν νερό στο κρασί τους, αυτός θα μπορούσε να κρατήσει λίγο ακόμη, και δεν κράτησε.
Γνωρίζω πως άλλοι χρησιμοποιούν τον ίδιο συλλογισμό για να καταλήξουν σε συμπεράσματα κυνικά. Λέγεται ότι το να προσπαθεί κανείς να είναι ηθικός μέσα σε έναν ανήθικό κόσμο είναι τρέλα, και είναι δυο φορές τρέλα αν μιλούμε ειδικά για την πολιτική, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει χωρίς να λερώσει τα χέρια του· (12) ότι η ηθικολογία είναι γι’ αυτούς που δεν χρειάστηκε να πάρουν αποφάσεις. Δεν είναι η πρόθεσή μου να παράσχω μια τέτοιου είδους δικαιολόγηση –εξάλλου το ποίημα φανερά ειρωνεύεται την ηθική του νέου, και λίγοι θα την υπεράσπιζαν ρητά–, αλλά, αν η τέχνη είναι για να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση, τότε ενδιαφέρει περισσότερο να κοιτάξουμε αυτόν τον καθρέφτη, με τη βοήθεια του ποιήματος, παρά να διαφωνήσουμε για το τι ο καθένας μας λέει, αφού έτσι κι αλλιώς τα έργα από τα λόγια τα χωρίζει μια θάλασσα.
Το πώς τα βγάζει πέρα κανείς στον διάλογο με αυτόν τον νεαρό με την ελαστική συνείδηση, ποιος κοιμάται και ποιος ξαγρυπνάει και γιατί (άλλος από τύψεις, άλλος από ανεστιότητα), είναι ερωτήματα από τα έσχατα, το σημείο όπου η ζωή δοκιμάζει τις ιδέες μας, την αντοχή και την υπομονή μας. Αυτός ο νέος, ο ηθικός αντίποδας του ευγενούς ιδαλγού της Μάντσας, μας μοιάζει, και μας μοιάζει περισσότερο απ’ όσο αφήνει η ειρωνεία του ποιήματος να φανεί. Ο καθένας λοιπόν ας κρίνει με όση υπεροψία ή επιείκεια νομίζει πως του αναλογεί.
1 Σύντομες βιογραφίες τῶν προσώπων τοῦ ποιήματος
βρίσκονται στά: Τ. Μαλάνος, Ὁ ποιητὴς Κ.
Π. Καβάφης. Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἔργο του (Ἀθήνα, 1957) 391-2· Σ. Τσίρκας, Ὁ
πολιτικὸς Καβάφης (Ἀθήνα 1971) 107κἑ.· Γ.
Δάλλας, Καβάφης καὶ ἱστορία (Ἀθήνα 1986) 222-32.
2 Ὑποθέτω ὅτι κάτι τέτοιο ἐννοεῖ καὶ ὁ Βρισιμιτζάκης
ὅταν γράφει ὅτι ἡ πολιτικὴ τοῦ Καβάφη «δὲν εἶναι πολιτικὴ μακιαβελική, εἶναι
ἁπλῶς ἀμυντική». Γ. Βρισιμιτζάκης «Ἡ πολιτικὴ τοῦ Καβάφη» πρώτη δημοσίευση
Γράμματα, 1926, ἀνατύπωση στὸ Μ. Πιερῆς (ἐπ.), Εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση τοῦ Καβάφη,
Ἐπιλογὴ κριτικῶν κειμένων (Ἡράκλειο 1994) 69. Τὴν ἄποψη τοῦ Βρισιμιτζάκη γιὰ
τὴν «πολιτικὴ διαγωγὴ προσαρμογῆς» στὸν Καβάφη ἀκολουθοῦν καὶ ὁ Τσίρκας μὲ τὸν
Σαββίδη, ἀποκαλῶντας τὴν «ποικίλη δρᾶσι τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν»
ἀντιστοίχως «μυστικὸ τῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς διασπορᾶς» (Σ. Τσίρκας, Ὁ
Καβάφης καὶ ἡ ἐποχή του (Ἀθήνα 1980) 441) καὶ «οὐσία τοῦ ἑλληνισμοῦ» (Γ.
Σαββίδης, «Ἡ πολιτικὴ αἴσθηση τοῦ Καβάφη» (Ἀθήνα 1977, ἀναδ. στὸ Πιερῆς
Εἰσαγωγή 257). Νομίζω ὅτι τουλάχιστον οἱ «Θερμοπύλες», ἡ «Σατραπεία», ἡ «Σχολὴ
περιωνύμου φιλοσόφου» καὶ τὸ «Δημητρίου Σωτῆρος» δὲν ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν
γενίκευση.
3 Molière, oevres complètes, (Παρίσι, 1962) Πράξη
V, Σκηνή IV, 1805-6.
4 Γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα στὸν Σοφοκλῆ
βλ. B.M.W. Knox, The heroic
temper: studies in Sophoclean tragedy (Berkeley
1964).
5 A. MacIntyre, After
virtue (Ἰντιάνα
1981) 116.
6 Τσίρκας, Πολιτικός 110.
7 Χρησιμοποιώ τὴν Ἰσμήνη ὡς τὸν πιὸ θρυλικὸ ἀντίποδα στὴν ἡρωικὴ πράξη· ἡ φήμη της αὐτὴ τὴν ἀδικεῖ ὡστόσο, μὲ δεδομένο ὅτι στὴν συνέχεια τοῦ ἔργου ἀποδεικνύεται ὅτι ἔχει κι ἐκείνη μιὰ πρέζα Ἀντιγόνης στὶς φλέβες της.
8 R. P.
Winnington-Ingram, Sophocles: an interpretation (Καῖμπριτζ 1980) 133
9 Γιὰ τὸ ἐπιχείρημα τῆς «ἀσήμαντης διαφορᾶς» βλ. τὸν σχολιασμὸ τοῦ J. Glover στό: ‘It makes no difference whether or not I do
it’ Proceedings of the Aristotelian Society, παράρτημα, τόμ. XLIX, ἀνατύπωση στὸ P. Singer (ἐπ.) Applied Ethics (Ὀξφόρδη 1986) 126.
10 Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς, 1926. Γιὰ τὴν Ἀντιόχεια στὸν Καβάφη βλ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Ὁ Καβάφης ποιητὴς τοῦ κλειστοῦ χώρου» (Ἀθήνα 1946), ἀνατύπωση στὸ Πιερῆς, Εἰσαγωγή 202-5 καὶ τὴν σημείωση τοῦ Γκίμπον ποὺ ἀντιγράφει ὁ Καβάφης στὸ περ. Γράμματα Δ' 1918: [γιὰ τοὺς Ἀντιοχεῖς] «μόνος νόμος ἦταν ἡ μόδα, μόνη ἐπιδίωξις ἡ ἡδονή, καὶ μόνη διάκριση ἡ λαμπρότητα τῆς ἐνδυμασίας καὶ τῆς σκευῆς». Γ. Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφη Τὰ ποιήματα τόμ. Β' (Ἀθήνα 1963) 137.
11 Γ. Λεχωνίτης, Καβαφικὰ Αὐτοσχόλια (ἈΘήνα 1977) 24·
ἐπίσης βλ.
Diana Haas, «Σχόλια τοῦ Καβάφη σὲ ποίηματά του» στὸ Ὁ Κύκλος Καβάφη (Ἀθήνα 1983): «Μπορῶ νὰ βάλω ὅλην την δύναμί μου, καὶ νὰ βαστῶ τὴν θέσι μου ἀρκετὰ στέρεα, ἀλλά, ὑπὸ τὴν πίεσιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως, νὰ ἐνδώσω. Μπορῶ νὰ ἀφεθῶ, νὰ μὴν ἐξασκήσω παρὰ ἕνα μέρος τῶν δυνάμεών μου, κ' ἔτσι, ὑπὸ τὴν πίεσιν δυνάμεως ἰσχυρᾶς, νὰ ἐνδώσω· ἀλλὰ δυνάμεως τὴν ὁποίαν, μὲ πρότασιν περισσοτέρας ἰσχύος ἐκ μέρους μου, νὰ μποροῦσα νὰ ὑποστῶ ἀνενδότως».
12 Βλ. C.A.J. Coady,
‘Politics and the problem of dirty hands’ στὸ P. Singer (ed.) A companion to ethics (Oxford,
Cambridge Mass. 1991) 381, γιὰ τὴν ἠθικὴ ἀπομόνωση στοὺς Μακιαβέλι καὶ Χόμπς.
Ανακοίνωση στο συνέδριο Καβάφεια 2005, Διεθνής ποιητική συνάντηση στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, 9-12 Οκτωβρίου 2005, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, 97-103.
Το άκουσα live!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣεμνότητα είναι να ανγνωρίζεις τον ρεαλισμό της Ισμήνης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗρωισμός είναι «η 'κάθε' μέρα που 'δεν' αφέθηκες κι ενδίδεις». Διότι το σταυροδρόμι του Ηρακλή δεν το επιλέγουμε άπαξ. Διαρκώς αντιμετωπίζουμε ηθικές προκλήσεις και από το πως τις απαντάμε σηκωνόμαστε 'λίγο ψηλότερα' ή σκύβουμε λίγο δουλικότερα.
Νίκος