Σπύρος Γιανναράς
Ὁ Δὸν Ζουὰν ἦταν ἀρχικὰ ἕνα ἠθικοπλαστικὸ ἔργο. Ἕνα ἔργο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ προειδοποιήσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀναπόδραστη πορεία τοῦ λιμπερτίνου πρὸς τὴν τιμωρία του. Τὸ ζητούμενο, τουλάχιστον στὴν περίπτωση τοῦ Ἰσπανοῦ Τίρσο ντὲ Μολίνα, συγγραφέα τοῦ πρώτου θεατρικοῦ ἔργου γιὰ τὸν Δὸν Ζουάν, ἦταν νὰ περάσει στοὺς θεατὲς τὸ ἠθικὸ παλαιοδιαθηκικὸ δίδαγμα, «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», καὶ νὰ ὑποδαυλίσει τὸν διαρκὴ τρόμο τῆς ἀμείλικτης, σχεδὸν χαιρέκακης θεϊκῆς τιμωρίας.
Τὸ ἐπιμύθιο, τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Δὸν Ζουάν, τόσο στὸν ντὲ Μολίνα ὅσο καὶ στὸν Ντὰ Πόντε, εἶναι σαφὲς καὶ σταράτο: «Κι αὐτὴ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ δικαιοσύνη: ὅ,τι κάνεις θὰ τὸ πληρώσεις» καὶ «Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος ὅποιου κάνει τὸ κακό! Καὶ τῶν κακῶν ὁ θάνατος εἶναι ὅμοιος πάντα μὲ τὴ ζωή τους». Τὸ μοτίβο τῆς ἐπαπειλούμενης τιμωρίας ἐπανέρχεται, σχεδὸν σὰν ἐπωδός, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔργου: «Τὸ νοῦ σας ὅσοι δὲν λογαριάζετε τοῦ Θεοῦ τὴν τιμωρία: τὸ χρέος πάντα πληρώνεται καὶ μεγάλη δὲν εἶναι καμία διορία».
Ὅμως ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται σήμερα, ὁ ἐλευθέρων ἠθῶν ἥρωας, ἐν προκειμένω ὁ Δὸν Ζουάν, δὲν καταγγέλλεται πρωτίστως ὡς ἀκόλαστος ἡδονιστής, ἀλλὰ ὡς ἄθεος ὀρθολογιστής, ὁ ὁποῖος ἀποδίδει στὴν τύχη ἢ στὸ μηδὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου, ἀμφισβητώντας καὶ χλευάζοντας ἀνοικτὰ τὸν Θεό. «Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν πιστεύετε καθόλου στὸν Θεό;», ρωτάει μὲ δέος ὁ Σγκαναρὲλ τὸν Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Καὶ στὸ διάβολο, σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε;», γιὰ νὰ εἰσπράξει τὴν εἰρωνεία τοῦ ἥρωα. «Δὲν πιστεύετε λοιπὸν διόλου στὴν ἄλλη ζωή;», ἐπιμένει ὁ Σγκαναρὲλ κι ὁ ἀφέντης του σκάει στὰ γέλια. «Μὰ σὲ κάτι πρέπει νὰ πιστεύει κανεὶς σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο: σὲ τί λοιπὸν πιστεύετε;» «Σὲ τί πιστεύω; Πιστεύω ὅτι δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα, Σγκαναρέλ, κι ὅτι τέσσερα καὶ τέσσερα κάνουν ὀκτώ.»
Τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου, τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο χτίζουν ὅλοι ὅσοι καταπιάνονται μὲ τὸν μύθο τοῦ Δὸν Ζουὰν δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἠθικὸ πλαίσιο τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Μιᾶς «μεταφυσικῆς τῆς συναλλαγῆς», μὲ μέτρο τὴν ἐκδοχὴ τῆς «ἁμαρτίας» ὡς παράβασης τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος ἀναλώνει τὴ ζωή του πασχίζοντας νὰ ἐξαγοράσει τὶς ὀφειλές του σὲ ἕναν Θεὸ δυνάστη, ὁ ὁποῖος ζυγίζει μὲ τὸ καντάρι τὴν παραμικρὴ μύχια ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἡδονίζεται σαδιστικὰ νὰ ἐπιβάλλει ἀποτρόπαιες τιμωρίες. Ἡ μεταφυσικὴ αὐτή, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ ζῆλο ὁ ντὲ Μολίνα, χάνει σταδιακὰ τὰ ἐρείσματά της μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς νεωτερικότητας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ὑπονομεύεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅλο καὶ περισσότερο στοὺς ἐπιγόνους του, μετατρεπόμενη σταδιακὰ ἀπὸ ἰδεῶδες σὲ ἀντικείμενο ψόγου καὶ κοροϊδίας, μεταβάλλοντας τὸ ἔργο σὲ μπουφόνικη φάρσα καὶ σάτιρα μιᾶς παρωχημένης ἠθικῆς. Ὅσο τὸ ἔργο μεταπλάθεται ἀπὸ συγγραφέα σὲ συγγραφέα, ἀπὸ ἠθικοπλαστικὸ σὲ φάρσα, τόσο λιγότερο κρύβει ὁ Δὸν Ζουὰν τὸ ἀληθινό του πρόσωπο. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ κρυφτεῖ ἢ νὰ μεταμφιεστεῖ ὅπως στὸ ἔργο τοῦ Ντὰ Πόντε ἢ τοῦ Μολιέρου. «Εἶμαι ἀηδιαστικός, σιχαμένος, ἀπαίσιος, ἀλλὰ δὲν εἶμαι πληκτικός», ὁμολογεῖ ὁ ἥρωας τοῦ Πουλῆ.
Τὸ ἠθικὸ αὐτὸ πλαίσιο δὲν ἐξαφανίζεται ὅμως ποτέ, διότι ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκδήλωση τοῦ ὀρθολογικοῦ μηδενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ λογική του συνέπεια. Ὁ ντὲ Μολίνα ὑπηρετεῖ τὴν ἠθικὴ αὐτὴ ἐμφανίζοντας τὸν Δὸν Ζουὰν νὰ λυγίζει τὴν ὥρα τῆς τιμωρίας καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγχώρεση: «Ἄφησέ με νὰ φωνάξω κάποιον. Πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ συγχωρεθῶ». Στὸν Μολίερο ἀντίθετα τιμωρεῖται ἕνας ἀμετανόητος, συνεπὴς μηδενιστής: «Ὄχι, ὄχι, δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ σὲ κανέναν νὰ πεῖ, ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅτι ἤμουν ἱκανὸς νὰ μετανοήσω».
Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ στὸ σύγχρονο γιὰ μᾶς ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Πουλῆ, ὅπου τὸ ἠθικὸ πλαίσιο ἔχει πλέον ἀντιστραφεῖ πλήρως κι ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Δυτικὸ τὴ διαρκὴ ὑπενθύμιση τῆς τιμωρίας του, ἔχει ἐξανεμιστεῖ δίνοντας τὴν πρωτοκαθεδρία στὴν Εἰρωνεία, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὁποίας ἀνδρώθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπτύσσεται σχεδὸν ὅλη ἡ λογοτεχνία τῶν Νεώτερων Χρόνων, ἀκόμα κι ἐκεῖ, τὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὸν σκελετὸ πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ ἔργο. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν χλευάζει τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὴν Τελικὴ Κρίση: «Πῶς, βέβαια, μὲ περιμένει φρικτὴ τιμωρία. Ὅταν πεθάνω θὰ ὑπάρχουν σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ σεσωσμένους, ποὺ θὰ παρακολουθοῦν ὅλο ἀγαλλίαση τὴν τιμωρία μου στὴν Κόλαση. Ἀλήθεια, ἔχεις ἀναλογιστεῖ πόσο ἀστεῖα εἶναι κατὰ βάθος ὅλα αὐτά; Ὅλοι οἱ χαμένοι τῆς ζωῆς νὰ φαντάζονται μιὰν ἄλλη ζωή, ὅπου θὰ δικαιωθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἐχθροί τους. Καὶ μετὰ γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια, μαζὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ σάτυροι, οἱ παρθένες καὶ οἱ ἀκόλαστες, οἱ ἄπληστοι καὶ οἱ ἀσκητές. Γιατὶ τὰ σκουλήκια δὲν ἔχουν καμιὰ περιέργεια νὰ μάθουν ποιόν τρῶνε».
Αὐτὴ ἡ εἰρωνεία, ζυμωμένη μὲ μεγάλες δόσεις κυνισμοῦ, εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν Δὸν Ζουὰν τὸν κατεξοχήν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἥρωα τῆς νεωτερικότητας. Καὶ τῆς μετανεωτερικότητας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐν τέλει παρὰ ἡ νεωτερικότητα μὲ πιὸ ἀκονισμένα τὰ εἰδοποιὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀναφαίνονται ἐξ ὑπαρχῆς στὸν Δὸν Ζουάν. Ὁ μετανεωτερικὸς Δὸν Ζουὰν εἶναι ἕνας περίσσια ἄτεγκτος ὀρθολογιστής – «[who] will not let belief take hold of him», μὲ τὰ λόγια τοῦ Σαίξπηρ – καὶ μανιακὸς ἡδονοθήρας. Εἶναι πλήρης βεβαιοτήτων γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς κι ἀδιαφορεῖ κατάφωρα γιὰ τὸν θάνατο. ‘Όπως τὸ κοινὸ τοῦ ντὲ Μολίνα πίστευε τυφλὰ στὸν Θεό, ἔτσι τυφλὰ πιστεύει κι ὁ Δὸν Ζουὰν στὴ λογική. Ὁ ἥρωας τοῦ ντὲ Μολίνα ἀποδέχεται τὴν πρόκληση τοῦ ἀγάλματος γιὰ λόγους τιμῆς, ὁ ἥρωας τοῦ Μολιέρου ἀπὸ ἐπιστημονικὴ περιέργεια.
Σήμερα ποὺ ἡ ἐλευθερία ἔγινε συνώνυμο τῆς ἀπρόσκοπτης ἐπιδίωξης γιὰ τὴν ἱκανοποίηση κάθε ἀπόλαυσης, «τὸ τίμημα τῆς ἀπόλαυσης διαρκῶς ὑπερτιμᾶται», σημειώνει ὁ Ἔρνστ Γιοῦνγκερ, «ὁπότε ἢ ὑπαναχωρεῖ κανεὶς ἢ τρώει τὸ κεφάλι του». Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τοῦ Φάουστ, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὅριο, ὑπάρχει ἀντίφαση. Ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ περιμένει τὸν νεωτερικὸ ἥρωα στὸ τέλος.
Καὶ οἱ δύο μυθικὲς μορφὲς ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τοῦ ἴδιου ἀρχέγονου ἀνθρώπινου πόθου, τοῦ πόθου τῆς ἀπόλυτης ἰσχύος. Ὁ μὲν Φάουστ τὴν προσπελάζει μέσω τῆς ἀπόλυτης γνώσης, ὁ δὲ Δὸν Ζουὰν μέσω τῆς ἀπόλυτης κατίσχυσης ἐπὶ τῶν γυναικῶν. Ἡ γυναικεία φύση ἀποδεικνύεται μπροστά του ἀνήμπορη. «Αὐτὸ ποὺ γνωρίζω εἶναι πὼς εἶσαι καταδίκη γιὰ τὶς γυναῖκες», τονίζει ὁ Καταλίνος. «Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸ νὰ κάμπτει κανεὶς τὴν ἀντίσταση μιᾶς ὄμορφης γυναίκας. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸν τομέα τρέφω τὴ φιλοδοξία τῶν κατακτητῶν, ποὺ τρέχουν ἀπὸ νίκη σὲ νίκη καὶ δὲν μποροῦν νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση νὰ περιορίσουν τὶς ἐπιθυμίες τους. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάμψει τὴ σφοδρότητα τῆς ἐπιθυμίας μου: ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο», διαβοᾶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Ἐγὼ ποὺ μέσα μου νιώθω τόσο βαθιὰ τὸ αἴσθημα ἔχω ἀγάπη γιὰ ὅλες», τραγουδᾶ στὸ ἴδιο μοτίβο ὁ Ντὸν Τζιοβάνι τοῦ Ντὰ Πόντε.
Καθὼς ἡ σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα τίθεται μὲ ὅρους ἰσχύος, στὴν ἀπόλυτη δύναμη κι ἐξουσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἥρωας ἀντιπαραθέτει τὴν ἄμετρη δίψα καὶ δύναμη τοῦ ἀπόλυτου Ἐγώ. Ὁ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τὸ alter ego του ὁ Φάουστ, ἐνσαρκώνουν, πρὶν τῆς ὥρας του, τὸ νιτσεϊκὸ πρότυπο τοῦ Ὑπερανθρώπου. Ἀπ’ ὅπου προκύπτει κι ἡ ἀντίφαση τῆς τιμωρίας τὴν ὁποία ἀποπειρᾶται νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Πουλῆς. Ἂν ὁ Δὸν Ζουὰν ἀποτελεῖ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδεώδους τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς ἀπόλαυσης, ἂν ἀποτελεῖ προσωποποίηση τῆς σχετικότητας κάθε ἀλήθειας ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἂν ἐκφράζει τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἂν σηματοδοτεῖ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐποχῆς τῆς εἰρωνείας καὶ τοῦ ἀπόλυτου κυνισμοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τιμωρεῖται συμπαρασύροντας μαζί του στὰ κοχλάζοντα καζάνια τῆς Κολάσεως αὔτανδρο τὸν σύγχρονο κόσμο τῆς προόδου καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἐν ὀλίγοις, δὲν μπορεῖ νὰ βουλιάξει μαζὶ μὲ τὸ κοινό του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ σκοτώνει γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ ἄγαλμα, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν θάνατο, χλευάζοντας τὴν ἰσχύ του, ἀποθεώνοντας τὴ διαδρομή, μὲ λάβαρο ἐπὶ τὸ λαϊκότερο τὸ «μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε…». Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποχωρεῖ θριαμβευτὴς καὶ εἴρων, ὡς ἄλλος μοναχικὸς καουμπόης διαρκῶς ἕτοιμος γιὰ νέες περιπέτειες, ἐλπίζοντας στὴν ὕπαρξη ἄλλων κόσμων γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μεγαλώσει ἀκόμα περισσότερο τὸ τεφτέρι μὲ τὶς κατακτήσεις του. «Κι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος, θὰ εὐχόμουν νὰ ὑπῆρχαν κι ἄλλοι κόσμοι γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐπεκτείνω τὸ πεδίο τῶν ἐρωτικῶν μου κατακτήσεων» (Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου).
Ὡστόσο, ἡ ἀντίφαση δὲν ἐξαλείφεται πλήρως μὲ τὴν ὁριστικὴ ὑπονόμευση τῆς τιμωρίας. Ἂν μαζὶ μὲ τὴν τιμωρία συμπαρασυρθοῦν καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χτυποῦν ὡς ἄκαιρα καὶ παρωχημένα στὴ συνείδηση τοῦ θεατῆ, ὅπως ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀξίας τῆς παρθενίας τῆς γυναίκας καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς τιμῆς της, χάνεται αἴφνης καὶ ὁ μύθος κι ἀναδυόμαστε ἀμήχανοι στὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν ρίχνει ἀπρόσκοπτα καὶ χωρὶς παρατράγουδα τὶς γυναῖκες στὸ κρεβάτι, καὶ τὸ ἔργο, μὴ διαθέτοντας πλέον ἄλλα ἐρείσματα πέρα ἀπὸ τὴ δυσαρέσκεια τῶν ἀπατημένων συζύγων, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν προκαλοῦσε τὴ θυμηδία τοῦ κοινοῦ, ὑποβιβάζεται ἀπότομα στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιθεώρησης ἢ τοῦ boulevard. Διότι ὅσο κι ἂν μᾶς θέλγει ἡ εἰκόνα τοῦ τέλειου ἐραστῆ, τοῦ ἀπόλυτου ἀρσενικοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς φαρσοκωμωδίας τὴν ἰδέα ἐνὸς κόσμου χωρὶς καθόλου ἀγάπη, παγιδευμένου στὸ παγερὸ δίπολο ἀνία ἢ πάθος. «Ὑποφέρω ἀπὸ ἀκατάσχετη πλήξη», ὁμολογεῖ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ.
Γιατὶ τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἡ ἀδυναμία του νὰ ἀγαπήσει. «Ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἀγαπάει τὴν ἴδια του τὴ μάνα. Κι ὅταν λέει ὅτι ἀγαπάει, τὸ λέει ἀπὸ συνήθεια», ὁμολογεῖ ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ. Τὸ μολιερικὸ «ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο» ποὺ εἴδαμε προηγουμένως ἀποτελεῖ τὸν ὕστατο χλευασμὸ τοῦ χριστιανικοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ ἐκφράζει μᾶλλον τὴν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς συνουσίας καὶ ὄχι τὴν ἀγάπη. «Δὲν ὑπάρχει καλοσύνη σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπέφερε ποτέ», ἀναφέρει γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν ὁ Ντενὶ ντὲ Ρουζμόν. Ὁ Δὸν Ζουὰν ἐνσαρκώνει τὴν ἄτεγκτη δύναμη τῆς φύσης χωρὶς πρόσωπο. Στὸ ἔργο τοῦ Μολίνα ὁ Δὸν Ζουὰν συστήνεται στὴν Ἰσαβέλα καὶ στοὺς θεατὲς ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα, «ποιός εἶσαι;»: «Ἕνας ἄνδρας δίχως ὄνομα». Καὶ στὸν βασιλιὰ ποὺ τοὺς βρίσκει μαζί, «ἕνας ἄνδρας καὶ μία γυναίκα». Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἀπρόσωπος καὶ στὴν ἀγκαλιά του χάνουν τὸ πρόσωπό τους ὅλες οἱ γυναῖκες, περιπίπτοντας στὴν κατηγορία τοῦ «ἀντικειμένου», καὶ θριαμβεύει ἡ ἀπρόσωπη ἡδονὴ τῆς φύσης. Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι μιὰ ἀσθένεια σὰν τὸν πριαπισμό. «Πρόβλημα γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν εἶναι ἄμα ξυπνήσει ἕνα πρωὶ καὶ δὲν τοῦ σηκώνεται. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σὰν τὸ φούσκωμα ἀπ’ τὸ στιφάδο. Κοιμᾶσαι καὶ περνᾶνε. Τὸ πολὺ νὰ ἔχεις λίγα ἀέρια», διαπιστώνει ἡ πλύστρα στὸ ἔργο τοῦ Πουλῆ. Ἡ ἀρχέγονη δύναμη τῆς διαιώνισης τοῦ εἴδους, τὴν ὁποία παραδόξως ὑπηρετεῖ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπαγορεύοντας τὶς προγαμιαῖες σχέσεις.
Ἡ «μεταφυσικὴ τῆς συναλλαγῆς», ὅπως καὶ ἡ «μεταφυσικὴ τῆς ἡδονῆς» ἀποτελοῦν τὶς δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Προϋποθέτουν ἀμφότερες ὅτι τὰ πάντα κρίνονται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς, τὴν ὁποία ἀποκάλεσε «διορία» ὁ Δὸν Ζουάν. Ἡ μία μετατρέπει αὐτὴ τὴ διορία σὲ κόλαση γιὰ τὴν ἠθικὴ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄλλη σὲ ὑλικὸ παράδεισο γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ δικαίωση τοῦ μηδενός. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως ὁ θάνατος εἶναι τὸ ὅριο, ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βγαίνει πάντοτε νικητής. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ἑδραίωση τοῦ θανάτου ὡς ἀπόλυτου νικητῆ. «Πῶς νὰ τὴν πάρεις τὴ ζωὴ δόλωμα τοῦ θανάτου», προειδοποιεῖ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ὁρισμένες νεώτερες ἐκδοχὲς τοῦ μύθου τὸ πρόβλημα ἐσωτερικεύεται κι ὁ Δὸν Ζουὰν ταλανίζεται ἀπὸ τὴν ἀνία, τὴν ἀνεστιότητα ἢ τὰ γηρατειά. Ἤδη στὸν Ντὰ Πόντε ἡ ψυχολογικὴ ραγισματιὰ εἶναι φανερή: «Νὰ κοπιάζω νύχτα-μέρα γιὰ κάποιον ποὺ τίποτα δὲν τὸν εὐχαριστεῖ», διαμαρτύρεται ὁ Λεπορέλλο. «Μὰ εἶναι ὡραῖο νὰ φεύγουμε ἀπὸ παντοῦ σὰν κυνηγημένοι;», ἀναρωτιέται τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ.
Ὁ Δὸν Ζουάν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἀποτελοῦν τὰ πρότυπα τοῦ νεωτερικοῦ μας πολιτισμοῦ, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ παρακάμψει ἢ νὰ ξεγελάσει τὸν θάνατο, παλεύοντας νὰ καταστήσει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἡδονικὴ τὴ διαδρομή. Ἐνσαρκώνει τὴν ἐλευθερία ὡς ἐπιλογή, ἡ ὁποία προσάπτει στὸ θύμα τὴν εὐθύνη τῆς ἐξαπάτησής του κι ἀγνοεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς συντριβῆς, τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Τὴν προοπτικὴ τῆς ἀνάστασης.
Σήμερα ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἔχει φύλο, οὔτε καὶ ἡλικία. Καὶ παλεύει νὰ γράψει τοὺς πάντες στὸ τεφτέρι του.
Ὁ Δὸν Ζουὰν ἦταν ἀρχικὰ ἕνα ἠθικοπλαστικὸ ἔργο. Ἕνα ἔργο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ προειδοποιήσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀναπόδραστη πορεία τοῦ λιμπερτίνου πρὸς τὴν τιμωρία του. Τὸ ζητούμενο, τουλάχιστον στὴν περίπτωση τοῦ Ἰσπανοῦ Τίρσο ντὲ Μολίνα, συγγραφέα τοῦ πρώτου θεατρικοῦ ἔργου γιὰ τὸν Δὸν Ζουάν, ἦταν νὰ περάσει στοὺς θεατὲς τὸ ἠθικὸ παλαιοδιαθηκικὸ δίδαγμα, «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», καὶ νὰ ὑποδαυλίσει τὸν διαρκὴ τρόμο τῆς ἀμείλικτης, σχεδὸν χαιρέκακης θεϊκῆς τιμωρίας.
Τὸ ἐπιμύθιο, τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Δὸν Ζουάν, τόσο στὸν ντὲ Μολίνα ὅσο καὶ στὸν Ντὰ Πόντε, εἶναι σαφὲς καὶ σταράτο: «Κι αὐτὴ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ δικαιοσύνη: ὅ,τι κάνεις θὰ τὸ πληρώσεις» καὶ «Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος ὅποιου κάνει τὸ κακό! Καὶ τῶν κακῶν ὁ θάνατος εἶναι ὅμοιος πάντα μὲ τὴ ζωή τους». Τὸ μοτίβο τῆς ἐπαπειλούμενης τιμωρίας ἐπανέρχεται, σχεδὸν σὰν ἐπωδός, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔργου: «Τὸ νοῦ σας ὅσοι δὲν λογαριάζετε τοῦ Θεοῦ τὴν τιμωρία: τὸ χρέος πάντα πληρώνεται καὶ μεγάλη δὲν εἶναι καμία διορία».
Ὅμως ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται σήμερα, ὁ ἐλευθέρων ἠθῶν ἥρωας, ἐν προκειμένω ὁ Δὸν Ζουάν, δὲν καταγγέλλεται πρωτίστως ὡς ἀκόλαστος ἡδονιστής, ἀλλὰ ὡς ἄθεος ὀρθολογιστής, ὁ ὁποῖος ἀποδίδει στὴν τύχη ἢ στὸ μηδὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου, ἀμφισβητώντας καὶ χλευάζοντας ἀνοικτὰ τὸν Θεό. «Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν πιστεύετε καθόλου στὸν Θεό;», ρωτάει μὲ δέος ὁ Σγκαναρὲλ τὸν Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Καὶ στὸ διάβολο, σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε;», γιὰ νὰ εἰσπράξει τὴν εἰρωνεία τοῦ ἥρωα. «Δὲν πιστεύετε λοιπὸν διόλου στὴν ἄλλη ζωή;», ἐπιμένει ὁ Σγκαναρὲλ κι ὁ ἀφέντης του σκάει στὰ γέλια. «Μὰ σὲ κάτι πρέπει νὰ πιστεύει κανεὶς σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο: σὲ τί λοιπὸν πιστεύετε;» «Σὲ τί πιστεύω; Πιστεύω ὅτι δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα, Σγκαναρέλ, κι ὅτι τέσσερα καὶ τέσσερα κάνουν ὀκτώ.»
Τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου, τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο χτίζουν ὅλοι ὅσοι καταπιάνονται μὲ τὸν μύθο τοῦ Δὸν Ζουὰν δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἠθικὸ πλαίσιο τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Μιᾶς «μεταφυσικῆς τῆς συναλλαγῆς», μὲ μέτρο τὴν ἐκδοχὴ τῆς «ἁμαρτίας» ὡς παράβασης τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος ἀναλώνει τὴ ζωή του πασχίζοντας νὰ ἐξαγοράσει τὶς ὀφειλές του σὲ ἕναν Θεὸ δυνάστη, ὁ ὁποῖος ζυγίζει μὲ τὸ καντάρι τὴν παραμικρὴ μύχια ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἡδονίζεται σαδιστικὰ νὰ ἐπιβάλλει ἀποτρόπαιες τιμωρίες. Ἡ μεταφυσικὴ αὐτή, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ ζῆλο ὁ ντὲ Μολίνα, χάνει σταδιακὰ τὰ ἐρείσματά της μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς νεωτερικότητας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ὑπονομεύεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅλο καὶ περισσότερο στοὺς ἐπιγόνους του, μετατρεπόμενη σταδιακὰ ἀπὸ ἰδεῶδες σὲ ἀντικείμενο ψόγου καὶ κοροϊδίας, μεταβάλλοντας τὸ ἔργο σὲ μπουφόνικη φάρσα καὶ σάτιρα μιᾶς παρωχημένης ἠθικῆς. Ὅσο τὸ ἔργο μεταπλάθεται ἀπὸ συγγραφέα σὲ συγγραφέα, ἀπὸ ἠθικοπλαστικὸ σὲ φάρσα, τόσο λιγότερο κρύβει ὁ Δὸν Ζουὰν τὸ ἀληθινό του πρόσωπο. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ κρυφτεῖ ἢ νὰ μεταμφιεστεῖ ὅπως στὸ ἔργο τοῦ Ντὰ Πόντε ἢ τοῦ Μολιέρου. «Εἶμαι ἀηδιαστικός, σιχαμένος, ἀπαίσιος, ἀλλὰ δὲν εἶμαι πληκτικός», ὁμολογεῖ ὁ ἥρωας τοῦ Πουλῆ.
Τὸ ἠθικὸ αὐτὸ πλαίσιο δὲν ἐξαφανίζεται ὅμως ποτέ, διότι ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκδήλωση τοῦ ὀρθολογικοῦ μηδενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ λογική του συνέπεια. Ὁ ντὲ Μολίνα ὑπηρετεῖ τὴν ἠθικὴ αὐτὴ ἐμφανίζοντας τὸν Δὸν Ζουὰν νὰ λυγίζει τὴν ὥρα τῆς τιμωρίας καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγχώρεση: «Ἄφησέ με νὰ φωνάξω κάποιον. Πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ συγχωρεθῶ». Στὸν Μολίερο ἀντίθετα τιμωρεῖται ἕνας ἀμετανόητος, συνεπὴς μηδενιστής: «Ὄχι, ὄχι, δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ σὲ κανέναν νὰ πεῖ, ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅτι ἤμουν ἱκανὸς νὰ μετανοήσω».
Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ στὸ σύγχρονο γιὰ μᾶς ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Πουλῆ, ὅπου τὸ ἠθικὸ πλαίσιο ἔχει πλέον ἀντιστραφεῖ πλήρως κι ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Δυτικὸ τὴ διαρκὴ ὑπενθύμιση τῆς τιμωρίας του, ἔχει ἐξανεμιστεῖ δίνοντας τὴν πρωτοκαθεδρία στὴν Εἰρωνεία, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὁποίας ἀνδρώθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπτύσσεται σχεδὸν ὅλη ἡ λογοτεχνία τῶν Νεώτερων Χρόνων, ἀκόμα κι ἐκεῖ, τὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὸν σκελετὸ πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ ἔργο. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν χλευάζει τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὴν Τελικὴ Κρίση: «Πῶς, βέβαια, μὲ περιμένει φρικτὴ τιμωρία. Ὅταν πεθάνω θὰ ὑπάρχουν σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ σεσωσμένους, ποὺ θὰ παρακολουθοῦν ὅλο ἀγαλλίαση τὴν τιμωρία μου στὴν Κόλαση. Ἀλήθεια, ἔχεις ἀναλογιστεῖ πόσο ἀστεῖα εἶναι κατὰ βάθος ὅλα αὐτά; Ὅλοι οἱ χαμένοι τῆς ζωῆς νὰ φαντάζονται μιὰν ἄλλη ζωή, ὅπου θὰ δικαιωθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἐχθροί τους. Καὶ μετὰ γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια, μαζὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ σάτυροι, οἱ παρθένες καὶ οἱ ἀκόλαστες, οἱ ἄπληστοι καὶ οἱ ἀσκητές. Γιατὶ τὰ σκουλήκια δὲν ἔχουν καμιὰ περιέργεια νὰ μάθουν ποιόν τρῶνε».
Αὐτὴ ἡ εἰρωνεία, ζυμωμένη μὲ μεγάλες δόσεις κυνισμοῦ, εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν Δὸν Ζουὰν τὸν κατεξοχήν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἥρωα τῆς νεωτερικότητας. Καὶ τῆς μετανεωτερικότητας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐν τέλει παρὰ ἡ νεωτερικότητα μὲ πιὸ ἀκονισμένα τὰ εἰδοποιὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀναφαίνονται ἐξ ὑπαρχῆς στὸν Δὸν Ζουάν. Ὁ μετανεωτερικὸς Δὸν Ζουὰν εἶναι ἕνας περίσσια ἄτεγκτος ὀρθολογιστής – «[who] will not let belief take hold of him», μὲ τὰ λόγια τοῦ Σαίξπηρ – καὶ μανιακὸς ἡδονοθήρας. Εἶναι πλήρης βεβαιοτήτων γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς κι ἀδιαφορεῖ κατάφωρα γιὰ τὸν θάνατο. ‘Όπως τὸ κοινὸ τοῦ ντὲ Μολίνα πίστευε τυφλὰ στὸν Θεό, ἔτσι τυφλὰ πιστεύει κι ὁ Δὸν Ζουὰν στὴ λογική. Ὁ ἥρωας τοῦ ντὲ Μολίνα ἀποδέχεται τὴν πρόκληση τοῦ ἀγάλματος γιὰ λόγους τιμῆς, ὁ ἥρωας τοῦ Μολιέρου ἀπὸ ἐπιστημονικὴ περιέργεια.
Σήμερα ποὺ ἡ ἐλευθερία ἔγινε συνώνυμο τῆς ἀπρόσκοπτης ἐπιδίωξης γιὰ τὴν ἱκανοποίηση κάθε ἀπόλαυσης, «τὸ τίμημα τῆς ἀπόλαυσης διαρκῶς ὑπερτιμᾶται», σημειώνει ὁ Ἔρνστ Γιοῦνγκερ, «ὁπότε ἢ ὑπαναχωρεῖ κανεὶς ἢ τρώει τὸ κεφάλι του». Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τοῦ Φάουστ, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὅριο, ὑπάρχει ἀντίφαση. Ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ περιμένει τὸν νεωτερικὸ ἥρωα στὸ τέλος.
Καὶ οἱ δύο μυθικὲς μορφὲς ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τοῦ ἴδιου ἀρχέγονου ἀνθρώπινου πόθου, τοῦ πόθου τῆς ἀπόλυτης ἰσχύος. Ὁ μὲν Φάουστ τὴν προσπελάζει μέσω τῆς ἀπόλυτης γνώσης, ὁ δὲ Δὸν Ζουὰν μέσω τῆς ἀπόλυτης κατίσχυσης ἐπὶ τῶν γυναικῶν. Ἡ γυναικεία φύση ἀποδεικνύεται μπροστά του ἀνήμπορη. «Αὐτὸ ποὺ γνωρίζω εἶναι πὼς εἶσαι καταδίκη γιὰ τὶς γυναῖκες», τονίζει ὁ Καταλίνος. «Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸ νὰ κάμπτει κανεὶς τὴν ἀντίσταση μιᾶς ὄμορφης γυναίκας. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸν τομέα τρέφω τὴ φιλοδοξία τῶν κατακτητῶν, ποὺ τρέχουν ἀπὸ νίκη σὲ νίκη καὶ δὲν μποροῦν νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση νὰ περιορίσουν τὶς ἐπιθυμίες τους. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάμψει τὴ σφοδρότητα τῆς ἐπιθυμίας μου: ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο», διαβοᾶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου. «Ἐγὼ ποὺ μέσα μου νιώθω τόσο βαθιὰ τὸ αἴσθημα ἔχω ἀγάπη γιὰ ὅλες», τραγουδᾶ στὸ ἴδιο μοτίβο ὁ Ντὸν Τζιοβάνι τοῦ Ντὰ Πόντε.
Καθὼς ἡ σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα τίθεται μὲ ὅρους ἰσχύος, στὴν ἀπόλυτη δύναμη κι ἐξουσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἥρωας ἀντιπαραθέτει τὴν ἄμετρη δίψα καὶ δύναμη τοῦ ἀπόλυτου Ἐγώ. Ὁ Δὸν Ζουάν, ὅπως καὶ τὸ alter ego του ὁ Φάουστ, ἐνσαρκώνουν, πρὶν τῆς ὥρας του, τὸ νιτσεϊκὸ πρότυπο τοῦ Ὑπερανθρώπου. Ἀπ’ ὅπου προκύπτει κι ἡ ἀντίφαση τῆς τιμωρίας τὴν ὁποία ἀποπειρᾶται νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Πουλῆς. Ἂν ὁ Δὸν Ζουὰν ἀποτελεῖ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδεώδους τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς ἀπόλαυσης, ἂν ἀποτελεῖ προσωποποίηση τῆς σχετικότητας κάθε ἀλήθειας ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἂν ἐκφράζει τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἂν σηματοδοτεῖ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐποχῆς τῆς εἰρωνείας καὶ τοῦ ἀπόλυτου κυνισμοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τιμωρεῖται συμπαρασύροντας μαζί του στὰ κοχλάζοντα καζάνια τῆς Κολάσεως αὔτανδρο τὸν σύγχρονο κόσμο τῆς προόδου καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἐν ὀλίγοις, δὲν μπορεῖ νὰ βουλιάξει μαζὶ μὲ τὸ κοινό του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ σκοτώνει γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ ἄγαλμα, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν θάνατο, χλευάζοντας τὴν ἰσχύ του, ἀποθεώνοντας τὴ διαδρομή, μὲ λάβαρο ἐπὶ τὸ λαϊκότερο τὸ «μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε…». Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποχωρεῖ θριαμβευτὴς καὶ εἴρων, ὡς ἄλλος μοναχικὸς καουμπόης διαρκῶς ἕτοιμος γιὰ νέες περιπέτειες, ἐλπίζοντας στὴν ὕπαρξη ἄλλων κόσμων γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μεγαλώσει ἀκόμα περισσότερο τὸ τεφτέρι μὲ τὶς κατακτήσεις του. «Κι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος, θὰ εὐχόμουν νὰ ὑπῆρχαν κι ἄλλοι κόσμοι γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐπεκτείνω τὸ πεδίο τῶν ἐρωτικῶν μου κατακτήσεων» (Δὸν Ζουὰν τοῦ Μολιέρου).
Ὡστόσο, ἡ ἀντίφαση δὲν ἐξαλείφεται πλήρως μὲ τὴν ὁριστικὴ ὑπονόμευση τῆς τιμωρίας. Ἂν μαζὶ μὲ τὴν τιμωρία συμπαρασυρθοῦν καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χτυποῦν ὡς ἄκαιρα καὶ παρωχημένα στὴ συνείδηση τοῦ θεατῆ, ὅπως ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀξίας τῆς παρθενίας τῆς γυναίκας καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς τιμῆς της, χάνεται αἴφνης καὶ ὁ μύθος κι ἀναδυόμαστε ἀμήχανοι στὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Κι ὁ Δὸν Ζουὰν ρίχνει ἀπρόσκοπτα καὶ χωρὶς παρατράγουδα τὶς γυναῖκες στὸ κρεβάτι, καὶ τὸ ἔργο, μὴ διαθέτοντας πλέον ἄλλα ἐρείσματα πέρα ἀπὸ τὴ δυσαρέσκεια τῶν ἀπατημένων συζύγων, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν προκαλοῦσε τὴ θυμηδία τοῦ κοινοῦ, ὑποβιβάζεται ἀπότομα στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιθεώρησης ἢ τοῦ boulevard. Διότι ὅσο κι ἂν μᾶς θέλγει ἡ εἰκόνα τοῦ τέλειου ἐραστῆ, τοῦ ἀπόλυτου ἀρσενικοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς φαρσοκωμωδίας τὴν ἰδέα ἐνὸς κόσμου χωρὶς καθόλου ἀγάπη, παγιδευμένου στὸ παγερὸ δίπολο ἀνία ἢ πάθος. «Ὑποφέρω ἀπὸ ἀκατάσχετη πλήξη», ὁμολογεῖ ὁ Δὸν Ζουὰν τοῦ Πουλῆ.
Γιατὶ τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἡ ἀδυναμία του νὰ ἀγαπήσει. «Ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἀγαπάει τὴν ἴδια του τὴ μάνα. Κι ὅταν λέει ὅτι ἀγαπάει, τὸ λέει ἀπὸ συνήθεια», ὁμολογεῖ ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ. Τὸ μολιερικὸ «ἔχω μιὰ καρδιὰ ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο» ποὺ εἴδαμε προηγουμένως ἀποτελεῖ τὸν ὕστατο χλευασμὸ τοῦ χριστιανικοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ ἐκφράζει μᾶλλον τὴν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς συνουσίας καὶ ὄχι τὴν ἀγάπη. «Δὲν ὑπάρχει καλοσύνη σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπέφερε ποτέ», ἀναφέρει γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν ὁ Ντενὶ ντὲ Ρουζμόν. Ὁ Δὸν Ζουὰν ἐνσαρκώνει τὴν ἄτεγκτη δύναμη τῆς φύσης χωρὶς πρόσωπο. Στὸ ἔργο τοῦ Μολίνα ὁ Δὸν Ζουὰν συστήνεται στὴν Ἰσαβέλα καὶ στοὺς θεατὲς ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα, «ποιός εἶσαι;»: «Ἕνας ἄνδρας δίχως ὄνομα». Καὶ στὸν βασιλιὰ ποὺ τοὺς βρίσκει μαζί, «ἕνας ἄνδρας καὶ μία γυναίκα». Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι ἀπρόσωπος καὶ στὴν ἀγκαλιά του χάνουν τὸ πρόσωπό τους ὅλες οἱ γυναῖκες, περιπίπτοντας στὴν κατηγορία τοῦ «ἀντικειμένου», καὶ θριαμβεύει ἡ ἀπρόσωπη ἡδονὴ τῆς φύσης. Ὁ Δὸν Ζουὰν εἶναι μιὰ ἀσθένεια σὰν τὸν πριαπισμό. «Πρόβλημα γιὰ τὸν Δὸν Ζουὰν εἶναι ἄμα ξυπνήσει ἕνα πρωὶ καὶ δὲν τοῦ σηκώνεται. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σὰν τὸ φούσκωμα ἀπ’ τὸ στιφάδο. Κοιμᾶσαι καὶ περνᾶνε. Τὸ πολὺ νὰ ἔχεις λίγα ἀέρια», διαπιστώνει ἡ πλύστρα στὸ ἔργο τοῦ Πουλῆ. Ἡ ἀρχέγονη δύναμη τῆς διαιώνισης τοῦ εἴδους, τὴν ὁποία παραδόξως ὑπηρετεῖ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπαγορεύοντας τὶς προγαμιαῖες σχέσεις.
Ἡ «μεταφυσικὴ τῆς συναλλαγῆς», ὅπως καὶ ἡ «μεταφυσικὴ τῆς ἡδονῆς» ἀποτελοῦν τὶς δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Προϋποθέτουν ἀμφότερες ὅτι τὰ πάντα κρίνονται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς, τὴν ὁποία ἀποκάλεσε «διορία» ὁ Δὸν Ζουάν. Ἡ μία μετατρέπει αὐτὴ τὴ διορία σὲ κόλαση γιὰ τὴν ἠθικὴ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄλλη σὲ ὑλικὸ παράδεισο γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ δικαίωση τοῦ μηδενός. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως ὁ θάνατος εἶναι τὸ ὅριο, ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βγαίνει πάντοτε νικητής. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ἑδραίωση τοῦ θανάτου ὡς ἀπόλυτου νικητῆ. «Πῶς νὰ τὴν πάρεις τὴ ζωὴ δόλωμα τοῦ θανάτου», προειδοποιεῖ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ὁρισμένες νεώτερες ἐκδοχὲς τοῦ μύθου τὸ πρόβλημα ἐσωτερικεύεται κι ὁ Δὸν Ζουὰν ταλανίζεται ἀπὸ τὴν ἀνία, τὴν ἀνεστιότητα ἢ τὰ γηρατειά. Ἤδη στὸν Ντὰ Πόντε ἡ ψυχολογικὴ ραγισματιὰ εἶναι φανερή: «Νὰ κοπιάζω νύχτα-μέρα γιὰ κάποιον ποὺ τίποτα δὲν τὸν εὐχαριστεῖ», διαμαρτύρεται ὁ Λεπορέλλο. «Μὰ εἶναι ὡραῖο νὰ φεύγουμε ἀπὸ παντοῦ σὰν κυνηγημένοι;», ἀναρωτιέται τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Λεπορέλλο τοῦ Πουλῆ.
Ὁ Δὸν Ζουάν, μαζὶ μὲ τὸν Φάουστ, ἀποτελοῦν τὰ πρότυπα τοῦ νεωτερικοῦ μας πολιτισμοῦ, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ παρακάμψει ἢ νὰ ξεγελάσει τὸν θάνατο, παλεύοντας νὰ καταστήσει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἡδονικὴ τὴ διαδρομή. Ἐνσαρκώνει τὴν ἐλευθερία ὡς ἐπιλογή, ἡ ὁποία προσάπτει στὸ θύμα τὴν εὐθύνη τῆς ἐξαπάτησής του κι ἀγνοεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς συντριβῆς, τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Τὴν προοπτικὴ τῆς ἀνάστασης.
Σήμερα ὁ Δὸν Ζουὰν δὲν ἔχει φύλο, οὔτε καὶ ἡλικία. Καὶ παλεύει νὰ γράψει τοὺς πάντες στὸ τεφτέρι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου