Θέλω να καταθέσω κι εγώ τη γνώμη μου για τις διαπραγματευτικές τεχνικές,
μια γνώμη μάλιστα που έχει σφυρηλατηθεί μέσα στο καμίνι της πραγματικής ζωής,
και να την προτείνω στον δημόσιο διάλογο: Έστω ότι ο σύζυγος μιας
μικροπαντρεμένης και πολυταλαιπωρημένης κοπέλας έχει την κακή συνήθεια να
γυρίζει στις πέντε το πρωί μεθυσμένος και να ξερνάει δίπλα ή και πάνω στη
μικροπαντρεμένη και πολυταλαιπωρημένη σύζυγό του. Έστω ότι αυτή του λέει
αυστηρά: «Μίμη, αυτό που κάνεις δεν μου αρέσει καθόλου». «Στα παπάρια μου», της
λέει ο Μίμης, που είναι αγριάνθρωπος και δεν καταλαβαίνει από καλούς τρόπους. Η
Τέτα λοιπόν έχει μία μόνο λύση: αν θέλει να πάψει ο Μίμης να ξερνάει πάνω της
(συνήθεια που θεωρώ αποκρουστική και καταδικαστέα, ωστόσο όχι πολύ χειρότερη
από το να κόβεις συντάξεις για να πληρώνεις τόκους), θα πρέπει να μπορεί να
πει, εντίμως και ειλικρινώς, ότι αν δεν κόψει αυτή την κακή συνήθεια ο Μίμης,
θα τον εγκαταλείψει. Θα ζήσει δύσκολα,
δυστυχισμένα (γιατί τον αγαπάει, πάντα τον αγαπούσε, έστω με τις αδυναμίες του,
νιώθει ότι εκεί ανήκει) αλλά δεν θα ξερνάει κανείς πάνω της. Αν η Τέτα θεωρεί
αδιανόητο να ζήσει χωρίς τον Μίμη, τότε ο Μίμης θα ξέρει πως ό,τι και να
ειπωθεί είναι λόγια του αέρα. Η διαπραγματευτική θέση της Τέτας βρίσκεται σε
άμεση συνάρτηση με την πραγματική, όχι ρητορική (ο Μίμης ξέρει καλά να διακρίνει
τη διαφορά) απόφασή της να ζήσει και μακριά από τον Μίμη.
Η φράση «κόκκινες γραμμές» θεωρείται ότι
αναφέρεται για πρώτη φορά στη μάχη της Μπαλακλάβα στον πόλεμο της Κριμαίας,
όταν δημιουργείται μια λεπτή γραμμή από ανυποχώρητους στρατιώτες. Λεπτή, διότι
είχε μόνο δύο σειρές στρατιωτών και όχι τέσσερις. Ο βαρώνος Κόλιν Κάμπελ
λέγεται ότι είπε τότε στους στρατιώτες του «Από αυτό το σημείο δεν υπάρχει
υποχώρηση. Εδώ θα πεθάνετε». Ο όρος εκλαϊκεύτηκε αφού χρησιμοποιήθηκε στη
λογοτεχνία από τον Κίπλινγκ και άλλους, για να γίνει σήμερα μια φράση κλισέ.
Τι θα πει «Aπό εδώ δεν υποχωρείτε, μόνο πεθαίνετε»; Το κλαδί
που λυγίζει δεν σπάει, όπως λέει ο Χορός στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, «η μάνα του
δειλού δεν έκλαψε ποτέ», κοινώς: φάε λίγη βαλεριάνα, και όνειρα γλυκά.
Όταν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, οι αντιρρήσεις
είναι εύλογες. Σου λέει ο άλλος: «Γλυκιά η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα». Δεκτόν.
Δεν χρειάζεται να είναι όλοι ήρωες, και προπαντός δεν υπαινίσσομαι ότι εγώ θα
είχα ντε και καλά μεγαλύτερα κότσια μπροστά στον θάνατο. Αλλά το ευρώ; Λέμε ότι
δεν πειράζει να βαφτούν πρασινομπλέ οι κόκκινες γραμμές μας, γιατί θα υπάρξει
κόστος; Απέναντι σε όσους ειρωνεύονται τον ηρωισμό ας επισημάνουμε ότι νόμισμα
θα αλλάξουμε, δεν θα πεθάνουμε κιόλας.
Σε κάθε διαπραγμάτευση, η άλλη πλευρά γνωρίζει
πριν από σένα και καλύτερα από σένα τι εννοείς. Ας επιστρέψουμε στην αρχική
αλληγορία μας: «Μίμη, άμα ξαναπάς για καφέ με τη Σούλα θα σε παρατήσω». Ο Μίμης
ξαναπάει για καφέ με τη Σούλα και η Τέτα δεν κάνει τίποτα. Ο Μίμης θα συνεχίσει
να πηγαίνει για καφέ με τη Σούλα, γιατί ξέρει ότι η Τέτα δεν μπορεί να πει το
μόνο που θα είχε ποτέ νόημα: ότι «Εγώ έτσι καταλαβαίνω τον γάμο. Άμα δεν είναι
έτσι, δεν τον θέλω». Αυτή η πολύ απλή αρχή είναι ο μόνος τρόπος. Οι κόκκινες
γραμμές είναι ένα ρητορικό σχήμα με το οποίο περιγράφεται κάτι πολύ απλό: Για
να μην κάνεις ό,τι σου λένε, χρειάζεται εναλλακτική διέξοδος, επώδυνη
(προφανώς, γιατί αλλιώς δεν θα το συζητούσαμε), αλλά όχι αδιανόητη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς βέβαιο ότι δεν έχει
κόκκινες γραμμές, γιατί οι κόκκινες γραμμές είναι πολιτικά ταυτόσημες με το να
υπάρχει ένα σημείο μετά το οποίο κάτι κάνεις. Δεν ξέρω αν όλη κι όλη η αλήθεια
της περιόδου είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε προφορικές διαβεβαιώσεις ότι όλα θα
πάνε καλά και γι’ αυτό παγιδεύτηκε στο να υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα επιτύχει
στις διαπραγματεύσεις διότι απλώς «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να πει
όχι η Μέρκελ». Αυτό θα σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση ότι οι άλλοι τον
παγίδεψαν (καλώς ήρθατε στην πολιτική) και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βαρύνεται με ουρανομήκη
πολιτική αφέλεια. Εδώ που έχουμε φτάσει, όμως, η Τέτα θα πρέπει να πάρει τις
αποφάσεις της. Ή να συμφιλιωθεί με τη ζωή της χωρίς γκρίνια ή να φύγει. Ο
συνδυασμός γκρίνιας και αδράνειας καταντά καθαρή υποκρισία.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου